Η συζήτηση στην ελληνική Βουλή για την πρόταση δυσπιστίας διήρκησε 34 ώρες. Μίλησαν 126 βουλευτές, έξι κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι, 22 υπουργοί, αναπληρωτές υπουργοί και υφυπουργοί, ένας πρώην πρωθυπουργός (Γιώργος Παπανδρέου), μία πρώην γραμματέας ΚΟ (Αλέκα Παπαρήγα) ένας πρώην πρόεδρος της Βουλής (Νίκος Βούτσης), ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Παναγιώτης Πικραμένος και οι πολιτικοί αρχηγοί.
Αλήθεια, αν ο ιστορικός του μέλλοντος ήθελε να καταγράψει τη «συζήτηση», τι υλικό θα χρησιμοποιούσε; Σε πόσες από αυτές τις, συνολικά, 157 ομιλίες και παρεμβάσεις κοινοβουλευτικών ανδρών και γυναικών θα αναφερόταν; Πόσες θα αποθησαύριζε ως αναφορές και παραπομπές;
Σε εκείνες των πολιτικών αρχηγών, υποχρεωτικά. Κάποιων κοινοβουλευτικών εκπροσώπων και 4-5 υπουργών, αναγκαστικά. Ισως και σε εκείνες καμιά δεκαριά βουλευτών από όλα τα κόμματα. Βαριά, βαριά σε 30 με 35 ομιλίες από τις 157. Πέραν αυτών το απόλυτο… κενό. «Κασετόφωνα» που επαναλάμβαναν ξανά και ξανά το ίδιο non-paper με μικρές παραλλαγές και ελάχιστες προσθήκες, ίσα-ίσα για να μην πολυφαίνεται το copy-paste. Σαν πλάσματα της οργουελιανής δυστοπίας. Υλικό όχι απλώς άχρηστο για τον ιστορικό του μέλλοντος αλλά ούτε καν άξιο να παραμείνει σε κάποια πρακτικά. Τζάμπα το μελάνι και το χαρτί, υλικά ή ψηφιακά…
Ακόμη και το πολυσυζητημένο, τον τελευταίο καιρό, ChatGPT θα τα κατάφερνε να γράψει μία πολιτική ομιλία από τον μέσο έλληνα βουλευτή…
Να το πάμε όμως και παρακάτω; Πόσες από αυτές τις 157 ομιλίες ήταν γραπτές και πόσες «από στήθους» όπως ορίζει ο κανονισμός της Βουλής;
Πρόκειται για το άρθρο 66 παράγραφος 6 του Κανονισμού, ο οποίος αναφέρει επί λέξει: «Οι γραπτοί λόγοι δεν επιτρέπονται, εκτός αν πρόκειται για προγραμματικές ή άλλες δηλώσεις της Κυβέρνησης, τις απαντήσεις σ’ αυτές και τις πρωτολογίες εισηγητών, ειδικών αγορητών, των αρμόδιων Υπουργών και των Προέδρων των Κοινοβουλευτικών Ομάδων ή των αναπληρωτών τους στη συζήτηση επί της αρχής νομοσχεδίου ή πρότασης νόμου. Επιτρέπεται όμως η χρήση σημειώσεων για υπόμνηση ή επισήμανση ειδικών θεμάτων και ιδίως στις συζητήσεις για τον προϋπολογισμό».
Πόσοι πρόεδροι ή αντιπρόεδροι της Βουλής έχουν ζητήσει την τήρηση του παραπάνω άρθρου που σκοπό έχει να αποτραπεί το φαινόμενο των προκατασκευασμένων από τρίτους ομιλιών; Πόσοι κατέβασαν από το βήμα ομιλητή που το παραβίασε;
Κανένας δεν το αποτόλμησε ποτέ να προστατέψει, έστω, αυτούς τους ανθρώπους από την αναξιοπρέπεια και τον εξευτελισμό. Διότι έτσι να αναδεικνυόταν η ανικανότητα της πλειοψηφίας να βάλει πέντε λέξεις στη σειρά, να τις αποστηθίσει και να τις εκφωνήσει ενώπιον τους σώματος του κοινοβουλίου. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα υπουργού, προχθές, που δεν σήκωσε καν τα μάτια της από το χαρτί. Ανέβηκε στον «πίνακα», το διάβασε, κατέβηκε.
Κι έτσι έχουμε το οικτρό φαινόμενο της επανάληψης του ίδιου πάνω-κάτω κειμένου που αναγιγνώσκεται από το βήμα ως κομματικό «μάντρα» ή έκθεση μαθητή της πρώτης δημοτικού.
Η εικόνα είναι αξιοθρήνητη. Άνθρωποι οι οποίοι εξελέγησαν ως εκπρόσωποι του ελληνικού λαού να εγγράφονται στους καταλόγους ομιλητών για να διαβάσουν -κάποιες φορές με μεγάλη δυσκολία- ένα κακογραμμένο κείμενο που δεν έχει τίποτα απολύτως να προσφέρει στη συζήτηση που διεξάγεται.
Είναι τραγικό άνθρωποι που λαμβάνουν 7.000 ευρώ ως μηνιαία βουλευτική αποζημίωση που πολλές φορές φτάνει και τα 9.000 ευρώ, ανάλογα με τη συμμετοχή τους σε επιτροπές, να μην μπορούν να συγγράψουν και να εκφωνήσουν πρωτότυπο και περιεκτικό λόγο. Να μην βρίσκουν έναν συνεργάτη που να μπορεί να τους γράψει ένα κείμενο της προκοπής. Οι ίδιοι άνθρωποι, όμως, ψηφίζουν νόμους για την Οικονομία, την Παιδεία, την Υγεία, την Εξωτερική πολιτική και την Άμυνα που επηρεάζουν άμεσα το παρόν και το μέλλον των πολιτών, της χώρας, της δημοκρατίας. Και βέβαια χειροκροτούν όρθιοι τους αρχηγούς των κομμάτων τους. Αυτό δε το τελευταίο είναι συχνά και ο μοναδικός λόγος για να παραμείνουν στα ψηφοδέλτια…
Προφανώς το πρόβλημα δεν αφορά απλώς και μόνο την κατάφορη παραβίαση του κανονισμού της Βουλής. Αφορά συνολικά το επίπεδο της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης και του πολιτικού προσωπικού. Γι αυτό και συνιστά μείζον πολιτικό πρόβλημα.
Ένα πρόβλημα που θα μπορούσε να επιλυθεί από δύο παράγοντες: από τις ηγεσίες των κομμάτων που επιλέγουν τους υποψηφίους τους και από τους ψηφοφόρους που επιλέγουν, δια του σταυρού, τους εκπροσώπους τους.
Δυστυχώς οι μικροπολιτικές σκοπιμότητες και οι επιλογές των πρώτων δεν αφήνουν πολλές ελπίδες.
Επαφίεται στους δεύτερους να ανανεώσουν το πολιτικό προσωπικό με ανθρώπους άξιους να τους εκπροσωπήσουν αρθρώνοντας το δικό τους πολιτικό λόγο, τη δική τους πολιτική βούληση ανεξάρτητα από τον πολιτικό τους χώρο ή κόμμα.
Διαφορετικά είμαστε άξιοι της μοίρας μας αλλά και του οικτρού θεάματος που προσέφερε η ελληνική βουλή κατά την πρόσφατη συζήτηση της πρότασης δυσπιστίας.