«Ώρα όλων να σταθούν όλοι στο ύψος των περιστάσεων», το μήνυμα του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο οποίος και κατέθεσε πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης. Μεθαύριο, Παρασκευή, αναμένεται να κορυφωθεί η αντιπαράθεση μεταξύ του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και του Αλέξη Τσίπρα.
Ξεκίνησε λίγα λεπτά μετά τις 6 μ.μ. η συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής επί της πρότασης δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης που κατέθεσε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Αλέξης Τσίπρας, με τις οδηγίες του προέδρου της Βουλής, Κωνσταντίνου Τασούλα, σχετικά με τη διαδικασία που αναμένεται να ολοκληρωθεί την Παρασκευή.
Αντιδράσεις διατυπώθηκαν αμέσως από τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ σχετικά με το πρόγραμμα που έθεσε ο Κ. Τασούλας, σύμφωνα με το οποίο οι τοποθετήσεις των βουλευτών θα πραγματοποιούνται ακόμα και μέχρι τις 3 τα ξημερώματα για τις δυο πρώτες ημέρες (σήμερα, Τετάρτη και αύριο, Πέμπτη), ενώ η τρίτη ημέρα θα περιοριστεί μέχρι τις 4 το απόγευμα της Παρασκευής.
Συγκεκριμένα η εισήγηση του Κων. Τασούλα ήταν η πρώτη ημέρα του τριημέρου να ξεκινήσει άμεσα και να ολοκληρωθεί στις 3 π.μ. το πρωί Πέμπτης. Η δεύτερη ημέρα θα ξεκινήσει στις 9 π.μ. της Πέμπτης και θα ολοκληρωθεί στις 3 π.μ. της Παρασκευής. Η τρίτη ημέρα θα ξεκινήσει στις 9 π.μ. της Παρασκευής και θα οληρωθεί στις 4 μ.μ της ίδιας ημέρας.
Ευκλείδης Τσακαλώτος, Θανάσης Παφίλης, αλλά και ο πρώην πρόεδρος της Βουλής, Νίκος Βούτσης, πήραν τον λόγο και εξέφρασαν έντονες ανησυχίες για τον χρόνο που δίνεται τελικά στους βουλευτές των κομμάτων να ξετυλίξουν την επιχειρηματολογία γύρω από το θέμα. Ανησυχίες εκφράστηκαν επίσης και για ρόλο που φαίνεται να παίζει για ακόμη μία φορά το προεδρείο σε μία ακόμη δύσκολη στιγμή της κυβέρνησης στη Βουλή.
Ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ τόνισε πως πάγια τακτική είναι η συζήτηση να τελειώνει στις 12 το βράδυ της τρίτης ημέρας.
Η συζήτηση ξεκίνησε με τις τοποθετήσεις των εισηγητών της αντιπολίτευσης, Δημήτρη Τζανακόπουλου και Νίκου Φίλη.
Η πρόταση δυσπιστίας που κατέθεσε η ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία:
Προς τον κ. Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων
ΘΕΜΑ: «Πρόταση δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης
(Άρθρα 84, παρ.2 Συντ. και 142 ΚτΒ)»
Το πολίτευμα και η χώρα διέρχονται την πιο σκοτεινή περίοδο από την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Είναι πια αποδεδειγμένο ότι πολιτικοί, δημόσια πρόσωπα, ανώτατοι κρατικοί αξιωματούχοι, καθώς και δημοσιογράφοι παρακολουθούνταν, με την επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας, από την υπαγόμενη στον πρωθυπουργό ΕΥΠ. Και υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι τα ίδια πρόσωπα παρακολουθούνταν και με τη χρήση του κατασκοπευτικού λογισμικού predator. Το δυσώδες σκάνδαλο των υποκλοπών είναι ιστορικά πρωτοφανές. Όπως και το βαρύτατο πλήγμα που επιφέρει στους θεσμούς της χώρας και τη δημοκρατική ομαλότητα. Η ευθύνη του πρωθυπουργού ατομικά και της κυβέρνησης συλλογικά είναι τεράστια, αυταπόδεικτη, αντικειμενική και αμεταβίβαστη.
Στο σκάνδαλο των υποκλοπών ήρθε να προστεθεί, μετά τη σταδιακή αποκάλυψή του, το σκάνδαλο της λυσσαλέας προσπάθειάς συγκάλυψής του, η άρνηση κάθε λογοδοσίας, η πάση θυσία προστασία των υπεύθυνων και των αυτουργών της θεσμικής εκτροπής και η προσπάθεια εκφοβισμού των κρατικών λειτουργών, που τιμώντας τη συνταγματική αποστολή τους, διεξάγουν έρευνες για την αποκάλυψη της αλήθειας.
Όμως, ο κ. Μητσοτάκης, που τόσο καιρό αρνιόταν κάθε ευθύνη, έρχεται πλέον αντιμέτωπος με τα τεκμήρια των ίδιων των πράξεών του. Αποδεικνύεται ότι υπερέβη κατ’ εξακολούθηση τα όρια που θέτουν η συνταγματική τάξη, το κράτος δικαίου και η δημοκρατική λειτουργία του πολιτεύματος. Αποδεικνύεται ότι ο ίδιος και οι συνεργάτες του συγκρότησαν ένα μηχανισμό μαζικών παρακολουθήσεων και ότι, όταν άρχισε να ξετυλίγεται το κουβάρι των αποκαλύψεων, εκείνος και η κυβέρνησή του επέβαλαν νομοθετικά τη σιωπή και το σκοτάδι και επιχείρησαν να ακρωτηριάσουν την αρμόδια ανεξάρτητη αρχή (άρθρο 87 του ν. 4790/2021, ν. 5002/2022).
Η πρώτη θεσμική ενέργεια της κυβέρνησης Μητσοτάκη ήταν να αναλάβει ο ίδιος προσωπικά την αρμοδιότητα της ΕΥΠ. Αποδεικνύεται ότι το έκανε προκειμένου να εκτελέσει ένα σχέδιο αυθαίρετης αξιοποίησης της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών με απώτερο σκοπό την κατίσχυση έναντι πάντων, πέρα από κανόνες και αρχές, και την εγκαθίδρυση ενός προσωπικού πολιτικού καθεστώτος. Αναλαμβάνοντας υπό τον άμεσο διοικητικό έλεγχό του την ΕΥΠ, ο κ. Μητσοτάκης ανέλαβε και τον ρόλο του επικεφαλής ενός νοσηρού ιστού παρακολουθήσεων στον οποίο στοχευμένα και εν γνώσει του ενεπλάκησαν ως θύματα όχι μόνο αντίπαλοι, αλλά και στελέχη της ίδιας της Κυβέρνησης και των υπηρεσιών των οποίων προΐσταται. Ο κ. Μητσοτάκης δεν νοείται να παραμένει πρωθυπουργός.
Τεράστιες ευθύνες έχει όμως και η κυβέρνηση συλλογικά. Συμπράττει στην προσπάθεια συγκάλυψης του σκανδάλου, που παρακωλύει την έρευνα και κάθε εξεταστική διαδικασία, επιχειρεί την απαξίωση της ερευνητικής δημοσιογραφίας, αλλά και της ΑΔΑΕ. Δεν νοείται να παραμένει στη θέση της μια Κυβέρνηση, τα μέλη της οποίας είναι εν δυνάμει παρακολουθούμενα και εν δυνάμει εκβιαζόμενα. Πόσω μάλλον όταν, μ’ αυτόν το φόβο να κρέμεται πάνω από το κεφάλι τους, οι υπουργοί καλούνται να υλοποιήσουν ανάλγητες κυβερνητικές πολιτικές –κατεδάφιση του ΕΣΥ, ανοχή αισχροκέρδειας, αδιαφορία για τη φτωχοποίηση και την υπερχρέωση των πολιτών και την αντιμετώπιση της πανδημίας, υποχώρηση της θέσης της χώρας στο διεθνές περιβάλλον κ.ά.– που ικανοποιούν τα συμφέροντα λίγων και ισχυρών.
Ο αγώνας του κ. Μητσοτάκη να αποκρύψει από τη λαϊκή κρίση την ηθική χρεοκοπία του έχει ξεπεράσει κάθε όριο, οδηγώντας στο διασυρμό κάθε άλλου θεσμού (Βουλή, δικαιοσύνη, ανεξάρτητες αρχές). Ο καθεστωτισμός του μεταδίδεται ως αντιδημοκρατική, θεσμική πανδημία, απομακρύνοντας τη χώρα από το ευρωπαϊκό κεκτημένο του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας.
Η παραμονή στη διακυβέρνηση της χώρας όσων εργαλειοποίησαν την εθνική ασφάλεια χάριν αλλότριων συμφερόντων είναι επικίνδυνη για τα δικαιώματα, για τη δημοκρατία και για την ασφάλεια της χώρας. Η πρωτοφανής νοοτροπία αυθαίρετης και ιδιοτελούς άσκησης της εξουσίας αποτελεί στρατηγική επιλογή αυτής της Κυβέρνησης, η οποία έχει ήδη απωλέσει την εμπιστοσύνη των πολιτών, προσβάλλοντας τόσο βαριά τη δημοκρατία που δεν μπορεί να παραμείνει στην εξουσία ούτε για μια στιγμή ακόμα.
Για τους λόγους αυτούς υποβάλλουμε πρόταση δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης.
Η διαδικασία της πρότασης δυσπιστίας
Σύμφωνα με τον κανονισμό της Βουλής: « Η Bουλή μπορεί με απόφασή της να απoσύρει την εμπιστοσύνη της από την Κυβέρνηση ή από μέλος της ύστερα από πρόταση δυσπιστίας. H πρόταση δυσπιστίας πρέπει να υπογράφεται από τo ένα έκτο (1/6) τουλάχιστον των Βουλευτών και να περιλαμβάνει σαφώς τα θέματα για τα oπoία θα διεξαχθεί η συζήτηση. H πρόταση δυσπιστίας υπoβάλλεται στον Πρόεδρο σε δημόσια συνεδρίαση της Βουλής».
Μετά την κατάθεση η Βουλή διακόπτει τις εργασίες της για δύο ημέρες εκτός αν η κυβέρνηση ζητήσει να αρχίσει αμέσως η συζήτηση. Με αυτή την επιφύλαξη, η συζήτηση για την πρόταση αρχίζει δύο ημέρες μετά την υποβολή της και τελειώνει το αργότερο στις 24.00 της 3 ημέρας με ονομαστική ψηφοφορία. Η συζήτηση αρχίζει με ομιλία 2 βουλευτών από όσους υπογράφουν την αίτηση και διεξάγεται με ομιλίες κατ’ αναλογία της δύναμης των κομμάτων.