Η περιέργεια και η αναγκαιότητα της πρόβλεψης έχουν καταστήσει τις πυκνές προεκλογικές έρευνες κοινής γνώμης μια παγιωμένη κανονικότητα του πολιτικού σκηνικού.
Του Μιχάλη Σπουρδαλάκη*
Με το τέλος των εκλογών η περιέργεια αυτή, πολιτική αλλά και επιστημονική συνήθως παγώνει, ως εάν η πολιτική αντιπαράθεση να σταματά την αέναη σχέση της με την κοινωνία. Το βιβλίο που αποτελεί την αφορμή για αυτό το σημείωμα αποτελεί εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα. Το βιβλίο που επιμελήθηκαν οι καθηγήτριες/ης Β. Αρνανίτου, Β. Γεωργιάδου, Μ. Τσατσάνης, [Η εκλογική συμπεριφορά των Ελλήνων. Ανάμεσα στα Μνημόνια και την πανδημία, Αθήνα, Gutenberg] στηρίζεται σε μια καλο-οργανωμένη και μεγάλη μετεκλογική έρευνα της Prorata σε συνεργασία με το κέντρο πολιτικών ερευνών του Παντείου, προσπαθεί να ανιχνεύσει το πως οι «στάσεις, αντιλήψεις, οι στοιχίσεις και αποστοιχίσεις» έχουν επηρεάσει την διάταξη, τις σχέσεις και την δυναμική των πολιτικών δυνάμεων μετά τις πρώτες μεταμνημονιακές. Με δεδομένο ότι οι βασικές παράμετροι που επηρεάζουν κάθε εκλογική αναμέτρηση συγκροτούνται πολύ πριν τις εκλογές, ο εν λόγω τόμος, που αποτελείται από εξαιρετικά άρθρα έμπειρων και νεότερων ερευνητών, πανεπιστημιακών και μη, αποτελεί ένα ιδιαίτερα χρήσιμο εργαλείο εν όψει των επικείμενων εκλογών.
Στο σύντομο αυτό σημείωμα δεν είναι δυνατόν να παρουσιάσει κανείς το σύνολο της εξαιρετικής, ευρηματικής και τεκμηριωμένης δουλειάς. Ωστόσο, πολύ επιγραμματικά θα πρέπει να πούμε ότι καλύπτει το σύνολο των γενικών ερωτημάτων που προέκυψαν αμέσως μετά τις εκλογές του 2019 και εξακολουθούν να μας απασχολούν σήμερα.
Πιο συγκεκριμένα ο τόμος περιλαμβάνει: α) Αναλύσεις για τις συνέχειες και ασυνέχειες του κομματικού συστήματος καθώς και για το βαθμό σταθεροποίησής του στις μεταμνημονιακές συνθήκες και στο πλαίσιο που διαμόρφωσε η πανδημία.
β) Μια ενδιαφέρουσα επεξεργασία των δεδομένων της έρευνας που προσφέρει την ανάλυση της σχέσης ανάμεσα στο πολιτικό ενδιαφέρον, την πολιτική επάρκεια και την πολιτική συμμετοχή
γ) Μια συγκριτική ανάλυση για τα καυτά ζητήματα της εκλογικής συμπεριφοράς της μεσαίας τάξης και της συγκρότησης και δυναμικής του λεγόμενου «αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου» και
δ) Ιδιαίτερα κεφάλαια για την κατάσταση και την δυναμική των επί μέρους πολιτικών δυνάμεων: για τη νέα ΝΔ που επανήλθε στην εξουσία μετά μακρύ χρόνο στην αντιπολίτευση, τις δυνάμεις και τις σχέσεις της ριζοσπαστικής και την δυναμική των σχέσεων μεταξύ τους, για την ελλοχεύουσα δυναμική της άκρας δεξιάς και για την στρατηγική του ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ ιδιαίτερα υπό την νέο-εκλεγμένη ηγεσία του.
Όπως ήδη είπαμε πιο πάνω, δεν είναι δυνατόν να αναφέρει κανείς έστω και επιλεκτικά τα πολλαπλά ευρήματα και τις διεισδυτικές παρατηρήσεις που περιλαμβάνουν τα άρθρα αυτού του τόμου. Ωστόσο, αν κανείς έπρεπε να αναδείξει ένα σημαντικό γενικό συμπέρασμα αυτό θα ήταν ότι η κρίση εκπροσώπησης που με διαφορετικές εκφάνσεις, ένταση και συνέπειες χαρακτηρίζει το ελληνικό πολιτικό σύστημα σχεδόν από τις αρχές του αιώνα είναι παρούσα όσο ποτέ. Φυσικά το περιεχόμενό της και τα πεδία που ανιχνεύεται είναι διαφορετικά από την προ ή μετά την περίοδο του Μνημονίου.
Πιο συγκεκριμένα η κρίση εκπροσώπησης σήμερα εκδηλώνεται από: α) την αστάθεια του κομματικού συστήματος και στον εύθραυστο χαρακτήρα του υπό διαμόρφωση διαφαινόμενου δικομματισμού, β) το πολιτικό απόθεμα που φαίνεται να διαθέτουν οι δυνάμεις της ακροδεξιάς, γ) την πρόβλεψη ότι παρά την πόλωση οι αναμενόμενες εκλογές θα οδηγήσουν σε επτακομματική Βουλή, δ) την ένταση του εσωκομματικού κερματισμού που παρουσιάζουν όλα σχεδόν τα κοινοβουλευτικά κόμματα, και ε) την ένταση φαινομένων που ενθαρρύνουν την πολιτική αδιαφορία και αποθαρρύνουν την συμμετοχή.
Σε συνέχεια των παραπάνω, φαίνεται ότι μια σειρά από παράγοντες μεγεθύνουν χωρίς αμφιβολία στην αποχή των πολιτών από τα κοινά και φυσικά από την εκλογική διαδικασία. Πρόκειται για τις σοβαρές πιέσεις που δέχεται το πολιτικό σύστημα και οι πολιτικές δυνάμεις από εξωθεσμικούς παράγοντες (ΜΜΕ και επιχειρηματικά συμφέροντα) καθώς και από τις οδηγίες των θεσμών της ΕΕ να υιοθετούν μετριοπαθείς πολιτικές και πάντως αναντίστοιχες των κοινωνικών αναγκών, που η κληρονομιά των μνημονίων και η πανδημία επέτεινε. Επί πλέον σε αυτή την διαδικασία συμβάλλει και μια συστηματική ιδεολογική αντιμετώπιση κάθε κοινωνικού αιτήματος που η ένταξή του στον «αστερισμό του λαϊκισμού» ουσιαστικά οδηγούν στον a priori αποκλεισμό κάθε ουσιαστικής πολιτικής συζήτησης. Οι λόγοι αυτοί σε συνδυασμό με την μη ελκυστικότητα των οργανώσεων και των θεσμών κοινωνικής και πολιτικής εκπροσώπησης ουσιαστικά συμβάλλουν σε ένα αντιπολιτικό κλίμα κι έτσι ενδυναμώνουν περαιτέρω τον κίνδυνο της αποχής. Η αποχή δεν αποτελεί μια ατομική επιλογή που ανάγεται σε ιδιοσυγκρασιακά ψυχολογικά ή άλλα χαρακτηριστικά του ατόμου. Αντίθετα αποτελεί διάσταση και αιτία αλλά και αποτέλεσμα της πολυδιάστατης κρίσης εκπροσώπησης, που τα φαινόμενα που την συνοδεύουν (λχ αποχή, κυνισμός, κοινωνικός αποκλεισμός κλπ) οδηγούν σε κρίση δημοκρατίας. Μια κρίση που εν τοις πράγμασι, τείνει να υπονομεύει, αργά αλλά σταθερά τα τυπικά χαρακτηριστικά ή και τις προϋποθέσεις της λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Αν τα παραπάνω γενικά συμπεράσματα για την συνεχιζόμενη κρίση εκπροσώπησης και την συναφή αντιπολιτική στάση της αποχής έχουν δόση αλήθειας, τότε προκύπτουν κάποιες υποχρεώσεις. Ιδιαίτερα μάλιστα για εκείνες τις πολιτικές και κομματικές δυνάμεις που ενδιαφέρονται για την δημοκρατική συμμετοχή των πολιτών όχι μόνο στην εκλογική διαδικασία αλλά και γενικά στα κοινά.
Τα παραπάνω συμπεράσματα ανάμεσα σε άλλα που τα στοιχεία της τεκμηρίωσης υπογραμμίζουν, η χρησιμότητα του τόμου όχι μόνο ακαδημαϊκά αλλά και πολιτικά. Φυσικά αυτό δεν είναι πρώτιστο μέλημα των δυνάμενων που ορίζουν ή καλύτερα περιορίζουν την δημοκρατία στα διαδικαστικά της όρια. Αφορά κυρίως τις δυνάμεις της αριστεράς και κυρίως εκείνες της ριζοσπαστικής αριστεράς που επιδιώκουν να ανοίξουν νέους δρόμους πολιτικής και κοινωνικής διευθέτησης αξιοποιώντας την εμπειρία αλλά και τα αδιέξοδα της υπό διάλυση σοσιαλδημοκρατίας («πασοκοποίηση»), της πολυσχιδούς κομμουνιστικής παράδοσης, όσο και των ορίων μονοθεματικών κοινωνικών κινημάτων.
Οι δυνάμεις λοιπόν αυτές που αντιπαλεύουν ουσιαστικά και όχι μόνο συγκυριακά εκλογικά θα ουσιαστικά την κρίση εκπροσώπησης και την αποχή θα κάνουν ένα αποφασιστικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση αν:
α) οι μεταρρυθμίσεις που περιλαμβάνει το πρόγραμμά τους δεν θα αποτελούν έναν εσμό διορθωτικών αλλαγών στο δεδομένο πλαίσιο αλλά πέρα από υπερβολική μετριοπάθεια και καθωσπρεπισμό θα συγκροτούν ένα σύνολο μεταρρυθμιστικού πλαισίου που θα προεικάζει ένα διαφορετική κοινωνική και πολιτική διευθέτηση και μέλλον. Η αναγκαιότητα του «συγκεκριμένου» θα πρέπει να είναι δεδομένη, ωστόσο αυτή δεν μπορεί να συμβάλει στη αφήγημα ότι «όλοι το ίδιο είναι». Για παράδειγμα, όσο απτό και χρήσιμο είναι η καταγγελία των παραβιάσεων του κράτους δικαίου και των δικαιωμάτων αυτό δεν μπορεί να αναδειχθεί σε κινητήρια πολιτική και κοινωνική δύναμη αν δεν γειωθεί στο κοινωνικό ζήτημα.
β) οι οργανωτικές και διοικητικές προτάσεις που ρητά ή υπαινικτικά ακολουθούν πάντα κάθε προγραμματικό λόγο περιέχει διαδικασίες συμμετοχικές και συλλογικές και μακριά από την λογική της ανάθεσης και του μεταμοντέρνου ατομικισμού. Ενώ ο κομματικός φορέας δημιουργεί διαδικασίες συμμετοχής που είναι ουσιαστικές καθώς δίνουν την δυνατότητα στους συμμετέχοντες να συμβάλουν στην διαμόρφωση του προγραμματικού λόγου και της αντιστοιχούσας πολιτικής στρατηγικής, και γ) τα πρόσωπα του πολιτικού προσωπικό δεν θυμίζουν το παλαιό δικομματικό σύστημα διακυβέρνησης που ουσιαστικά ήταν η γενεσιουργός αιτία της κρίσης εκπροσώπησης και της γενικευμένης τάσης επιφύλαξης ή /και απομάκρυνσης των πολιτών από τα κοινά. Φυσικά τα πράγματα είναι χειρότερα όταν αυτό το προσωπικό εμπλέκετο με άμεσο τρόπο σε αυτό.
Ο σημαντικός όσο και πρωτότυπος αυτός τόμος περιλαμβάνει πολύ περισσότερα χρήσιμα συμπεράσματα από αυτά που επιγραμματικά έθιξα. Γι’ αυτό τόσο η ανάγκη της ανάλυσης όψεων της πολιτικής μας ζωής, που συχνά παραμελούνται, όσο και η συγκυρία των εκλογικών αναμετρήσεων που αναμένονται τη χρονιά που μόλις ξεκίνησε απαιτούν την προσεκτική μελέτη του.
* Καθηγητής, Κοσμήτωρ, Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών στο ΕΚΠΑ