Οξύτατη σύγκρουση του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Ευκλείδη Τσακαλώτου, και του υπουργού Επικρατείας, Γιώργου Γεραπετρίτη, εξελίχθηκε κατά την διάρκεια της συζήτησης στην Ολομέλεια της Βουλής για την πρόταση δυσπιστίας που κατέθεσε η Αξιωματική Αντιπολίτευση.
«Εμείς στους βουλευτές μας, σκονάκι δεν δίνουμε», είπε ο υπουργός Επικρατείας, σημειώνοντας ότι το Σύνταγμα κατοχυρώνει την ελεύθερη γνώμη των βουλευτών.
Είχαν προηγηθεί παρεμβάσεις του βουλευτή της ΝΔ, Δημήτρη Μαρκόπουλου που είπε τον πρόεδρο της ΑΔΑΕ «delivery boy» και «5η φάλαγγα» του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και ο βουλευτής Τάσος Χατζηβασιλείου που είπε για τον κ. Ράμμο ότι «ευτελίζει το αξίωμα του και της αρχής της οποίας προΐσταται».
«Ήσασταν εδώ όταν μιλούσαν ο κ. Μαρκόπουλος και ο κ. Χατζηβασιλείου;», είπε ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ, απευθυνόμενος στο παριστάμενο υπουργό Επικρατείας, Γιώργο Γεραπετρίτη. «Ουσιαστικά, είπαν ότι είναι πράκτορας του ΣΥΡΙΖΑ. Εσείς είστε καθηγητής πανεπιστημίου. Σας ρωτάω ευθέως. Πιστεύετε ότι ο κ. Ράμμος είναι πιόνι του ΣΥΡΙΖΑ; Διότι ήταν ακραία αυτά τα πράγματα που ειπώθηκαν. Ακραία», είπε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος και αναρωτήθηκε αν οι παρεμβάσεις αυτές «είναι γραμμή της ΝΔ ή έχουμε δύο βουλευτές της ΝΔ που πήραν το λάθος…σκονάκι».
Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος σχολίασε και τα όσα δηλώνει η κυβέρνηση για τα «ρυπαρά δίκτυα»: «Πως η κυρία Βλάχου υπογράφει ξανά και ξανά παρακολουθήσεις; Υπήρχαν στοιχεία για τον κ. Χατζηδάκη; Για τον κ. Φλώρο; Μην μας λέτε λοιπόν ότι κάνουμε επίθεση στην κ. Βλάχου. Πείτε μας εσείς, είναι άδικη η κριτική σε βάρος της εισαγγελέως της ΕΥΠ, γιατί όντως είναι κίνδυνος για την εθνική ασφάλεια ο κ. Χατζηδάκης και ο κ. Φλώρος;».
«Εμείς στους βουλευτές μας – δεν ξέρω ποια είναι η δικιά σας πρακτική – σκονάκι δεν δίνουμε», απάντησε ο υπουργός Επικρατείας, Γιώργος Γεραπετρίτης και πρόσθεσε: «Οι βουλευτές μας έχουν την ευθυκρισία να κρίνουν και να τοποθετούνται. Άρα σε αυτό το επίπεδο, να μην ταυτίζετε τις εσωτερικές σας διαδικασίες, με το τι κάνουμε εμείς με τους βουλευτές μας. Το πώς θα κρίνουν και το πώς θα αξιολογήσουν, είναι ζήτημα που έχει να κάνει με την ελευθερία της έκφρασης τους. Εξάλλου, ξέρετε, το άρθρο 62 του Συντάγματος την εγγυάται. Καλό θα είναι λοιπόν, να μην θέλετε να βάλουμε φίμωτρο στους βουλευτές».
Απαντώντας για την εισαγγελέα της ΕΥΠ, ο κ. Γεραπετρίτης παρατήρησε ότι οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ είναι που μίλησαν με μεγάλη ένταση αν και η εισαγγελέας της ΕΥΠ «είναι δικαστικός λειτουργός και οι δικαστικοί λειτουργοί οφείλουν να περιβάλλονται με εμπιστοσύνη σε μια συντεταγμένη έννομη τάξη». Το δήλωσε άλλωστε, παρατήρησε ο υπουργός Επικρατείας, και ο κ. Τσίπρας που δήλωσε ότι τρέφει εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη. «Δικαιοσύνη αλά καρτ δεν νοείται. Ή εμπιστεύεσαι τη δικαιοσύνη ή απαξιώνεις τη δικαιοσύνη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται», είπε ο κ. Γεραπετρίτης.
Ο υπουργός Επικρατείας επέμεινε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να εξηγήσει «από που γνωρίζει τα ονόματα Χατζηδάκης και Φλώρος».
Η συζήτηση στην Ολομέλεια άρχισε στις 6 το απόγευμα και διεξάγεται σε υψηλούς τόνους με βουλευτές της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης να ανταλλάσσουν κατηγορίες.
Ξεκινώντας τη συζήτηση, ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρης Τζανακόπουλος, ανέφερε πως «το παιχνίδι της νύχτας και του σκοταδιού το ξέρει πολύ καλά η κυβέρνηση», κατηγορώντας τη πως έχει στήσει ένα «σκοτεινό δίκτυο εκβιασμών», ενώ ο επίσης βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Νίκος Φίλης, χαρακτήρισε την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας «την πιο επικίνδυνη που έχει βιώσει ο τόπος», δηλώνοντας πίστη πως στις επόμενες εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ θα είνα νικητής.
Από την πλευρά του ο υπουργός Ανάπτυξης Άδωνις Γεωργιάδης χαρακτήρισε τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ «άθλια υποκείμενα, ψεύτες, συκοφάντες και λασπολόγους», προκαλώντας τις αντιδράσεις της αντιπολίτευσης. Επίσης, υποστήριξε πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει το δικαίωμα να μιλά για θέματα Δικαιοσύνης.
Νωρίτερα, από το βήμα της Βουλής ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, Αλέξης Τσίπρας, μίλησε για «πρόταση δυσπιστίας στον αρχηγό του εγκληματικού δικτύου των υποκλοπών, τον εντολέα του παρακράτους, πλέον υπάρχουν αποδείξεις. Η Βουλή θα αποφασίσει: Με τη Δημοκρατία η με την εκτροπή;».
Ο επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης αποκάλυψε τα ονόματα όσων -με βάση τα στοιχεία που του έδωσε μετά από αίτημά του η ΑΔΑΕ- παρακολουθούσε η ΕΥΠ.
Σε αυτά περιλαμβάνονται: ο υπουργός Εργασίας Κωστής Χατζηδάκης, ο Α/ΓΕΕΘΑ Κωνσταντίνος Φλώρος, ο Αρχηγός ΓΕΣ Χαράλαμπος Λαλούσης, ο πρώην Σύμβουλος Ασφάλειας Αλέξανδρος Διακόπουλος, οι επικεφαλής (πρώην και νυν) της Γενικής Διεύθυνσης Εξοπλισμών Αριστείδης Λάγιος και Θόδωρος Αλεξόπουλος.
«Αυτά είναι τα στοιχεία της ΑΔΑΕ για τις παρακολουθήσεις»
«Σήμερα θα μιλήσουμε στη βάση των αποδείξεων» είπε χαρακτηριστικά ο Αλέξης Τσίπρας και συνέχισε λέγοντας: «Όσοι λοιπόν αναρωτήθηκαν τι περιείχε ο φάκελος που κρατούσα όταν έβγαινα χθες από τα γραφεία της ΑΔΑΕ, μετά τη συνάντηση με τον πρόεδρό της, τον κύριο Ράμμο, ήρθε η ώρα να τους λύσω την απορία. Ο φάκελος περιείχε τα αποτελέσματα της έρευνας της ΑΔΑΕ, μετά από αίτημα που κατέθεσα στις 7/12 και εμπλούτισα κατόπιν γραπτού αιτήματος της αρχής, με μεταγενέστερο αίτημά μου στις 28/12. Ο φάκελος λοιπόν περιέχει τα παράνομα έργα του σκοτεινού παρακράτους που έστησε ο κύριος Μητσοτάκης. Το ξεγύμνωμα του παρακράτους από την πιο αρμόδια αρχή του κράτους. Περιέχει το σκοτάδι που έχουμε υποχρέωση, όλες οι δυνάμεις της δημοκρατίας, να διαλύσουμε. Στις 28/12 λοιπόν, και ενώ ήταν γνωστό ότι στα αρχεία των παρόχων η ανεξάρτητη αρχή είχε ήδη βρει ευρήματα επισυνδέσεων της ΕΥΠ, πέραν του κου Ανδρουλάκη και Κουκάκη, και για τα τηλέφωνα του ευρωβουλευτή Κύρτσου και του δημοσιογράφου Τέλογλου, ζήτησα επισήμως να διεξαχθεί έλεγχος από την Αρχή, ώστε να διελευκάνει αν ετέθει πράγματι σε επισύνδεση, ο υπουργός εργασίας κος Χατζηδάκης, ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ κος Φλώρος, ο Αρχηγός ΓΕΣ κος Λαλούσης, ο πρώην Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας κος Διακόπουλος ο πρωήν και ο νυν επικεφαλής της Γενικής Διιεύθυνσης εξοπλισμών κοι Λάγιος και Αλεξόπουλος. Και η απάντηση που επισήμως έλαβα, ήταν έξι στα έξι. Για όλους ευρέθησαν επισυνδέσεις της ΕΥΠ του κ. Μητσοτάκη» είπε ο Αλέξης Τσίπρας.
Και συνέχισε δίνοντας περισσότερες λεπτομέρειες για τις επισυνδέσεις: «Για τον υπουργό του, τον στόχο της ΕΥΠ C5046, και κατά κόσμον Κωστή Χατζηδάκη τα ευρήματα αφορούν διατάξεις που εκδόθηκαν από τον Νοέμβρη του 2020 εως τον Μάη του 2021. Δηλαδή τον κο Χατζηδάκη τον παρακολουθούσε η ΕΥΠ του κου Μητσοτάκη επι 8 συνεχόμενους μήνες. Με διατάξεις που αρμόδια εισαγγελέας της ΕΥΠ υπέγραφε ανα δυο μήνες.
Που σημαίνει ότι υπέγραψε τουλάχιστον τέσσερις διατάξεις παρακολούθησης του τότε υπουργού ενέργειας και σήεμρα εργασίας. Για τους δε στρατιωτικούς οι διατάξεις ξεκινούν από τον Ιούλιο του 2020 εως τον Μάιο του 2022. Με δυο λόγια η ΕΥΠ Μητσοτάκη άκουγε τους αρχηγούς του στρατεύματος, τον Σύμβουλο Ασφαλείας και τους επικεφαλείς της Γενικής Διεύθυνσης Εξοπλισμών, για δύο περίπου χρόνια. Που σημαίνει ότι η αρμόδια εισαγγελέας έχει υπογράψει δεκάδες διατάξεις για τη παρακολούθηση αξιωματικών των ενόπλων δυνάμεων ακόμη και των δύο αρχηγών. Και το κρίσιμο ερώτημα είναι: Ποιος ο λόγος εθνικής ασφάλειας για να παρακολουθούνται οι ταγοί της εθνικής μας ασφάλειας ; Ποιος ο λόγος εθνικής ασφάλειας για να παρακολουθείται ο υπουργός Ενέργειας τότε; Ήταν οι αρχηγοί του στρατεύματος επικίνδυνοι για την εθνική ασφάλεια; Ύποπτοι για κατασκοπία;».
Ο Αλέξης Τσίπρας διερωτήθηκε εάν η εισαγγελέας Βλάχου είναι μέρος του «ρυπαρού δικτύου» και αν ναι γιατί βρίσκεται ακόμα στη θέση της Τόνισε μάλιστα ότι παραμένει στη θέση της με «επιμονή Μητσοτάκη». Προφανώς γιατί είναι όντως μέρος του ρυπαρού δικτύου και την προστατεύει ο επικεφαλής του, ο ίδιος ο αρχηγός της χώρας, σημείωσε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
«Ο πρωθυπουργός οργάνωσε το ρυπαρό δίκτυο»
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ σημείωσε ότι οι τύχες της χώρας βρίσκονται στα χέρια μιας κυβέρνησης «όχι μόνο ανίκανης, προσκολλημένης σε ιδιοτέλειες και συμφέροντα, αλλά και βαθιά αντιδημοκρατικής. Και ενός πρωθυπουργού που γράφει το χρονικό μιας προαναγγελθείσας αποστασίας από τους κανόνες της δημοκρατίας».
Τόνισε ότι «κανείς και καμιά δεν δικαιούται να κλείνει τα μάτια γιατί αυτό που συμβαίνει δεν αφορά μόνο κάποιους έγκριτους συνταγματολόγους αλλά αφορά τη ζωή των ανθρώπων».
Σημείωσε ότι «η ελληνική κοινωνία ζει εδώ και έξι μήνες στη δίνη των αποκαλύψεων για ασύλληπτο αριθμό υποκλοπών. Στη δίνη της πιο εκτεταμένης και βαθιάς εκτροπής από τους κανόνες δικαίου που είδε η χώρα μετά το 1974».
Πρόσθεσε ότι «δημοσιογράφοι, ευρωβουλευτές, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛΛ., υπουργοί, επιχειρηματίες, στελέχη των ενόπλων μας δυνάμεων, έχουν ταπεινωθεί, σε “στόχους” κι έγιναν βορά ενός παράνομου, πράγματι ρυπαρού δικτύου. Ενός εγκληματικού δικτύου, θα έλεγα εγώ. Που είχε όμως έδρα το ίδιο το Μέγαρο Μαξίμου. Και συντονιστή τον ίδιο τον πρωθυπουργό».
Ο κ. Τσίπρας επεσήμανε ότι ο πρωθυπουργός «οργάνωσε αυτό το δίκτυο προκειμένου να έχει στο χέρι, όχι μόνο χρήσιμες πληροφορίες για τους πολιτικούς του αντιπάλους, τους πολιτικούς του φίλους, τους οικονομικούς παράγοντες του τόπου, τη στρατιωτική ηγεσία, τους δημοσιογράφους, τους αξιωματικούς του στρατεύματος. Αλλά και για να τους έχει στο χέρι τους ίδιους, να τους εκβιάζει. Να γνωρίζει τις σκέψεις, τις επιδιώξεις, τις αδυναμίες τους».
Πρόσθεσε ότι «το δίκτυο αυτό το οργάνωσε με πολύ σοβαρό σχεδασμό από τη πρώτη στιγμή που ανέλαβε τη διακυβέρνηση του τόπου».
Πρόταση δυσπιστίας: Ποια η διαδικασία
Η διαδικασία της πρότασης μομφής περιγράφεται κυρίως στο άρθρο 84 του Συντάγματος και με πιο αναλυτικό τρόπο στο άρθρο 142 του Κανονισμού της Βουλής.
Βάσει του άρθρου 84 του Συντάγματος η πρόταση δυσπιστίας, όπως είναι άλλωστε ο επίσημος όρος, πρέπει να είναι υπογεγραμμένη από τουλάχιστον το 1/6 των μελών του Κοινοβουλίου, δηλαδή 50 βουλευτές.
Δεδομένου ότι η υποβολή πρότασης μομφής αποτελεί το ισχυρότερο, αλλά και το έσχατο μέσο κοινοβουλευτικού ελέγχου, προβλέπεται χρονικός περιορισμός στην άσκησή του προκείμενου να αποφεύγεται κατάχρηση που θα μπορούσε να παρακωλύει το κυβερνητικό έργο. Έτσι, η πρόταση μομφής πρέπει να έχει χρονική απόσταση τουλάχιστον 6 μηνών από την προηγούμενη απορριπτέα, εκτός κι αν είναι υπογραμμένη από την πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών.
Σε περίπτωση κατάθεσης πρότασης μομφής η Βουλή διακόπτει τις εργασίες της για δύο μέρες – εκτός κι αν η κυβέρνηση ζητήσει να ξεκινήσει αμέσως η συζήτηση – και τελειώνει το αργότερο τη δωδέκατη νυκτερινή της τρίτης ημέρας από την έναρξή της με ονομαστική ψηφοφορία.
Το άρθρο 142 του Κανονισμού της Βουλής προβλέπει ότι η πρόταση δυσπιστίας υποβάλλεται στον Πρόεδρο της Βουλής σε δημόσια συνεδρίαση, ενώ η συζήτηση ξεκινά με την ομιλία δύο τουλάχιστον βουλευτών από εκείνους που την υπέγραψαν. Παράλληλα, μέχρι το τέλος της ομιλίας των δύο βουλευτών, συντάσσεται ο πλήρης κατάλογος των ομιλητών που θα τοποθετηθούν ενώπιον της Ολομέλειας.
Προκειμένου να γίνει δεκτή η πρόταση μομφής εναντίον της κυβέρνησης εν συνόλω ή κατά κάποιου μέλους, θα πρέπει να έχει υπερψηφιστεί από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (151 βουλευτές).
Το άρθρο 84 της Βουλής αναφέρει χαρακτηριστικά:
1. H Κυβέρνηση οφείλει να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την ορκωμοσία του Πρωθυπουργού, η Κυβέρνηση υποχρεούται να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής και μπορεί να τη ζητεί και οποτεδήποτε άλλοτε. H Βουλή, αν έχουν διακοπεί οι εργασίες της κατά τον σχηματισμό της Κυβέρνησης, καλείται μέσα σε δεκαπέντε ημέρες να αποφανθεί για την πρόταση εμπιστοσύνης.
2. H Βουλή μπορεί με απόφασή της να αποσύρει την εμπιστοσύνη της από την Κυβέρνηση ή από μέλος της. Πρόταση δυσπιστίας μπορεί να υποβληθεί μόνο μετά την πάροδο εξαμήνου αφότου η Βουλή απέρριψε πρόταση δυσπιστίας. H πρόταση δυσπιστίας πρέπει να είναι υπογραμμένη από το ένα έκτο τουλάχιστον των βουλευτών και να περιλαμβάνει σαφώς τα θέματα για τα οποία θα διεξαχθεί η συζήτηση.
3. Kατ’ εξαίρεση μπορεί να υποβληθεί πρόταση δυσπιστίας και πριν από την πάροδο εξαμήνου, αν είναι υπογραμμένη από την πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών.
4. H συζήτηση για την πρόταση εμπιστοσύνης ή δυσπιστίας αρχίζει μετά δύο ημέρες από την υποβολή της σχετικής πρότασης, εκτός αν η Κυβέρνηση, σε περίπτωση πρότασης δυσπιστίας, ζητήσει να αρχίσει αμέσως η συζήτηση, η οποία δεν μπορεί να παραταθεί πέρα από τρεις ημέρες από την έναρξή της.
5. H ψηφοφορία για την πρόταση εμπιστοσύνης ή δυσπιστίας διεξάγεται αμέσως μόλις τελειώσει η συζήτηση, μπορεί όμως να αναβληθεί για σαράντα οκτώ ώρες, αν το ζητήσει η Κυβέρνηση.
6. Πρόταση εμπιστοσύνης δεν μπορεί να γίνει δεκτή, αν δεν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, η οποία όμως δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερη από τα δύο πέμπτα του όλου αριθμού των βουλευτών. Πρόταση δυσπιστίας γίνεται δεκτή, μόνο αν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών.
7. Κατά την ψηφοφορία για τις πιο πάνω προτάσεις ψηφίζουν οι Υπουργοί και Υφυπουργοί που είναι μέλη της Βουλής.
Το άρθρο 142 του Κανονισμού της Βουλής αναφέρει χαρακτηριστικά:
1. H Βουλή μπορεί με απόφασή της να αποσύρει την εμπιστοσύνη της από την Κυβέρνηση ή από μέλος της ύστερα από πρόταση δυσπιστίας. H πρόταση δυσπιστίας πρέπει να είναι υπογραμμένη από το ένα έκτο (1/6) τουλάχιστον των Βουλευτών και να περιλαμβάνει σαφώς τα θέματα για τα οποία θα διεξαχθεί η συζήτηση.
2. H πρόταση δυσπιστίας υποβάλλεται στον Πρόεδρο σε δημόσια συνεδρίαση της Βουλής.
3. Αν διαπιστωθεί ότι η πρόταση υπογράφεται από τον ελάχιστο απαιτούμενο αριθμό Βουλευτών, η Βουλή διακόπτει τις εργασίες της για δυο ημέρες, εκτός αν η Κυβέρνηση ζητήσει να αρχίσει αμέσως η συζήτηση για την πρόταση δυσπιστίας.
4. Με την επιφύλαξη της ευχέρειας που παρέχει η προηγουμένη παράγραφος στην Κυβέρνηση, η συζήτηση για την πρόταση δυσπιστίας αρχίζει δυο ημέρες μετά την υποβολή της και τελειώνει το αργότερο τη δωδέκατη νυκτερινή της τρίτης ημέρας από την έναρξή της με ονομαστική ψηφοφορία, που διεξάγεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του προηγουμένου άρθρου.
5. H συζήτηση αρχίζει με την ομιλία δυο Βουλευτών από εκείνους που υπογράφουν την πρόταση δυσπιστίας και ορίζονται με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 91 παρ. 5. H εγγραφή των άλλων ομιλητών γίνεται έως το τέλος της ομιλίας των δυο Βουλευτών του προηγουμένου εδαφίου. Κατά τα λοιπά η συζήτηση και η ψηφοφορία διεξάγονται σύμφωνα με τις παραγράφους 3 έως 5 του προηγουμένου άρθρου.
6. Πρόταση δυσπιστίας δεν μπορεί να υποβληθεί πριν περάσει εξάμηνο από την απόρριψη προηγουμένης όμοιας πρότασης, εκτός αν υπογράφεται από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των Βουλευτών.
7. Πρόταση δυσπιστίας γίνεται δεκτή μόνο αν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των Βουλευτών.
Ψήφος Εμπιστοσύνης
Η διαδικασία της ψήφου εμπιστοσύνης, ή πρότασης εμπιστοσύνης όπως είναι το ορθότερο περιγράφεται, επίσης, στο άρθρο 84 του Συντάγματος και με πιο αναλυτικό τρόπο στο άρθρο 141 του Κανονισμού της Βουλής.
Στην πραγματικότητα ψήφος εμπιστοσύνης ονομάζεται η ψηφοφορία που προτείνεται από μια κυβέρνηση στο νομοθετικό σώμα για να καταγραφεί η εμπιστοσύνη των αντιπροσώπων προς την κυβέρνηση. Η πρόταση ψηφίζεται ή απορρίπτεται με κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Σε περίπτωση μη κύρωσης της ψήφου η κυβέρνηση παραιτείται ή, αν δεν παραιτηθεί, ο αρχηγός του κράτους (σε κοινοβουλευτικά και προεδρικά συστήματα είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας) διαλύει το κοινοβούλιο και προκηρύσσει εκλογές.
Η ψήφος εμπιστοσύνης μπορεί να προταθεί από την κυβέρνηση συλλογικά ή για οποιοδήποτε μέλος της, συμπεριλαμβανομένου του Πρωθυπουργού.
Συνήθης λόγος για ψήφο εμπιστοσύνης είναι για να πάρει η κυβέρνηση τη συγκατάθεση του κοινοβουλίου για την ολοκλήρωση σημαντικών κοινοβουλευτικών έργων. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για να ενώσει ένα διαιρεμένο κόμμα ή κυβέρνηση, δημιουργώντας μια αίσθηση «ενότητας για όλους», δημιουργώντας έτσι δίαυλο επικοινωνίας κυβέρνησης και αντιπολίτευσης.
Όπως και στην περίπτωση της πρότασης μομφής δεν μπορεί η συζήτηση να παραταθεί περισσότερο από τρεις ημέρες από την έναρξή της.
Το άρθρο 141 του Κανονισμού της Βουλής αναφέρει χαρακτηριστικά:
1. H Κυβέρνηση οφείλει μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την ορκωμοσία του Πρωθυπουργού να εμφανιστεί στη Βουλή και να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης μετά τη συζήτηση των προγραμματικών της δηλώσεων. Αν έχουν διακοπεί οι εργασίες της Βουλής, εφαρμόζεται το άρθρο 84 παρ. 1 του Συντάγματος.
2. O Πρόεδρος της Βουλής, ύστερα από συνεννόηση με την Κυβέρνηση, ορίζει την ημέρα που θα αρχίσει η συζήτηση για τις προγραμματικές δηλώσεις και την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης.
3. H ανάγνωση των προγραμματικών δηλώσεων της Κυβέρνησης και η πρόταση εμπιστοσύνης εγγράφονται σε ειδική ημερήσια διάταξη. H συζήτηση διεξάγεται σύμφωνα με τα άρθρα 96 παρ. 2 και 97, που έχουν ανάλογη εφαρμογή, και δεν μπορεί να παραταθεί περισσότερο από τρεις ημέρες από την έναρξή της. H εγγραφή ομιλητών γίνεται μετά την ανάγνωση των προγραμματικών δηλώσεων και έως το τέλος της ομιλίας του τρίτου εγγεγραμμένου αγορητή. H ψηφοφορία για την πρόταση εμπιστοσύνης διεξάγεται αμέσως μόλις τελειώσει η συζήτηση επί των προγραμματικών δηλώσεων και το αργότερο τη δωδέκατη νυκτερινή ώρα της τρίτης ημέρας από την έναρξη της συζήτησης, εκτός αν η Κυβέρνηση ζητήσει να αναβληθεί η ψηφοφορία για σαράντα οχτώ ώρες.
4. H Κυβέρνηση μπορεί και οποτεδήποτε άλλοτε να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής με γραπτή ή προφορική δήλωση του Πρωθυπουργού στην Βουλή. Στην περίπτωση αυτήν η πρόταση εμπιστοσύνης εγγράφεται επίσης σε ειδική ημερήσια διάταξη. H συζήτηση αρχίζει μετά δυο ημέρες από την υποβολή της και τερματίζεται με ψηφοφορία σύμφωνα με την προηγουμένη παράγραφο.
5. H ψηφοφορία για τις προτάσεις εμπιστοσύνης των προηγουμένων παραγράφων είναι πάντοτε ονομαστική. Kατ’ αυτήν ψηφίζουν και οι Υπουργοί και Υφυπουργοί, αν είναι μέλη της Βουλής.
6. H Κυβέρνηση απολαύει της εμπιστοσύνης της Βουλής αν οι προτάσεις των προηγούμενων παραγράφων εγκριθούν από την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων Βουλευτών, η οποία όμως δεν επιτρέπεται να είναι μικρότερη από τα δύο πέμπτα (2/5) του όλου αριθμού των Βουλευτών.