Οι τόποι υπήρξαν ανέκαθεν μεγάλη αγάπη για τη Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, η οποία γεννημένη στις Βρυξέλλες μεγάλωσε στη Λιλ, όπου βρισκόταν ο πατρογονικός πύργος του πατέρα της, με ρομαντικές ιστορίες και ταξίδια.
Η μικρή Μαργκερίτ μορφώθηκε κατ’ οίκον με έμφαση στις ξένες γλώσσες, ζωντανές και νεκρές, όπως τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά. Νέα, ταξίδεψε στη Μαύρη Θάλασσα με συντροφιά τον Ανδρέα Εμπειρίκο. Τότε γράφτηκαν οι λυρικές «Φωτιές» (1936) και τα «Διηγήματα της Ανατολής» (1939), για τα οποία και θα μιλήσουμε σήμερα. Το 1951 δημοσίευσε τα «Αδριανού Απομνημονεύματα» με τεράστια εμπορική ανταπόκριση και κριτική αποδοχή (η μεγαλύτερη επιτυχία του συγγραφικού της βίου) αφού είχε δουλέψει επί δεκαετίες, μελετώντας σε βιβλιοθήκες και επισκεπτόμενη πολλά από τα μέρη όπου διαδραματίζεται η ιστορία. Μέρη τα οποία αντιπροσωπεύουν την τεράστια γεωγραφική έκταση, μαζί με το ομόλογο εύρος πολιτισμικής ποικιλίας, στην οποία είχε εξαπλωθεί επί Αδριανού η ρωμαϊκή αυτοκρατορία.
Οι «Ιστορίες της Ανατολής», που κυκλοφορούν σε υποδειγματική (και έντονα ατμοσφαιρική) μετάφραση Γιάννη Στρίγκου από τις εκδόσεις Πατάκη (θυμίζω την παλαιότερη μετάφρασή τους από την Ιωάννα Χατζηνικολή, τη Γεωργία Παπαγεωργίου και την Άννα Φραγκουδάκη), συνδυάζουν μύθους, θρύλους και αλληγορικές διηγήσεις από την Ελλάδα και τη Σερβία μέχρι την Κίνα, την Ιαπωνία, την Ινδία και τις ινδουιστικές παρακαταθήκες. Πρέπει να πούμε εξαρχής πως η Γιουρσενάρ δεν καταγράφει απλώς μύθους – δεν είναι λαογράφος ή κοινωνική ανθρωπολόγος. Βασισμένη σε βαλκανικά δημοτικά παραμύθια ή τραγούδια του Μεσαίωνα, σε ταοϊστικές παραβολές της αρχαίας Κίνας, σε ιαπωνικά μυθιστορήματα του 11ου αιώνα, ή σε δικά της ανολοκλήρωτα μυθιστορήματα, και συνομιλώντας με αντίστοιχες προσπάθειες του Γκαίτε και του Τόμας Μαν, όπως συνομολογεί στο υστερόγραφό της, ξέρει πώς να στήσει μια σειρά από σύντομες πλην πυκνές, μαγικές και υποβλητικές αφηγήσεις, συνδυάζοντας τον ρεαλισμό της με ένα είδος ποιητικής γραφής το οποίο μεταμορφώνει τη λαϊκή παράδοση σε ολοζώντανη παραμυθία.
Τι μας λένε όλα αυτά; Μα, μιλούν για τη δύναμη της τέχνης, για την ομορφιά του έρωτα και για μια άγνωστη, μυστηριώδη και ανεντόπιστη πλευρά του κόσμου, που αποκαλύπτει τα ανομολόγητα όνειρα, τις κρυφές επιθυμίες και τους βαθύτερους φόβους μας ενόσω όσα συμβαίνουν στη δράση των μύθων μοιάζει να μην αποκλίνουν κατά το παραμικρό από εκείνα, τα οποία ξέρουν οι άνθρωποι για την καθημερινή τους ζωή. Ας δούμε τα καθέκαστα μέσα από διάφορα «πώς» που απασχολούν τη συγγραφέα, μέσα από μια σειρά ερωτημάτων που εμπεριέχουν τις απαντήσεις τους. Πώς ένας ζωγράφος σώζεται από την εχθρική βούληση της πολιτικής εξουσίας χάρη στην ικανότητα του χρωστήρα του να τον απαλλάξει από το οποιοδήποτε κακό; Πώς ένας ζωντανός υποδύεται τον νεκρό και κερδίζει τα πάντα λόγω του έρωτα; Πώς η μητρική αγάπη είναι ικανή να σώσει το παιδί, ακόμα κι αν η μητέρα βρίσκεται στα πρόθυρα του θανάτου αν ή έχει ήδη πεθάνει, στοιχειώνοντας ένα γεφύρι; Πώς οι νεράιδες στερούν με την ομορφιά και τη σαγήνη τους από τους άνδρες τη μιλιά και τη λογική τους ή πώς μετατρέπονται σε πόρνες για να ξεφύγουν από τον εγκλεισμό τους; Πώς ο έρωτας μετασχηματίζει την απόγνωση σε κατανόηση και σε λατρεία; Πώς τα ψυχωμένα αρσενικά παλεύουν άφοβα με τον θάνατο, αλλά και πώς οι θεοί και τα εξωτικά γίνονται άνθρωποι και τανάπαλιν; Παραμύθια στα οποία θα συναντήσουμε και ελληνικές αναφορές (στις νεράιδες ή στον Διγενή Ακρίτα, για παράδειγμα) και τα οποία διαβάζονται με μια ανάσα – κι όχι μόνο λόγω της συντομίας τους.
Η Γιουρσενάρ εγκαταστάθηκε το 1939 στις ΗΠΑ. Το 1947, πήρε την αμερικανική υπηκοότητα, που έμελλε να της προκαλέσει αρκετά προβλήματα στη Γαλλία. Τρία χρόνια αργότερα, αγόρασε και σπίτι σε νησάκι της Πολιτείας του Μέιν. Μεγάλο μέρος της ζωής της το μοιράστηκε με τη σύντροφο, μεταφράστρια και γραμματέα της Γκρέις Φρικ. Το 1980 η Γαλλική Ακαδημία αποφάσισε να σπάσει την παράδοση 345 ετών και να δεχτεί ανάμεσα στους σαράντα «αθανάτους» και μια γυναίκα. Η Γιουρσενάρ πέθανε στο νησί Μάουντ Ντέζερτ των ΗΠΑ, στις 17 Δεκεμβρίου 1987, σε ηλικία 84 ετών, από εγκεφαλικό επεισόδιο.