Άκουσα δύο τρεις βουλευτές του ΚΚΕ στη Βουλή, να αποδίδουν τις υποκλοπές, όχι μόνο στην ΝΔ, αλλά γενικότερα στην φύση του αστικού κράτους. Ο Δημήτρης Κουτσούμπας μάλιστα έκανε εκτενή αναφορά στις χώρες που γίνονται παρακολουθήσεις για νά αποδείξει ότι οι παρακολουθήσεις δεν είναι κάτι που συμβαίνει αποκλειστικά στην Ελλάδα, αλλά ένα ζήτημα συστημικό, εγγενές στη φύση του καπιταλισμού.
Του Χάρη Χεϊζάνογλου
Είπαν δηλαδή ότι εντός του καπιταλιστικού πλαισίου είναι ένα είδος νομοτέλειας οι υποκλοπές γιατί το αστικό κράτος, και προφανώς οι κυβερνήσεις του (Δεξιές, Κεντρώες, Αριστερές), θα καταλήξουν κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες πίεσης από οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα να κάνουν υποκλοπές, γιατί έτσι λειτουργεί ο καπιταλισμός και έτσι συμβαίνει στις αστικές δημοκρατίες και αυτό είναι νομοτέλεια.
Είμαι φυσικά ο τελευταίος που θα υπερασπιστεί τίς αστικές δημοκρατίες ή θα ισχυριστεί ότι δεν κουβαλάνε εγγενή προβλήματα. Και βεβαίως και το επιχείρημα το ακούω και την μηχανική την καταλαβαίνω. Αυτό που δεν κατανοώ είναι η λογική της νομοτέλειας.
Αυτό το μοντέλο συλλογιστικής, που ξεκινά από το προκαταβολικό συμπέρασμα ότι κάθε πρόβλημα εντός της αστικής δημοκρατίας είναι εγγενώς συστημικό και συνδέεται με τον καπιταλισμό, και μετά ψάχνει τρόπο να το επιβεβαιώσει μέσα από ένα σύστημα συνεπαγωγών για να το βαφτίσει και να το υπερασπιστεί τελικά ως αναπόφευκτη νομοτέλεια δεν το κατάλαβα ποτέ και το θεωρώ και εξαιρετικά προβληματικό.
Προβληματικό, όχι γιατί αποκλείεται τα συμπεράσματά του να ισχύουν σε κάποιες περιπτώσεις, ενδεχομένως πολλές, αλλά γιατί διεκδικεί να ισχύουν πάντα και σε όλες τις περιπτώσεις, και κυρίως γιατί διεκδικεί ντετερμινιστικά το αναπόδραστο από αυτές, με έναν τρόπο που είναι περισσότερο πιθανό να οδηγήσει στην αδράνεια παρά τελικά σε κάποια προσπάθεια αλλαγής ή και ρήξης.
Πρακτικά η πεποίθηση, και το αφήγημα που την ακολουθεί, είναι ότι στον καπιταλισμό, όχι απλά κάποια πράγματα αλλά όλα τα πράγματα, γίνονται όπως γίνονται ακριβώς λόγω του καπιταλισμού, και ότι με καπιταλισμό δεν μπορείς ούτε να τα εμποδίσεις ούτε να περιμένεις ότι μπορείς να έχεις τίποτα άλλο… και ότι αν τελικά διεκδικείς να έχεις κάτι άλλο μέσα στον καπιταλισμό, τότε είτε έχεις προκαταβολικά χάσει, είτε είσαι καταδικασμένος να γίνεις ένα με το σύστημα και να το ξεπλένεις.
Βεβαίως σε πολλές περιπτώσεις είναι πράγματι έτσι, είναι όμως σε όλες και για όλα; Δηλαδή το εργατικό κίνημα δεν κέρδισε ποτέ τίποτα από αυτά που διεκδίκησε μέσα στο καπιταλιστικό πλαίσιο; Αυτά που κέρδισε για να ζουν οι άνθρωποι καλύτερα έπρεπε να περιμένει να τα διεκδικήσει σε έναν μετακαπιταλιστικό κόσμο; Ή μήπως έχουν χάσει την αξία τους επειδή οι κατακτήσεις αυτές δεν ήταν οριστικές και στην πορεία ο καπιταλισμός τις πήρε πίσω;
Άκουσα μάλιστα τον Κουτσούμπα να λέει ότι δεν υπάρχουν οριστικές λύσεις εντός της Αστικής Δημοκρατίας, και είναι πράγματι έτσι, αλλά πού ακριβώς υπάρχουν ή υπήρξαν οριστικές λύσεις; Δεν είναι η ζωή και η πολιτική παντού και πάντα, ακόμα και στον υπαρκτό σοσιαλισμό, μια διαρκής πάλη για μια έστω και παροδική βελτίωση; Θα πρέπει να περιμένουμε έναν άλλο κόσμο σε ένα άλλο πλαίσιο για να διεκδικήσουμε μέσα από ή μέσα στο σύστημα λύσεις;
Το ίδιο το ΚΚΕ δεν συμμετέχει σε αγώνες εντός του πλαισίου, είτε στον δρόμο, είτε μέσα από την κοινοβουλευτική του εκπροσώπηση, ή την εκπροσώπησή του σε επίπεδο αυτοδιοικητικό; Φυσικά και το κάνει και μάλιστα συχνά για διεκδικήσεις που έχουν πολλαπλάσια ισχυρότερη και πιο θεμελιώδη σύνδεση με την φύση της αστικής δημοκρατίας και του καπιταλισμού από ότι έχουν οι παρακολουθήσεις με αφορμή τις οποίες έγινε αυτή η κουβέντα.
Μάλιστα εγώ αναρωτιέμαι, ειδικά για τις παρακολουθήσεις και τις υποκλοπές, πώς είμαστε τόσο σίγουροι ότι το πρόβλημα δεν είναι η υπερσυγκέντρωση εξουσιών και η απουσία θεσμικών και ελεγκτικών οργάνων και πλαισίων αλλά η φύση της Αστικής Δημοκρατίας γενικά; Πώς είμαστε τόσο βέβαιοι ότι φταίει γενικά, πρωτίστως και αποκλειστικά το αστικό κράτος και ο καπιταλισμός και όχι κάτι άλλο, πιο στενό ή πιο ευρύ. Ας πούμε, πώς είμαστε σίγουροι ότι δεν είναι στη φύση της ΕΞΟΥΣΙΑΣ και του ΚΡΑΤΟΥΣ γενικότερα, αστικού ή και όχι, καπιταλιστικού ή και μη, το να παρακολουθεί και να ελέγχει τους πολίτες του για να συντηρήσει την ύπαρξή του; Πολύ περισσότερο πώς είμαστε σίγουροι ότι αυτό που είναι στη φύση του Κράτους, είναι μια νομοτέλεια που πάντα θα εκδηλώνεται με παρακολουθήσεις, χωρίς παρενθέσεις και χωρίς εξαιρέσεις;
Και πρόσεξε, εγώ αυτήν την ερώτηση την κάνω για το κράτος γενικότερα, όχι για το αστικό κράτος, ακριβώς γιατί δεν πιστεύω σε τέτοιου είδους νομοτέλειες. Και δεν πιστεύω, όχι μόνο γιατί μου το απαγορεύει το ξυράφι του Όκαμ, ούτε μόνο γιατί παρακολουθήσεις γίνονταν και στην ΕΣΣΔ και στο σύνολο του ανατολικού μπλοκ, χωρίς αστικό κράτος και χωρίς καπιταλισμό.
Ο λόγος που δεν το πιστεύω είναι γιατί ο μηχανισμός που παράγει και οικειοποιείται νομοτέλειες είναι στην βάση του μεταφυσικός και θεμελιωμένος σε αυθαίρετες αναγωγές, και αν υιοθετήσω αυτό τον μηχανισμό, θα πρέπει να δεχθώ ότι είναι universal, ότι δηλαδή ισχύει και γι’αυτά που λένε οι άλλοι!
Γιατί όταν λες ότι είναι συστημικό πρόβλημα οι παρακολουθήσεις και εγγενές στην αστική δημοκρατία και τον καπιταλισμό και σε κάθε εν δυνάμει μορφή του, χρησιμοποιείς ένα μοντέλο συλλογιστικής με αυθαίρετες αναγωγές που είναι ίδιο με αυτό που χρησιμοποιεί αυτός που λέει ότι οι παρακολουθήσεις και η ανελευθερία είναι ένα πρόβλημα εγγενές, όχι μόνο στα ανατολικά καθεστώτα αλλά και σε κάθε εν δυνάμει σύστημα που δεν είναι καπιταλιστικό!
Γιατί όπως εσύ μιλάς για νομοτέλειες και λες ότι στην αστική δημοκρατία, με βάση την ιστορία, οι παρακολουθήσεις είναι νομοτέλεια, γιατί έτσι σε βολεύει, έτσι και ο δεξιός, με την ίδια ακριβώς συλλογιστική λέει ότι στο Ανατολικό μπλοκ, με βάση την ιστορία, οι παρακολουθήσεις ήταν νομοτέλεια, και πάντα θα είναι, γιατί αυτό τον βολεύει. Γιατί τελικά είναι πιο βολικό αντί να εστιάσουμε στο πρόβλημα συγκεκριμένα και στους μηχανισμούς που το γεννούν συγκεκριμένα, να το κάνουμε χυλό και να απλώνουμε στο σύμπαν της γενίκευσης για να το εργαλειοποιήσουμε, έτσι ώστε να φταίνε όλοι και όλα όσα θέλουμε να φταίνε, είτε από τη μια πλευρά είτε από την άλλη.
Δεν δουλεύει έτσι. Αν θες να κάνεις κριτική στο σύστημα, οφείλεις να την κάνεις γι’αυτά που κάνει, όχι γι’αυτά τα οποία εν δυνάμει θα μπορούσε να κάνει με βάση την κοινωνική και οικονομική μηχανική του καπιταλισμού. Το πρώτο είναι εκεί, ΥΠΑΡΧΕΙ! Το δεύτερο είναι ΕΝ ΔΥΝΑΜΕΙ, είναι ΥΠΟΘΕΣΗ, είναι ερμηνεία με βάση έναν ερμηνευτικό μηχανισμό στον οποίο εσύ πιστεύεις αλλά όχι όλοι, και ο οποίος ακόμα κι αν μπορεί να ερμηνεύσει τις οικονομικές και κοινωνικές δυναμικές, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν μπορεί να σου δώσει όλες τις απαντήσεις προκαταβολικά. Και ειδικά όταν το πραγματικό είναι εκεί, τεράστιο, ορατό και επικίνδυνο, το να ξεχειλώνεις την ερμηνευτική σου επεκτείνοντάς την πέρα από αυτό, στο πεδίο του εν δυνάμει, εκτός από μεθοδολογικά άστοχο, εκτός από επικοινωνιακά παράδοξο, αδυνατίζει και το μέγεθος του πραγματικού.
Και αυτό το θέμα, δεν είναι ιδεολογικό, είναι θέμα που αφορά τον τρόπο με τον οποίο τελικά συγκροτείται το σκέλος της πολιτικής πρακτικής, και του φαντασιακού πάνω στο οποίο αυτή εδράζεται.