Στις δημοσκοπήσεις οι ψηφοφόροι εμφανίζονται περίπου διχασμένοι μεταξύ της προοπτικής συγκρότησης αυτοδύναμης κυβέρνησης στις επόμενες εκλογές (στην δεύτερη αναμέτρηση) και του σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας. Σε αδρές γραμμές, ο διχασμός αυτός αφορά το δίλημμα που θέτει ο Κυριάκος Μητσοτάκης και το διακύβευμα που υποστηρίζει ο Αλέξης Τσίπρας.
Σε πρώτη ανάγνωση και ίσως απλουστευτικά, το δίλημμα Μητσοτάκη είναι ισχυρότερο επειδή είναι απτό και το αντιλαμβάνεται ευκολότερα ο μέσος νους. Μέχρι το 2012, άλλωστε, η χώρα είχε μόνο αυτοδύναμες κυβερνήσεις (εξαιρείται η ιδιαίτερη συγκυρία του 1989), και είναι λογικό πολλοί ψηφοφόροι μεγαλύτερης ηλικίας να αναπολούν εκείνες τις περιόδους, συγχέοντας συχνά την “σταθερότητα” με τις συνθήκες που διαμόρφωσαν αυτές οι κυβερνήσεις και οδήγησαν στην χρεοκοπία της χώρας και στα μνημόνια.
Οι Έλληνες, επίσης, είναι ενίοτε “Ευρωπαίοι κατ’ όνομα” και επικαλούνται αλά καρτ το ευρωπαϊκό κεκτημένο, όταν δε χρησιμοποιεί κάποιος το επιχείρημα των πολλών συνεργατικών κυβερνητικών σχημάτων στα 2/3 των κρατών μελών της Ε.Ε εισπράττει την παραπλανητική απάντηση πως στα καθ΄ημάς δεν υπάρχει η σχετική “κουλτούρα”. Λες και οι “κουλτούρες” έρχονται δια της επιφοιτήσεως και δεν σφυρηλατούνται μέσα από δοκιμές, συμβιβασμούς και συναινέσεις.
Ας μην χαϊδεύουμε αυτιά: σημαντική μερίδα του εκλογικού σώματος απαρτίζεται από πολιτικά αδαείς και ανεκπαίδευτους, πολίτες που υιοθετούν εύκολα και άκριτα την κομματική συνθηματολογία και τα λογής αφηγήματα. Επιπλέον έχουν υποκύψει στον κυνισμό του προσωπικού συμφέροντος και αδυνατούν να αντιληφθούν το μεγάλο συμφέρον της πατρίδας. Το δίλημμα της αυτοδυναμίας που θέτει ο πρωθυπουργός, ως εκ τούτου, είναι εύληπτο και ισχυρό. Αντιθέτως, η προοπτική μιας κυβέρνησης συνεργασίας γεννά απορίες και επιφυλάξεις και μοιάζει μετέωρη διότι δεν διαθέτει διευκρινισμένο πλαίσιο και εταίρους. Όταν, για παράδειγμα, ο Αλέξης Τσίπρας μιλά γι αυτό, αρκετοί διερωτώνται “με ποιούς” και με ποιό πρόγραμμα και πρόσωπα. Συχνά, δε, η ρητορική των δυνητικών εταίρων (προς τη μία ή την άλλη πλευρά) συγκρούεται με αυτή την προοπτική.
Όσον αφορά, παραδείγματος χάριν, το ΠΑΣΟΚ, η κατάσταση δυσκολεύει επειδή διέπεται από μικρομεγαλισμό που εδράζεται στην ιστορία του. Μέχρι πριν από μερικούς μήνες πολλά στελέχη του εξέπεμπαν φανφάρες ότι θα υπερκεράσουν τον ΣΥΡΙΖΑ, θα αμφισβητήσουν την κυριαρχία της Ν.Δ και θα γίνουν κυβέρνηση.
Η προσγείωση ήταν απότομη μόνο για εκείνους που φλυαρούσαν ασκόπως, οι σοβαροί αντιλαμβάνονταν πως στον ορατό ορίζοντα η μοίρα του κόμματος είναι, ή στην ασφαλή αντιπολίτευση (όπως παλαιότερα η ανανεωτική αριστερά), ή ως Γερμανοί φιλελεύθεροι ή Πράσινοι να συμμετέχουν σε συνεργατικά σχήματα επιβάλλοντας επικοδομητικά μέρος της πολιτικής τους φιλοσοφίας.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει μόνο μία σφαίρα στην θαλάμη: η επιδίωξη της αυτοδυναμίας είναι μονόδρομος λόγω πολιτικής αντίληψης και επειδή η συγκυρία (σκάνδαλο υποκλοπών) του αφαιρεί κάθε άλλη δυνατότητα. Ακόμα και η στροφή των τελευταίων ημερών που ανοίγει χαραμάδες για συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ, εάν απαιτηθεί, μπορεί να γίνει μετεκλογικά πράξη μόνο εφόσον διατηρεί την ηγεμονία και τον απόλυτο έλεγχο των εξελίξεων.
Ο Αλέξης Τσίπρας, από την πλευρά του, έχει δύο σφαίρες διαθέσιμες- εάν επιβεβαιωθούν οι δημοσκοπήσεις που σταθερά δίνουν προβάδισμα στη Ν.Δ: να τον βοηθήσει η εκλογική αριθμητική ώστε να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ (…), ίσως και με κάποιο μικρότερο κόμμα (Μερα 25) -αν και θα είναι δύσκολο και “επώδυνο”. Μία δεύτερη επιλογή θα ήταν να συγκεντρώσει (στην δεύτερη αναμέτρηση) ποσοστό πάνω από το 31,5% των εκλογών του 2019 και να παραμείνει ισχυρός (και εσωκομματικά ακλόνητος) στην αντιπολίτευση προσμένοντας την γρήγορη φθορά μιας οριακής αυτοδυναμίας της Ν.Δ ή ενός αδύναμου εταιρικού σχήματος της με το ΠΑΣΟΚ.