Η οικογένεια των λεγόμενων υπερ-ευρασιατικών γλωσσών, η οποία – μεταξύ άλλων – περιλαμβάνει τα ιαπωνικά, τα κορεατικά, τα μογγολικά, τα τουνγκουσικά και τα τουρκικά, πιθανώς έλκει την καταγωγή της από την αγροτική Κίνα πριν περίπου 9.000 χρόνια και η εξάπλωση της βασίστηκε στην επέκταση της γεωργίας, σύμφωνα με νέες επιστημονικές εκτιμήσεις.
Η υπερ-ευρασιατική γλωσσική οικογένεια – μερικές φορές γνωστή και ως Αλταϊκή – είναι σήμερα εξαπλωμένη από την Τουρκία στα δυτικά έως την Ιαπωνία, την Κορέα και τη Σιβηρία στα ανατολικά. Παρά την τόσο μεγάλη εξάπλωση της σε μια έκταση άνω των 8.000 χιλιομέτρων και τη χρήση αυτών των γλωσσών από εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους, μέχρι σήμερα υπάρχουν έντονες επιστημονικές διαμάχες για την λίγο-πολύ μυστηριώδη καταγωγή της.
Οι ερευνητές από πολλές χώρες, με επικεφαλής την καθηγήτρια Μαρτίνε Ρομπέετς, επικεφαλής της Ομάδας Αρχαιογλωσσικών Ερευνών του γερμανικού Ινστιτούτου Μαξ Πλανκ για την Επιστήμη της Ανθρώπινης Ιστορίας στην Ιένα, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό “Nature”, συνδύασαν επιστημονικά δεδομένα από την ιστορική γλωσσολογία (ανάλυση 98 γλωσσών), την αρχαιογενετική (μελέτη αρχαίου DNA από 23 άτομα που έζησαν στην Ασία προ 300 έως 9.000 ετών) και την αρχαιολογία (από ευρήματα σε 255 τοποθεσίες της ανατολικής Ασίας της Νεολιθικής εποχής και της εποχής του Χαλκού).
Η νέα διεπιστημονική μελέτη, η πιο ολοκληρωμένη του είδους της μέχρι σήμερα, δημιούργησε ένα οικογενειακό γλωσσικό “δέντρο” με τη βοήθεια αλγόριθμων τεχνητής νοημοσύνης. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προγονική “κοιτίδα” των υπερ-ευρασιατικών γλωσσών (εκτιμώνται σε περίπου 80 σήμερα) ήσαν, γύρω στο 7200 π.Χ. (πρώιμη νεολιθική περίοδο), οι πρώτοι αγρότες που καλλιεργούσαν κεχρί, ένα είδος δημητριακού, στην κοιλάδα του ποταμού Λιάο της βορειοανατολικής Κίνας και της Εσωτερικής Μογγολίας. Μετά την τήξη των πάγων και την ανάδυση της γεωργίας στη Γη, το κεχρί αποτέλεσε μια σημαντική πρώιμη γεωργική καλλιέργεια, που επέτρεψε τη μετάβαση των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών σε ένα πιο στατικό αγροτικό τρόπο ζωής.
Καθώς αυτοί οι γεωργοί, κατά την ύστερη νεολιθική εποχή, άρχισαν να αντικαθιστούν το κεχρί με σιτάρι και ρύζι και να μετακινούνται ευρύτερα στη βορειοανατολική Ασία, η πρωτο-υπερευρασιατική γλώσσα τους εξαπλώθηκε σε άλλα μέρη, έως τις σιβηρικές στέπες και τις κορεατικές ακτές. Έτσι, μέσα και από επιμιξίες με ντόπιους πληθυσμούς, σταδιακά υπήρξε διαφοροποίηση σε επιμέρους γλωσσικούς κλάδους και πολιτισμούς. Στο αρχιπέλαγος της Ιαπωνίας π.χ. εκτιμάται ότι οι νέες γεωργικές πρακτικές, μαζί με τη νέα γλώσσα, έφθασαν περίπου το 1000 π.Χ., ενώ στην χερσόνησο της Κορέας είχαν φθάσει λίγο νωρίτερα, το 1300 π.Χ.
Η νέα θεωρία, με την ονομασία “γεωργική υπόθεση”, αμφισβητεί την λεγόμενη “ποιμενική υπόθεση”, που προτείνει μια πιο πρόσφατη προέλευση της οικογένειας των υπερευρασιατικών γλωσσών, γύρω στο 2000 έως 1000 π.Χ., καθώς και μια εξάπλωση τους μέσω νομάδων με αφετηρία τις ανατολικές στέπες.