Τις τελευταίες ημέρες στη δημόσια σφαίρα έχει πυροδοτηθεί ένας πολύ ενδιαφέρων νομικός και πολιτικός διάλογος αναφορικά με την πρόθεση της κυβέρνησης να φέρει νομοθετική πρόταση για την απαγόρευση συμμετοχής στις εκλογές του κόμματος του Η. Κασιδιάρη, με την αξιωματική αντιπολίτευση να επιδιώκει να περιορίσει το ρυθμιστικό βεληνεκές της διάταξης στον κολασμό αποκλειστικά και μόνο των πολιτικών κομμάτων με ναζιστική ιδεολογία.
Θωμάς Ψήμμας
Η στοιχειώδης δημοκρατική ευαισθησία και επαγρύπνηση μάς καλεί αυθόρμητα να επιδοκιμάσουμε κάθε θεσμική πρωτοβουλία που θα απαγορέψει τη συμμετοχή στις εκλογές ενός πολιτικού κόμματος με αρχηγό έναν πρωτόδικα καταδικασθέντα για συμμετοχή (σε διευθυντικό, μάλιστα, ρόλο) σε νεοναζιστική εγκληματική οργάνωση.
Χρειάζεται, ωστόσο, να εξετάσουμε την προτεινόμενη ρύθμιση υπό το πρίσμα τριών, συνδυαστικά ερμηνευόμενων, βασικών συνταγματικών εγγυήσεων σε ένα φιλελεύθερο και δημοκρατικό κράτος δικαίου, το οποίο εξ ορισμού ανέχεται ακόμα και τους εχθρούς της δημοκρατίας:
Πρώτον, κατά συνδυαστική εφαρμογή των συνταγματικών διατάξεων σχετικά με τους περιορισμούς στο δικαίωμα του εκλέγειν (άρθ. 51 παρ. 3 Συντ.) και εκλέγεσθαι (άρθ. 55 παρ. 1 Συντ.), η άρση της –απορρέουσας από την αρχή της ίσης πολιτικής ελευθερίας– καθολικότητας συμμετοχής στην ύψιστη δημοκρατική διαδικασία προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, αμετάκλητη ποινική καταδίκη του προσώπου, προκειμένου να επιβληθεί ως παρεπόμενη ποινή η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων.
Δεύτερον, θεμελιώδης όψη της συμμετοχής στην πολιτική ζωή της χώρας είναι και το δικαίωμα ίδρυσης και συμμετοχής σε πολιτικό κόμμα. Το άρθρο 29 παρ. 1 Συντ. εκ πρώτης όψεως επιτρέπει την απαγόρευση σύστασης και, κατ’ ελάσσονα λόγο, συμμετοχής σε εκλογές πολιτικού κόμματος εάν η οργάνωση και η δράση του δεν εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, την οποία κατά τα διδάγματα της κοινής λογικής προφανώς δεν προάγει το νεοναζιστικό κόμμα ενός πρωτόδικα καταδικασθέντος για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης. Ωστόσο, η εν λόγω ρύθμιση κατά την πρακτική της εφαρμογή καθ’ όλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης ερμηνεύεται συσταλτικά (αρκεί η τυπική υποβολή σχετικής δήλωσης «νομιμοφροσύνης» στον Άρειο Πάγο χωρίς ουσιαστικό έλεγχο της πραγματικής οργάνωσης και δράσης του κόμματος), προκειμένου να μην απομειώνεται ο δημοκρατικός πλουραλισμός μέσω της αυθαίρετης χάραξης ενός «συνταγματικού τόξου» από τους εξουσιάζοντες (όπως συνέβαινε π.χ. με την απαγόρευση του Κομμουνιστικού Κόμματος κατά την περίοδο της μετεμφυλιακής «καχεκτικής» δημοκρατίας υπό το ερμηνευτικό πρίσμα του Συντάγματος του 1952 και του τότε ισχύοντος Παρασυντάγματος).
Τρίτον, μια ουσιώδης απαγόρευση πρόσβασης στην πολιτική ζωή, όπως η απαγόρευση συμμετοχής στη θεμελιωδέστερη δημοκρατική διαδικασία, επιχειρείται να τεθεί ενόσω εκκρεμεί ακόμα η υπόθεση σε δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας υποσκάπτοντας έτσι το τεκμήριο αθωότητας που απολαμβάνει κάθε πρόσωπο ανεξαιρέτως (άρα και ένας εχθρός της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου) μέχρι την αμετάκλητη κρίση της υπόθεσής του από την ποινική δικαιοσύνη.
Κατά την ταπεινή μου γνώμη, τα κίνητρα θεσμοθέτησης της απαγόρευσης συμμετοχής του νεοναζιστικού κόμματος Κασιδιάρη στις εκλογές δεν εκκινούν από μια ειλικρινή διάθεση πολιτικού κολασμού ενός προσώπου το οποίο διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια εγκληματική οργάνωση που λειτουργούσε υπό το μανδύα πολιτικού κόμματος. Αντιθέτως, υπηρετούν τη μικροκομματική στόχευση της Νέας Δημοκρατίας να έχει τις λιγότερες δυνατές απώλειες προς τα ακροδεξιά της στις προσεχείς εκλογές στην προσπάθειά της για την –ούτως ή άλλως μάλλον απίθανη– εξασφάλιση της αυτοδυναμίας.
Επιπλέον, με τον θεσμικό εξοβελισμό του από την πολιτική ζωή ελλοχεύει ως παράπλευρη συνέπεια ο κίνδυνος «ηρωοποίησης» ενός νεοναζί πολιτικού αρχηγού. Είναι χρήσιμο, εξάλλου, να θυμόμαστε ότι πριν την πρωτόδικη καταδικαστική απόφαση της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης είχε προηγηθεί η τιμώρηση του νεοναζιστικού μορφώματος στην κάλπη, με τον κυρίαρχο ελληνικό λαό να θέτει εκτός κοινοβουλίου ένα κόμμα στο οποίο δυστυχώς έδωσε την ευκαιρία να εκπροσωπηθεί κοινοβουλευτικά από το 2012 έως το 2019 στην πιο σκοτεινή σελίδα της ελληνικής Μεταπολίτευσης.
Πάνω απ’ όλα, όμως, είναι ιδιαίτερα κρίσιμο ποια θα είναι η τελική μορφή της νομοθετικής ρύθμισης, προκειμένου να μην οδηγηθούμε σε μια ανεπίτρεπτη –στο πλαίσιο της πλουραλιστικής μεταπολιτευτικής Ελληνικής Δημοκρατίας– συρρίκνωση της έννοιας του «δημοκρατικού τόξου», με τη θεσμοποίηση της «θεωρίας των δύο άκρων» κατά ευρύτατη διακριτική ευχέρεια εκτίμησης από τον Άρειο Πάγο. Παραδείγματος χάριν, ουδόλως μπορεί να αποκλειστεί η απαγόρευση συμμετοχής στις εκλογές, εκτός του νεοναζιστικού κόμματος Κασιδιάρη, και πολιτικών σχημάτων της εξωκοινοβουλευτικής ριζοσπαστικής Αριστεράς, των οποίων στελέχη διώκονται ποινικά για παράνομη κινηματική δράση.
Σε κάθε περίπτωση, εάν η νομοθετική εξουσία αποφασίσει να απαγορεύσει τη συμμετοχή στις εκλογές του κόμματος του Η. Κασιδιάρη, χρειάζεται ιδιαίτερα προσεκτική διατύπωση της διάταξης, προκειμένου να συγκεκριμενοποιείται η παραβίαση της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος μέσα από τον πολιτικό κολασμό πράξεων που διώκονται ποινικά και είναι αντικειμενικά πρόσφορες να απειλήσουν άμεσα τις θεμελιώδεις βάσεις της συνταγματικής μας δημοκρατίας (π.χ. καταδίκη για εσχάτη προδοσία ή άλλα κακουργηματικής απαξίας εγκλήματα σε βάρος του πολιτεύματος).
* O Θ. Ψήμμας είναι διδάκτορας Φιλοσοφίας του Δικαίου στη Νομική Σχολή ΑΠΘ.
πηγή: Εποχή