Καλοκαίρι του 1821, Οδησσός. Εδώ στις όχθες τις Μαύρης Θάλασσας, ακόμα και οι καλοκαιρινές νύχτες είναι ψυχρές. Αλλά το άλλοτε ψαροχώρι του 18ου αι., διάγει ένδοξες «θερμές» στιγμές.
Με το γύρισμα του αιώνα, έχει γίνει βασικός διαμετακομιστικός κόμβος της ρωσικής αυτοκρατορίας προς το Αιγαίο και τη Μεσόγειο. Η Οδησσός είναι πλέον μία ζωηρή πόλη, με δραστήριο πληθυσμό, μίγμα εθνών, που ασχολούνται κυρίως με το εμπόριο και τη ναυτιλία. Για τους Έλληνες, βέβαια, η πόλη είναι κάτι περισσότερο. Είναι ο θεματοφύλακας της Φιλικής Εταιρείας. Εδώ υπογράφηκε πριν από επτά χρόνια η ιδρυτική της πράξη και από εδώ απλώθηκε το μακρύ φιτίλι της επανάστασης ενάντια στον τουρκικό ζυγό.
Όμως, σήμερα, 17 Ιουνίου του 1821, ο αέρας της Οδησσού πνέει θρήνο. Οι ορθόδοξοι αποχαιρετούν μ΄ έναν πόνο βαθύ, βουβό, τον Γρηγόριο τον Ε΄, τον Πατριάρχη τους, που πριν δύο μήνες βρήκε από τους Τούρκους στην Κωνσταντινούπολη έναν μαρτυρικό, εξευτελιστικό θάνατο. Ακόμα και η σορός του πέρασε ταπείνωση, ώσπου να καταλήξει σε τούτη εδώ τη ξένη πόλη και να ταφεί.
Ανήμερα του Πάσχα (10 Απριλίου) του ’21, του πήγαν του δεσπότη το φιρμάνι της παύσης και της εξορίας του. Τον κλείσανε πρώτα στις φυλακές του Μποσταντζή- μπασή κι ύστερα τον σύρανε ίσαμε το Πατριαρχείο, στο Φανάρι, και τον κρεμάσανε στη μεσαία πύλη. Τον αφήσανε τρεις μέρες και τρεις νύχτες, εκεί, στο έλεος εκατοντάδων ανθρώπων, που σαν τα πεινασμένα σκυλιά τον τραβούσανε και τον δαγκώνανε, τον φτύνανε και τον βρίζανε… Κι όταν πια ξέσπασαν το μένος τους πάνω στο αδειανό σώμα, το πήραν και το πούλησαν για 800 γρόσια σε κάτι Εβραίους που το γύρισαν στους δρόμους του Γαλατά για να το διαπομπεύσουν όσοι δεν πρόλαβαν στο Φανάρι… Έπειτα το πέταξαν μακριά, στα βάθη του Κεράτιου, αλλά δεν ήθελε ο Κεράτιος να το χωνέψει. Μέρες πολλές μετά, ο κυματισμός το έφερε πίσω στο λιμάνι και μπλέχτηκε στα καράβια που φεύγανε για Οδησσό. Το ΄δαν τότε κάτι Ρωμιοί ναύτες, αναγνώρισαν τον ιεράρχη τους, τον ανεβάσανε στην κουβέρτα του πλοίου και τον φέρανε δω, στα ήρεμα νερά του ξένου τόπου.
Τρία μερόνυχτα έρχονταν Έλληνες και ξένοι στον Ναό της Αγίας Τριάδας, που έχτισαν το 1804 οι Έλληνες έμποροι της Οδησσού, για να προσκυνήσουν το σκήνωμα. Και σήμερα το πρωί, μία μακριά πομπή συνόδεψε τη σορό ίσαμε το κοιμητήρι. Ανάμεσα στους πολλούς κι ένας άνδρας γέρος, καταπονημένος. Είναι αυτός ο άνδρας που θα μπει το ίδιο βράδυ στον ναό για να θρηνήσει μόνος του τον Γρηγόριο, να θρηνήσει για το ανόσιο, το αποτρόπαιο τέλος του. Θα μείνει όλη τη νύχτα. Θα θυμηθεί τον ποιμένα που ευλόγησε τη μάνα του, όταν εκείνη θέλησε να ντυθεί το καλογερικό ράσο, τον ιεράρχη που ενθάρρυνε τις επιθυμίες του να ιδρύσει πατερικές σχολές εκπαίδευσης και αφύπνισης της εθνικής συνείδησης. Ώρες θα μοιρολογεί και θα θυμάται, θα θυμάται και θα μοιρολογεί ο άντρας αυτός κι όταν θα ξημερώσει, θα βγει αποκαμωμένος από την εκκλησιά, έχοντας δώσει μίαν υπόσχεση στη ψυχή του ιεράρχη. Να μείνει στο πλάι των Ελλήνων ίσαμε το τέλος!
Ο Έλληνας Ιβάν Αντρέεβιτς Βαρβάτσι είναι πια 76 χρόνων με πνευμόνια ασθενικά από τη θαλασσινή υγρασία και τα έλη του Αστραχάν, όπου έζησε μια ζωή. Η ύπαρξη του είναι συνδεδεμένη με το υγρό στοιχείο. Νησιώτης, Ψαριανός. Μούτσος από τα 8 στη σακολέβα του πατέρα του, του καπετάν Αντρέα, και μέτοχος στα 15 του στο ίδιο σκαρί. Στα 17 είχε πια γίνει καραβοκύρης. Τότε ήταν ο Ιωάννης Βαρβάκης. Λεοντίδης, δηλαδή, αλλά το παρατσούκλι που του κόλλησαν από τα βαρβάκια (αρπακτικά πτηνά), επειδή είχε διαπεραστικό βλέμμα, του έμεινε επίθετο για πάντα.
Και τώρα, στα μέσα της όγδοης δεκαετίας της συναρπαστικής ζωής του, κανείς δεν θα μπορούσε να τον εμποδίσει να πάει στην Οδησσό, να αποχαιρετήσει εκείνον που ήταν και φίλος του και σύμβουλός του και πνευματικός του κι έγινε εντέλει σύμβολο του Αγώνα.
Αλλά κι αυτός ο Βαρβάκης, που όλη του τη ζωή την πέρασε δουλεύοντας, προσφέροντας, βοηθώντας, που άφησε βιος στην πατρίδα του, που έδωσε το όνομά του σε δρόμους, πλατείες, γέφυρες, μέγαρα, ναούς σε Ρωσία και Ελλάδα, δεν θα αξιωθεί έναν ατάραχο αιώνιο ύπνο. Τα οστά του θα περιφέρονται για δεκαετίες από τόπο σε τόπο μέχρι ν΄ αναπαυθούν, έναν αιώνα μετά, στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών…
ΕΝΑΣ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΣ ΚΟΥΡΣΑΡΟΣ
Αυτό το θαυμαστό κεφάλαιο ζωής ανοίγει το 1745, όταν γεννιέται στα Ψαρά ο πρωτότοκος γιος του καπετάν Ανδρέα Λεοντίδη, Ιωάννης. Το αγόρι μεγαλώνει στη σκιά τού διαρκώς απόντα πατέρα του, που -όπως οι περισσότεροι θαλασσομάχοι της εποχής- κουρσεύει τουρκικά πλοία και διηγείται τις περιπέτειές του στον γιο του, όποτε επιστρέφει στο νησί. Ο Ιωάννης δεν αγαπάει τα γράμματα. Μαθαίνει κάτι κολλυβογράμματα από τον παπαδάσκαλο και ονειρεύεται να βγει κι αυτός στις θάλασσες. «Ο κοινωφελής αυτός ανήρ ήτο τελείως αγράμματος, ως δεικνύουσιν οι δύο υπογραφαί αυτού· η πρώτη καθ΄ον χρόνον μόλις εδιδάχθη το αλφάβητον, η δευτέρα ότε έμαθεν ολίγον ν΄ αναγιγνώσκη και να γράφη» θα καταθέσει αργότερα ο Φαναριώτης λόγιος Μανουήλ Γεδεών.
Και μπορεί να μη… σηκώνει τα γράμματα, παίρνει όμως από ναυτικά παραγγέλματα. Έχοντας εκπαιδευτεί από τον πατέρα του, στα 15 του είναι ένας έφηβος θαλασσοπόρος, που μεγαλοδείχνει. Όχι μόνο με την επιβλητική κοψιά, αλλά κυρίως με την ώριμη σκέψη και το κοφτερό μυαλό του. Στα 17 του, λοιπόν, αποκτά και το πρώτο σκαρί. Μια γαλιότα. Ένα ελαφρύ, γρήγορο, ευέλικτο καταδρομικό, με πανιά και κουπιά, με δύο πυροβόλα στη χαμηλή πλώρη και μία υψωμένη πρύμνη. Ταξιδεύει, μαθαίνει τη θάλασσα, κάνει εμπόριο κι όταν κρίνει σκόπιμο, κάνει και ρεσάλτα… Αλλά δεν είναι πειρατής αυτός. Είναι κουρσάρος σαν τον πατέρα του. Δεν πειράζει τα πληρώματα των ξένων πλοίων, δεν σέρνει τους ναύτες στα σκλαβοπάζαρα. Αρπάζει την πραμάτεια τους, αποδίδει στις τοπικές κοινωνίες και τον νόμιμο κούρσο (μικρό τμήμα από τη λεία) και φεύγει. Πριν καν κλείσει τα 22 του κι ενώ βρίσκεται στο νησί, παντρεύεται με προξενιό τη Μαρού και αποκτούν μία κόρη, που παίρνει το όνομα της μητέρας της. Μαρία.
Στο μεταξύ, η Ρωσία διάγει εποχή εδαφικών και κυριαρχικών ανακατατάξεων υπό την αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β΄ (Μεγάλη), η οποία απλώνει την επικράτεια των κτίσεών της σε κομμάτια της Πολωνίας, σε Λευκορωσία, σε Λιθουανία και αναγεννά το όραμα του τσάρου Πέτρου Α΄ για επέκταση στα εδάφη της οθωμανικής αυτοκρατορίας, που εμποδίζει στους Ρώσους την πρόσβαση στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο. Η τσαρίνα γνωρίζει ότι ο μόνος τρόπος για να ενισχύσει τη δύναμη της είναι να πάρει με το μέρος της τους ομόθρησκους πληθυσμούς και δη τους δοκιμασμένους θαλασσομάχους Έλληνες, με τους οποίους η Ρωσία από καιρό έχει αναπτύξει στενούς εμπορικούς και φιλικούς δεσμούς.
Το «ξανθό γένος», που θα απελευθερώσει τον ελληνικό πληθυσμό από τον τουρκικό ζυγό δημιουργεί προσδοκίες στον Βαρβάκη, που ως γέννημα ενός φτωχικού νησιού, όπου η έτσι κι αλλιώς δύσκολη ζωή με τις επιδρομές των Οθωμανών μετατρέπεται σε Γολγοθά, αγωνιά για τη στιγμή της απελευθέρωσης. Οι Τούρκοι, από την άλλη, τον έχουν επικηρυγμένο ως τον πιο επικίνδυνο κουρσάρο.
Ένα θεόσταλτο σημάδι περιμένει τώρα ο Ιωάννης και το βρίσκει μία ανταριασμένη νύχτα Νοέμβρη του 1769. Η κακοκαιρία σηκώνει θεόρατα κύματα, η θάλασσα βγάζει φίδια. Εκείνος στο δωμάτιο του κατάκοιτου πατέρα του, κατά πώς διηγείται ο ίδιος ο Βαρβάκης στα κατάστιχά του, ανταλλάσσει λιγοστές κουβέντες μαζί του…
Γιος: Τι να κάνω, πατέρα; Δυσκόλεψαν πολύ τα πράγματα στη θάλασσα. Αν με πιάσουν οι Τούρκοι, θα υποφέρει όλη η οικογένειά μου. Μήπως να πάω στην Κωνσταντινούπολη να παραδοθώ;
Πατέρας: Στάσου, γιε μου. Ας ορίσει ο Θεός… Φέρε μου το Ευαγγέλιο…
Του έδωσα το βιβλίο κι εκείνος με τρεμάμενα χέρια, άρχισε ν΄ ανοίγει τις χάλκινες πόρπες. Κατάλαβα τι ήθελε. Σε δύσκολες στιγμές οι νησιώτες χριστιανοί κατέφευγαν στο Ευαγγέλιο για να μαντέψουν τα μελλούμενα.
Άνοιξε τις σελίδες στην τύχη κι εγώ, χωρίς να κοιτάζω, έβαλα το δάχτυλό μου, έδειξα μια σειρά κι άρχισα να διαβάζω αργά… «Έφη αυτώ ο Ιησούς· ει θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε, πώλησόν σου τα υπάρχοντα».
Στο έργο του «Αναμνήσεις από την Ελλάδα», ο Φερμέν (Firmin), της μεγάλης εκδοτικής οικογένειας των Ντιντό (Didot) αυτή την εποχή στη Γαλλία, αναφέρει ότι όταν βρέθηκε στη Σμύρνη, πληροφορήθηκε ότι «…ο Βαρβάκης, πωλήσας την πατρώαν περιουσίαν του, εξώπλισεν εν πολεμικόν πλοίον και επροξένησε πολλάς ζημίας εις τους μουσουλμάνους».
Πράγματι, ο Ιωάννης αποφασίζει να προχωρήσει στις… επιταγές του Ευαγγελίου. Πουλάει ό,τι του ανήκει, αφήνει την παρθενική γαλιότα του και παραγγέλνει το νέο σκαρί, μία σβέλτη σεμπέκα, με την οποία μπαίνει στον ρωσικό στόλο υπό τον ναύαρχο Ορλώφ. Στις ναυμαχίες των Ρώσων με τους Τούρκους στέκεται άξιος συμπαραστάτης κι όταν τα οθωμανικά καράβια κρύβονται σε πυκνή παράταξη στον κλειστό όρμο του Τσεσμέ, ο Βαρβάκης δέχεται να θυσιάσει το καράβι του. Νύχτα αφέγγαρη το οδηγεί μέσα στον όρμο, το γαντζώνει σε ένα από τα εχθρικά σκαριά και του βάζει μπουρλότο. Η έκρηξη παρασύρει το ένα καράβι μετά το άλλο. Σε λίγη ώρα τα τουρκικά πλοία γίνονται παρανάλωμα κι εκείνος έχει προλάβει να πηδήξει από το σκάφος του. Καταφέρνει να γλυτώσει με σοβαρά τραύματα, που όμως για έναν νεανικό, γερό οργανισμό θα αποδειχθούν γρατζουνιές…
Ο ηρωισμός του Έλληνα καπετάνιου θα «ταξιδέψει» ίσαμε την Αγία Πετρούπολη και την τσαρίνα Αικατερίνη, που εντάσσει τον Βαρβάκη στις στρατιωτικές δυνάμεις της Αυτοκρατορικής Ρωσίας με τον βαθμό του υπολοχαγού. Το σχετικό έγγραφο δημοσιεύεται στο «Χρονικό της Τάξης των Ευγενών» του Αστραχάν, με ημερομηνία 21 Οκτωβρίου 1772.
Η ΖΩΗ ΓΡΑΦΕΙ ΤΑ ΠΙΟ ΕΥΦΑΝΤΑΣΤΑ ΣΕΝΑΡΙΑ
Οι Τούρκοι μανιάζουν. Ξεσπούν τον θυμό τους στους ελληνικούς πληθυσμούς της Μικρασίας, ξεκινώντας από τη Σμύρνη. Σε μία μόνο μέρα σφάζουν 1.500 Έλληνες! Τα αντίποινα για την πανωλεθρία του στόλου τους είναι βαριά. Ο Βαρβάκης φοβάται πως θα έρθει και η ώρα του νησιού του. Σπεύδει στα Ψαρά με ένα μπρίκι, που του προσφέρουν οι Ρώσοι σε αντάλλαγμα της προσφοράς του στον Τσεσμέ. Θέλει να οργανώσει την άμυνα του τόπου με την παρουσία και του ρωσικού στόλου στο Αιγαίο, που γεννά ασφάλεια στους Ψαριανούς.
Ώσπου η συνθήκη του Κιουτσούκ – Καϊναρτζή κηρύσσει ειρήνη ανάμεσα στη Ρωσία και την Τουρκία και ο ρωσικός στόλος αποχωρεί. Οι Ψαριανοί δεν ησυχάζουν. Οι Τούρκοι δεν ξεχνούν. Επιπλέον, στην επικήρυξή τους, ο Βαρβάκης… αναβαθμίζεται. Τώρα πια δεν είναι ένας απλός κουρσάρος, αλλά εχθρός ολόκληρης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, εκείνος τολμά και βάζει ρότα προς την Κωνσταντινούπολη, αφού πρώτα έχει «γδύσει» το πλοίο του από την πολεμική του αρματωσιά, για να μην προκαλέσει υποψίες περνώντας από τα Στενά. Το σχέδιό του είναι να φτάσει στη Ρωσία. Μόνο εκεί μπορεί να είναι ασφαλής. Θα παρουσιαστεί στον Ρώσο πρόξενο της πόλης και θα ζητήσει υπηκοότητα. Κι από κει, με το καράβι του και το πλήρωμά του θα τραβήξει για τον βορρά. Αλλά οι Τούρκοι είναι ενήμεροι και τον περιμένουν. Όταν φτάνει, κατάσχουν το πλοίο και τον ρίχνουν στη φυλακή. Κατά τη ρωσική εκδοχή, που μεταφέρει ο καθηγητής Ιστορίας Αλεξάντερ Μαρκόφ, οι Τούρκοι έκλεισαν τον Βαρβάκη στη φυλακή των ισοβιτών, στο Επταπύργιο. Λέει, μάλιστα, ότι το μισό αυτί που είχε ο Ψαριανός, οφειλόταν ακριβώς σε κείνες τις οδυνηρές του μέρες στο τουρκικό μπουντρούμι. Ωστόσο, κάποιος θα τον απελευθερώσει καταβάλλοντας προφανώς χοντρό μπαξίσι στους Τούρκους.
(ΣΣ: Οι εκδοχές είναι πολλές και αρκετές δεν κάνουν αναφορά σε φυλάκιση του Βαρβάκη. Ποτέ κανείς δεν έμαθε αν πράγματι εκείνη την εποχή ο Ψαριανός φυλακίσθηκε και αν ναι, ποιος πλήρωσε για την απελευθέρωσή του).
Κάποτε βρίσκεται κρυμμένος στο σπίτι του πληρεξούσιου πρεσβευτή της Ρωσίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, πρίγκιπα Νικολάι Βασίλεβιτς Ρέπνιν, να περιμένει το πρώτο πλοίο για κάποιο ρωσικό λιμάνι. Ο θαλάσσιος δρόμος τον βγάζει στην Οδησσό, ένα χωριό στις όχθες της Μαύρης Θάλασσας. Είναι ταλαιπωρημένος και άφραγκος. Μόνο έναν στόχο έχει. Να φτάσει στην Αγία Πετρούπολη, στην αυλή της Αικατερίνης. Και καθώς δεν έχει άλλο τρόπο, ξεκινάει από την Οδησσό με τα πόδια για να διανύσει στην καρδιά του ρωσικού χειμώνα, απόσταση μεγαλύτερη των 3.500 χιλιομέτρων! Μήνες περπατάει κι όταν πεινάει, τρώει ό,τι του δίνουν στον δρόμο κι όταν κουράζεται, ξαποσταίνει όπου βρίσκει.
Έτος 1776. Όταν επιτέλους φτάνει, έχει μπει πια το καλοκαίρι. Τα πληγωμένα πόδια του είναι τυλιγμένα με πανιά, τα ρούχα του κουρέλια, το σώμα του τεντωμένη χορδή. Είναι κατάκοπος, αλλά και πάλι νικητής. Διηγείται: «Πρώτη μου φροντίδα ήταν να βρω ρούχα και παπούτσια για να μη με περάσουν για ζητιάνο. Βρήκα κάτι Έλληνες. Μου δώσαν δανεικά ρούχα και παπούτσια και μια γωνιά να ξαποστάσω. Πήγα στα ανάκτορα, αλλά η τσαρίνα ήταν στα θερινά, στο Τσάρσκοϊε Σελό. Ο τόπος αυτός βρισκόταν 40 χιλιόμετρα μακριά από την Πετρούπολη. Τι να κάνω; Αναγκάστηκα πάλι να περπατήσω. Ξυπόλητος, για να μη χαλάσω τα δανεικά παπούτσια και τα πληρώσω για καινούργια»!
Διανύει την απόσταση τρεις φορές! Τρεις φορές δεν καταφέρνει να τη δει! Αυτή την τελευταία, την τρίτη, μπαίνει αγανακτισμένος σ΄ ένα καφενείο στο Τσάρσκοϊε. Βρίζει θεούς και δαίμονες! «…Από την απελπισία μου άρχισα -ήμαρτον, Θεέ μου- να καταριέμαι τη μέρα που γεννήθηκα. Μιλούσα με πίκρα για όλους και για την αυτοκρατόρισσα, που άφηνε να χαθεί ένας άνθρωπος, που πολέμησε για τη χριστιανοσύνη κάτω από τη σημαία της…».
Και τότε εμφανίζεται ένας επιβλητικός άντρας από μία γωνιά του καφενέ και του ζητά να επισκεφθεί τα ανάκτορα και την επόμενη μέρα. «Αυτή τη φορά, η Αικατερίνη θα σε δεχθεί» τον διαβεβαιώνει και φεύγει. Ο Βαρβάκης δεν ξέρει ποιος είναι αυτός ο άνδρας, αλλά η στάση του και τα λόγια του τον πείθουν. Άλλωστε, δεν έχει και τίποτε να χάσει. Περνάει τη νύχτα σ΄ ένα σοκάκι του Τσάρσκοϊε και το επόμενο πρωινό βρίσκεται πάλι έξω από το ανάκτορο. Αυτή τη φορά, όλες οι πόρτες του ανοίγουν διάπλατα κι όταν πια παρουσιάζεται στην τσαρίνα, με έκπληξη βλέπει δίπλα της τον χθεσινό άνδρα, ντυμένο με επίσημη στολή και παράσημα να λαμπυρίζουν στο στήθος του! Είναι ο πρίγκιπας Γκριγκόρι Ποτέμκιν, στρατιωτικός διοικητής της Ρωσίας και αγαπημένος της Αικατερίνης! Την προηγούμενη, στο καφενείο, ο Ποτέμκιν αναρωτήθηκε ποιος ήταν αυτός που με τόση απελπισία καταριόταν την κακή του μοίρα και όταν πληροφορήθηκε το όνομά του, έσπευσε να τον καθησυχάσει.
Ο Βαρβάκης παρουσιάζεται μπροστά την αυτοκράτειρα με συστολή. Την προηγουμένη στο καφενείο, την είχε «λούσει» και ποιος ξέρει τι της είπε ο άντρας δίπλα της… Εκείνη όμως δεν δείχνει θυμωμένη. Αντίθετα. Του ζητά να της μιλήσει. Να της εξηγήσει τα πάντα. Κι εκείνος αρχίζει να της ιστορεί ό,τι αγώνες και θυσίες έχει κάνει για τους Ρώσους, πώς κατόρθωσε να βάλει μπουρλότο στα τουρκικά πλοία στον Τσεσμέ, πώς του επιτάξανε στην Πόλη το δικό του καράβι, πώς περπάτησε ίσαμε δω, πώς… πώς… πώς. Τα είπε, έκλαψε γοερά κι έφυγε.
Την επόμενη λαμβάνει 1.000 τσερβόντσι (σσ: ένα χρυσό τσερβόντς ισοδυναμεί με 10 ρούβλια, ποσό τεράστιο για την εποχή) και μία άδεια ισόβιας αλίευσης στην Κασπία Θάλασσα και τον ποταμό Βόλγα χωρίς την υποχρέωση καταβολής φόρου. Η επιλογή πού θα εγκατασταθεί για να ασκήσει το δικαίωμα, που του παραχωρεί η Αικατερίνη, είναι ελεύθερη. Εκείνος, όμως, δεν εγκαθίσταται ούτε στην Αγία Πετρούπολη, ούτε στη Μόσχα. Επιλέγει ένα απομακρυσμένο ψαροχώρι. Το Αστραχάν. Αργότερα θα αποδειχθεί ότι καταλυτικό ρόλο σε αυτό έχει παίξει ο Ποτέμκιν, ο οποίος προϊόντος του χρόνου θα συνδεθεί με ειλικρινή φιλία με τον Βαρβάκη. Εκείνος του έχει υποδείξει τον συγκεκριμένο τόπο, όχι μόνον επειδή είναι ανεκμετάλλευτος ακόμα και ανοίγει στον Ψαριανό παρθένους εμπορικούς δρόμους, αλλά κι επειδή ο ίδιος ο Ποτέμκιν προωθεί την εφαρμογή ενός προγράμματος εποικισμού του ρωσικού νότου και ποντάρει στον Βαρβάκη για την οργάνωση αυτού του απομακρυσμένου χωριού.
Το αυτοκρατορικό παραχωρητήριο της εν λευκώ αλιευτικής εκμετάλλευσης στον Ιωάννη Βαρβάκη έχει φτάσει στα χέρια των τοπικών αρχών του Αστραχάν, πριν ο εκείνος πατήσει εκεί το πόδι του, στις αρχές του Φθινοπώρου του 1776. Ο τόπος, εκεί στο Δέλτα του Βόλγα, στην εκβολή του στην Κασπία, είναι υγρός και ελώδης. Με τα χρόνια θα του κληροδοτήσει άσθμα και μία χρόνια ελονοσία που θα τον ταλαιπωρεί ως τα στερνά του.
Για την ώρα, όμως, είναι ο Ιβάν Αντρέεβιτς Βαρβάτσι και όταν φτάνει, ύστερα από ένα πολυήμερο κουραστικό ταξίδι με ποταμόπλοια, όλοι δείχνουν να τον περιμένουν με ανοιχτές αγκάλες. Εκείνος είναι σαστισμένος. Ξένος τόπος, ξένοι άνθρωποι, ακόμα κι ένα ξένο όνομα, που πρέπει να συνηθίσει, μπαίνουν στη ζωή του. Κι έπειτα, ναι, θαλασσινός είναι, αλλά όχι ψαράς. Τι να ψαρέψει στο Αστραχάν και πώς να το εμπορευτεί… Ωστόσο, στην πρώτη του επαφή με τις μεθόδους ψαρέματος στις όχθες της Κασπίας, ξαφνιάζεται. Αυτοί οι άνθρωποι είναι πρωτόγονοι! Ψαρεύουν με τα χέρια! Για την ακρίβεια, βγαίνουν στη θάλασσα με ελαφριά βαρκάκια, βυθίζουν στο νερό κάτι αραιοπλεγμένα καλάθια κι όταν τα ανασύρουν και το νερό αποστραγγίζεται, μένουν τα ψάρια και τα μαζεύουν. Αυτά για τα μικρά ψάρια. Τα μεγάλα, τα σπρώχνουν προς την όχθη κι εκεί τα πιάνουν με τα χέρια ή με καμάκι! Τόσο απλά, τόσο λιτά και πάντως, καθόλου εμπορικώς αποδοτικά ως προς τη μεθοδολογία!
Ο Βαρβάκης δεν βιάζεται. Ρωτά, ερευνά, παίρνει τις πληροφορίες του. Είναι 1778 κι εκείνος 33. Στην πιο δημιουργική ηλικία. Το μυαλό του κινείται με ιλιγγιώδη ταχύτητα και το σώμα του έτοιμο να παλέψει και πάλι… Ώσπου να καταλήξει στις μεθόδους ψαρικής, που θα υιοθετήσει και στον τόπο, όπου θα εγκαταστήσει την επιχείρησή του, διαπιστώνει ότι το ρακί για την ευρύτερη περιοχή είναι προϊόν πρώτης ζήτησης, όχι μόνο ως ποτό, αλλά και ως θεραπευτικό μέσο. Έτσι, στήνει την πρώτη επιχείρηση. Παράγει ρακί και σε έναν χρόνο εξάγει ποσότητες τέτοιες, που του επιτρέπουν να κάνει «μαγιά» ικανή για την επόμενη επένδυση. Την αλιεία. Στήνει την έδρα της δουλειάς στο νησάκι Ζίτνι για να είναι στην καρδιά της θάλασσας και το ψάρι που αλιεύεται να μπαίνει φρέσκο στην όποια επεξεργασία, εισάγει καινοτόμες μεθόδους αλίευσης, μεγάλα πλοία για τα βάθη της Κασπίας, όπου ζουν συγκεκριμένα είδη ψαριών, αλλά και τράτες για τα ρηχά και κυρίως γερά δίχτυα φτιαγμένα από μεταξωτό κορδόνι. Πρώτα, όμως, προσλαμβάνει προσωπικό. Αυτό το τελευταίο εντυπωσιάζει τους πάντες! Βλέπεις, ο όρος «προσλαμβάνω» δεν έχει… εφευρεθεί ακόμη για τα εργατικά χέρια. Οι επιχειρηματίες στη Ρωσία έχουν το δικαίωμα να χρησιμοποιούν στις εμπορικές δραστηριότητές τους δούλους, συνήθως αιχμαλώτους πολέμου, τους οποίους «ταΐζουν και ποτίζουν και σιγά μην τους πληρώνουν κι από πάνω…». Κάτι από χαρακτήρα και σίγουρα βαθιά τραυματισμένος από την αιώνια υποδούλωση του τόπου του, ο Ψαριανός δεν διανοείται να εκμεταλλευτεί ανθρώπους. Προσλαμβάνει διαρκώς και κάποτε φτάνει να απασχολεί 3.000 έμμισθους ανθρώπους, που πίνουν νερό στο όνομά του! Δουλεμπόριο και δουλοπαροικία στη Ρωσία θα καταργηθούν επίσημα ογδόντα χρόνια μετά, αλλά ο Βαρβάκης είναι πρωτοπόρος και σε αυτό.
«Ο εξαίσιος αυτός ανήρ, δια της εμφύτου μεγάλης ευτολμίας του, την οποίαν απέδειξεν και εις το στάδιον του πολέμου και εις την οδόν της ειρηνικής ζωής, δια της αλιείας εις την Κασπίαν Θάλασσαν και εις αυτήν την Περσίαν, έτι δε και εις τα παρ΄ αυτού ηγορασμένα ύδατα με μισθωτούς περίπου τρεις χιλιάδας ελευθεροσυμφωνητούς ανθρώπους, απέκτησεν μεγαλωτάτην περιουσίαν» θα δημοσιεύσει 40 χρόνια μετά (1818), σε έρευνα για τον Έλληνα επιχειρηματία, η εφημερίδα της Πετρούπολης «Γκαζέτα».
Έχει στήσει μία εξαιρετικά επικερδή επιχείρηση με τέσσερα μεγάλα αλιευτικά και μερικές δεκάδες τράτες, που οργώνουν την Κασπία, αλλά και με εργατικούς υπαλλήλους των οποίων τον σεβασμό απολαμβάνει και με το παραπάνω.
Ωστόσο, ακόμα κι αν έχει πάει ψηλά, ο Βαρβάκης παραμένει ένας απλός νησιώτης, που σκαρφίζεται διαρκώς τρόπους δημιουργίας και προσφοράς. Καθημερινά κάνει περιπάτους στην πόλη, συνομιλεί με ντόπιους, «αλιεύει» ανάγκες, βοηθά φτωχούς, χτίζει γέφυρες και ναούς, φτιάχνει δρόμους και μετατρέπεται ο ίδιος σε πόλο έλξης, δικαιώνοντας τον Ποτέμκιν, που τον έστειλε κάποτε στο Αστραχάν για να δρομολογήσει τον εποικισμό του. Έλληνες από τη σκλαβωμένη Ελλάδα, διψασμένοι για δουλειά και ελευθερία, αλλά και αναξιοπαθείς Ρώσοι της στερημένης υπαίθρου καταφθάνουν στην πόλη, όπου ένας Ψαριανός μεγαλουργεί. Ο τόπος τον «σηκώνει», οι κάτοικοι τον λατρεύουν.
Σε κάποιον περίπατό του βλέπει έναν εργάτη να τρώει με βουλιμία κάτι μαύρο και τον ρωτάει τι είναι. «Ίκρα» (αυγά ψαριού) του απαντά εκείνος και του προσφέρει να δοκιμάσει. Η γεύση εκείνου του αποκρουστικού πράγματος που ξεχύνεται σαν αμβροσία στο στόμα του Ψαριανού, ανοίγει στο μυαλό του το επικερδέστερο κεφάλαιο της ζωής του. Πληροφορείται ότι είναι αυγά από ψάρια μπελούγκα, μουρούνα και σεβρούγκα, που απαντώνται σε πληθώρα τόσο στην Κασπία, όσο και στον Βόλγα και τους παραποτάμους του και ότι για να είναι βρώσιμα, θα πρέπει να αφαιρούνται από το ψάρι μαζί με τη μεμβράνη που τα κρατά δεμένα στην κοιλιά του και να καταναλώνονται αμέσως, αλλιώς σαπίζουν.
Το ίκρα, λοιπόν, πρέπει να τρώγεται αμέσως και συνεπώς η εμπορία του είναι περιορισμένη. Εκτός κι αν υπάρχει τρόπος να συντηρηθεί. Στην επεξεργασία και κατανάλωσή του είναι μυημένοι μόνον οι Πέρσες, αλλά όχι τόσο ώστε να προχωρούν και σε εξαγωγή. Από αυτούς μαθαίνει ο Βαρβάκης ότι ο μόνος τρόπος για να συντηρηθεί αυτή η νοστιμιά είναι να κρατηθεί σε περιβάλλον σπηλιάς! Πέφτει με τα μούτρα στη δουλειά. Αλιεύει τα ψάρια που πρέπει, αφαιρεί τα αβγά τους και τα κρύβει σε βαθιές σπηλιές, όπου καταφέρνει πράγματι να τα συντηρεί για κάποιες μέρες και να τα διακινεί σε κοντινές αποστάσεις. Αποφασίζει μάλιστα ότι το άκουσμα «ίκρα» δεν είναι και τόσο ελκυστικό για εμπόριο κι επιπλέον ένα γενικό «αβγά ψαριού» δεν δίνει το στίγμα της ιδιαιτερότητας της νοστιμιάς. Πρέπει να βρει ένα χαρακτηριστικό, που να κάνει τη νοστιμιά να ξεχωρίζει. Επινοεί τη λέξη «χαβιάρι» από το λατινογενές «caverna» (σπηλιά). Αλλά το θέμα είναι πως ο περιορισμένος χρόνος συντήρησης του εδέσματος δεν δίνει το περιθώριο στον έμπορο να το «συστήσει» και έξω από τα σύνορα της Ρωσίας. Τα ταξίδια είναι πολυήμερα και το προϊόν δεν αντέχει. Δοκιμάζει διάφορες ξύλινες ευέλικτες συσκευασίες και όλες αποδεικνύονται ακατάλληλες. Θα περάσει καιρός πειραματισμού έως ότου βρει τη λύση, το ξύλο φλαμουριάς, που συντηρεί θαυμάσια το χαβιάρι. Είναι λεπτό κι ελαφρύ. Και το βασικότερο, τα ρωσικά εδάφη βρίθουν τέτοιου δένδρου!
Ο Βαρβάκης γνωρίζει ότι όσο κι αν η φήμη του προϊόντος έχει ταξιδέψει, μία δυνατή διαφήμιση θα έκανε θαύματα. Και η διαφήμιση είναι η ίδια η τσαρίνα. Της στέλνει να δοκιμάσει και την κάνει φανατική του χαβιαριού. Εκείνη του εγκρίνει την άδεια των πωλήσεων του προϊόντος ανά τον κόσμο και σε αντάλλαγμα του ζητά μόνιμη τροφοδοσία του παλατιού. Η νοστιμιά, που συνδυάζεται πια ευθέως με τον Έλληνα, θα γίνει στο εξής η έκπληξη της Αικατερίνης για τους επίσημους καλεσμένους της. Εκείνοι θα στρώσουν τον δρόμο στον μεγάλο εξαγωγέα Βαρβάκη. «Η υπόθεσις είναι καθαρώς ελληνική εφεύρεσις. Το χαβιάρι είναι προϊόν της ελληνικής ευφυίας και ανεκαλύφθη υπό του αειμνήστου Ιωάννου Βαρβάκη» θα μνημονεύσει, χρόνια πολλά μετά τον θάνατό του, το περιοδικό του ιστορικού Καμπούρογλου, «Εβδομάς των Αθηνών».
Τα χρυσοφόρα ψάρια αβγατίζουν την περιουσία του. Δεν έχει φτάσει καλά καλά τα 40 και είναι ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους της ρωσικής αυτοκρατορίας, αλλά εκείνος εξακολουθεί να εργάζεται και να παράγει ιδέες με μια δύναμη ανεξήγητη. Είναι ένας ευφυής άνθρωπος, που αγαπά να «γεννά» όχι για την κατανάλωση, αλλά για την προσφορά. Επιβεβαιώνοντας διαρκώς τη λαϊκή σοφία πως «ό,τι προσφέρεις με αγάπη, σου επιστρέφει στο πολλαπλάσιο», όσο ξοδεύει σε ευεργεσίες και κοινωφελή έργα, τόσο περισσότερο αποδίδει η εμπορική του δραστηριότητα.
Σε μία δεξίωση, που οργανώνει ο κυβερνήτης του Αστραχάν για τον ευεργέτη Ψαριανό, με αφορμή την τιμητική προαγωγή του σε βαθμό ταγματάρχη και την αναγόρευσή του ως μέλους του Συμβουλίου των Αρχόντων της πόλης, ο Βαρβάκης ανακοινώνει ότι εκχωρεί σε έναν συνεταιρισμό τη δική του αποκλειστική εκμετάλλευση χαβιαριού (της επικερδέστερης επιχείρησης όλων των εποχών στη Ρωσία, όπως θα αποδειχθεί εκ των υστέρων)!
«… Επειδή εγώ κάποτε θα φύγω, προτείνω να ιδρυθεί συνεταιριστική επιχείρηση, στην οποία θα ανήκει η αποκλειστικότητα της εκμετάλλευσης. Όλοι θα συμμετέχετε με ποσοστά, ανάλογα με την παραγωγή και την ποιότητα του χαβιαριού. Προσωπικά, δέχομαι να συμμετέχω στο συμβούλιο του συνεταιρισμού» λέει, αφήνοντας άφωνους τους παρισταμένους.
ΕΝΑΣ ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ ΓΙΑ ΔΥΟ ΕΘΝΗ
Το 1806 επιδημία χολέρας εκδηλώνεται στην ευρύτερη περιφέρεια της νότιας Ρωσίας. Άνθρωποι προσβεβλημένοι από την αρρώστια καταφθάνουν για βοήθεια στο Αστραχάν. Ο Βαρβάκης, που κατοικεί σε ένα ξύλινο οίκημα μέσα σε καλλιέργειες στον λόφο Παρμπουτζόφ, μετατρέπει το σπίτι του σε νοσοκομείο, παρέχοντας στους γιατρούς ό,τι υλικό χρειάζονται για την περίθαλψη των ασθενών. Όταν η χολέρα υποχωρεί, ο Ψαριανός καίει το οίκημα και στη θέση του χτίζει ένα πραγματικό νοσοκομείο, δυναμικότητας 50 κλινών, για τραυματίες πολέμου. Επειδή, δε, γνωρίζει ότι η χολέρα έχει αφήσει στρατιές παιδιών ορφανών, καταθέτει υψηλή δωρεά στο Ορφανοτροφείο Μόσχας με καταπίστευμα μηνιαίας επισιτιστικής τροφοδοσίας του και νοσοκομειακής φροντίδας.
Στο μεταξύ, μετά τον θάνατο της γυναίκας του στα Ψαρά, έχει φέρει στο Αστραχάν και την κόρη του με τον σύζυγό της Νικόλαο Γεωργίου Κομνηνό, απόγονο του βυζαντινού αυτοκράτορα, και ο ίδιος ξαναπαντρεύεται, αυτή τη φορά την Εκατερίνα Ιβάνοβνα, με την οποία αποκτά ακόμη δύο κόρες, την Άννα και την Αλεξάνδρα κι έναν γιο, τον Στεπάν, που θα σπουδάσει στη Ναυτική Σχολή του Αστραχάν και θα παρασημοφορηθεί για την ανδρεία του σε πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των Περσών. Αλλά ο Βαρβάκης θα χάσει νωρίς, από ελονοσία, και αυτή τη γυναίκα του. Έναν τρίτο γάμο θα κάνει αργότερα με την τροφό των κοριτσιών του.
Στην πραγματικότητα, η ελονοσία είναι ο υπ΄ αριθμόν ένα εχθρός της υγείας των κατοίκων του Αστραχάν. Τα έλη που ζώνουν την πόλη υγραίνουν τον αέρα της και τον μολύνουν με πάσης φύσεως ζωύφια. Ένα όνειρο του τσάρου Πέτρου Α΄ για αποξήρανσή τους το οποίο «ταξιδεύοντας» ανά τους αιώνες, περνάει από την Αικατερίνη και φτάνει έως τον Αλέξανδρο Α’, παραμένει όνειρο, ελλείψει χρημάτων. Αλλά, όπως θα πουν κάποτε οι κάτοικοι της πόλης, «ό,τι δεν κατάφεραν τρεις τσάροι, κατάφερε ένας άνθρωπος κι αυτός όχι Ρώσος»… Γιατί τη λύση θα δώσει ο Βαρβάκης. Με δικά του σχέδια και έξοδα, θα ανοίξει διώρυγα που θα αποστραγγίσει τα στάσιμο νερό των ελών και θα ενώσει τις δύο όχθες με έξι όμορφες γέφυρες.
Το 1810, ο Βαρβάκης είναι 65 χρόνων και ο καταπονημένος οργανισμός του από τα πνευμονικά νοσήματα έχει ανάγκη από καθαρή ατμόσφαιρα. Ένας εφιαλτικός επίμονος βήχας τον σηκώνει συχνά από τον ύπνο και του θολώνει τη σκέψη, προκαλώντας του εκνευρισμό. Αυτή τη χρονιά οι επανειλημμένες συστάσεις των γιατρών του Αστραχάν να επισκεφθεί τις ιαματικές πηγές του Καυκάσου, πιάνουν τόπο. Κάνει λουτρά, εισπνοές, επισκέπτεται το Ταγκανρόγκ (Ταϊγάνιο) με το θαυμάσιο κλίμα του στην Αζοφική Θάλασσα. Αισθάνεται και πάλι γερός και δυνατός. Έτσι, αποφασίζει να μετοικήσει εκεί. Η πόλη, ενταγμένη κι αυτή στο σχέδιο εποικισμού του Ποτέμκιν, κατοικείται ήδη από κάμποσο κόσμο και μάλιστα Έλληνες στρατιωτικούς, εκ των οποίων κάποιοι γίνονται καλοί συνεργάτες του Βαρβάκη, όταν αποφασίζει να δώσει και σε αυτήν ό,τι της χρειάζεται. Ναούς, νοσοκομεία και ένα ελληνικό σχολείο για Έλληνες και Ρώσους μαθητές, όπου φοιτούν οι αδελφοί Τσέχωφ, Άντον και Αλέξανδρος! Όπως μάλιστα σημειώνει στη βιογραφία του «Τσέχωφ» ο Ανρί Τρουαγιά, ο πατέρας Τσέχωφ, που ήταν φτωχός, αποφάσισε πως οι γιοι του έπρεπε να φοιτήσουν εκεί που φοιτούσαν οι Έλληνες. Έλεγε πως, αφού οι πλούσιοι Έλληνες έμποροι κυριαρχούσαν στο Ταγκανρόγκ, έπρεπε κι αυτοί να παίξουν το παιχνίδι τους! Έτσι, αντί να τους βάλει σε ένα ρωσικό σχολείο, όπως έλεγε η γυναίκα του, προτίμησε με έναν υπολογισμό να τους στείλει σε ελληνικό, όπου θα μάθαιναν τη γλώσσα των επιχειρήσεων και αργότερα, θα έβρισκαν εύκολα δουλειά κοντά στους Έλληνες!
Ο Βαρβάκης είναι ζάμπλουτος και έχει κερδίσει την ευγνωμοσύνη και την εκτίμηση των Ρώσων. Επιπλέον χαίρεται την πολυπληθή πια οικογένειά του, με τα παιδιά και τα εγγόνια του, που φρόντισε να φέρει κοντά του. Στο Ταγκανρόγκ ζουν όλοι μαζί σε ένα όμορφο σπίτι. Αλλά η ψυχή του ζητάει και κάτι ακόμη. Πρόσφερε τόσα πολλά και νιώθει ότι χρωστάει κάτι στον τόπο του. Του χρωστάει ένα όνειρο: τη λευτεριά του. Αν δεν μπορεί απευθείας να το κάνει πραγματικότητα, μπορεί τουλάχιστον να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις…
Ο διευθυντής του δημόσιου σχολείου του Αστραχάν, Δημήτρης Αγάθης και ο Κερκυραίος σπουδαίος επιστήμονας και πνευματικός άνθρωπος, Νικηφόρος Θεοτόκης, υπήρξαν τα δύο πρόσωπα που μύησαν τον Βαρβάκη στον θαυμαστό κόσμο του πνεύματος. Εδώ στο Ταγκανρόγκ γνωρίζει και τον τρίτο εμπνευστή του. Τον διπλωμάτη και κατοπινό υπουργό Εξωτερικών της Ρωσίας, συνονόματό του Καποδίστρια, ο οποίος, συνδρομητής ων του περιοδικού «Λόγιος Ερμής», διαβάζει για την εντυπωσιακή διαδρομή, τις δωρεές και τα ευεργετήματα του Ψαριανού εμπόρου και ευεργέτη. Για δε την ελληνική υπόθεση ο Καποδίστριας συνηθίζει να λέει: «πρέπει πρώτα να μορφώσουν Έλληνες κι έπειτα να κάμουν Ελλάδα…». Όταν, λοιπόν, στέλνει στον Βαρβάκη μία ευχαριστήρια επιστολή για τη συνολική προσφορά του, εκείνος ενθουσιάζεται τόσο πολύ, που αποφασίζει να του απαντήσει γράφοντας για πρώτη φορά ο ίδιος και όχι ο γραμματέας του, στον οποίο συνήθως υπαγορεύει… Το εντυπωσιακά ανορθόγραφο κείμενο, που υπογράφεται «Της υσείς Εκλαμπρώτιτος Ταπινός και υπόχρεος Δούλος ηωανις βαρβακις», ανάβει στον Καποδίστρια το «πράσινο» φως να υποβάλει αιτήματα χρηματοδότησης για την ίδρυση εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, που θα ενισχύσουν την παιδεία και θα ανυψώσουν την εθνική συνείδηση των υπόδουλων Ελλήνων, με πρώτη την Ανώτερη Ελληνική Σχολή της Οδησσού. Ο Βαρβάκης δεν χρειάζεται δεύτερη κουβέντα. Ούτε ποτέ θα χρειαστεί. Ό,τι ζητά ο Καποδίστριας, του το δίνει. Κάποτε, μάλιστα, του γράφει πως για εκείνον κάθε αίτημα βοήθειας προς την πατρίδα είναι «προσταγή», την οποία με ευχαρίστηση θα εκτελεί και ως εκ τούτου δεν χρειάζεται να του εξηγεί για ποιον ακριβώς σκοπό προορίζονται τα χρήματα. «Δια να μην ακολουθή δε άργητα εις τα προσταγάς, κατέβαλα 150 χιλιάδας ρουβλίων, τα οποία είναι έτοιμα, δια να δίδωνται όπου διορίσει…» γράφει στον Καποδίστρια, εμπιστευόμενος απολύτως εκείνον να διαχειρίζεται ένα ταμείο υπέρ του έργου της επιμόρφωσης των Ελλήνων. Καταλήγει, δε, πως την επιθυμία του να είναι ο ίδιος «ο εν λευκώ τροφοδότης αυτού του ταμείου», την έχει καταχωρήσει και στη διαθήκη του, ώστε ουδείς να μπορεί να την ανατρέψει.
Αντίστοιχης σπουδαιότητας τόσο για τον ίδιο, όσο κυρίως για την Ελλάδα, θα είναι αργότερα και η σχέση του με τον Αδαμάντιο Κοραή. Το 1819, ο Ψαριανός είναι πια 74 χρόνων και λαμβάνει μία συγκινητική επιστολή από τον Έλληνα διαφωτιστή, ο οποίος του συστήνεται ως «γείτονας», καθώς πατρίδα του είναι η Χίος. Τον ευχαριστεί, λοιπόν, για την προσφορά του προς το γυμνάσιο του νησιού, όπου με εντολή Βαρβάκη εστάλη το αντίτιμο από την πώληση ενός φορτίου σίτου. Τον προτρέπει να συνεχίσει τις δωρεές, φροντίζοντας «ως γνησίους αδελφούς» τους διδασκάλους και τους επιστάτες του σχολείου και «ως αγαπητά τέκνα» τους μαθητές του. «Την διακοπήν της παιδείας, φίλε μου, εις τας παρούσας περιστάσεις την κρίνω και τη θρηνώ, ως πολλά μεγάλην δυστυχίαν. Τώρα μάλιστα έχομεν χρείαν παιδείας δια να καταλάβωμεν και να ενεργήσωμεν όσα μέσα είναι αναγκαία εις την απόκτησιν και τη διατήρησιν της ελευθερίας» του γράφει.
Ο Βαρβάκης στέλνει χρήματα όχι μόνο για το σχολείο και τα βιβλία του, αλλά και για το νοσοκομείο. Είναι ήδη ευεργέτης του νησιού. Σε πολλά από τα έργα του ο Κοραής δεν παραλείπει να τον επαινέσει. Τον χαρακτηρίζει «μεγίστων εγκωμίων άξιο Έλληνα».
Η ΦΙΛΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ, Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ Η ΑΔΟΞΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΤΩΝ ΟΣΤΩΝ ΕΝΟΣ ΣΠΟΥΔΑΙΟΥ ΠΑΤΡΙΩΤΗ
Στο μεταξύ, μία μυστική πατριωτική οργάνωση έχει συστηθεί το 1814 στην Οδησσό από Έλληνες διαφωτιστές, με στόχο την προετοιμασία του Αγώνα. Τα μέλη της προσεγγίζουν λόγιους της διασποράς, μεταγγίζουν την ιδέα της επανάστασης και συγκεντρώνουν οπλισμό. Κατά τον ιστορικό και χρονικογράφο της εποχής, Ιωάννη Φιλήμονα, το καταστατικό της οργάνωσης, που ονομάζεται Φιλική Εταιρεία, είναι δανεισμένο -στον κορμό του- από το καταστατικό των τεκτόνων. Τα δε μέλη της χρησιμοποιούν ψευδώνυμα και κατατάσσονται σε βαθμούς. Εικάζεται ότι ο άνθρωπος της Εταιρείας, ο οποίος αναλαμβάνει να «στρατολογήσει» τον Βαρβάκη είναι ο εκ Φιλιππουπόλεως ορμώμενος Έλληνας έμπορος Αντώνης Κομιζόπουλος, που αυτή την εποχή έχει ανοικτές δουλειές στη Μόσχα. Σε χειρόγραφα χρονικά της οργάνωσης, που αποκαλύπτονται δεκαετίες μετά, το όνομα του Βαρβάκη επαναλαμβάνεται τακτικά. Είναι ο μόνος που δεν χρησιμοποιεί συνθηματικό ψευδώνυμο. Αναφέρεται πάντα ως «άρχοντας Ιωάννης Βαρβάκης».
Οι δωρεές του Βαρβάκη εξακολουθούν εντατικότερα ενόψει της προετοιμασίας του Αγώνα. Μέσω των εφόρων της Ελληνικής Κοινότητας Οδησσού, αλλά και δικών του ανθρώπων -συνδέσμων στην Ελλάδα και αλλού- στέλνει χρήματα, που προορίζονται για όπλα. Όταν επανάσταση ξεσπά, ο γερο-Βαρβάκης εκτός από το να μοιράζει αφειδώς χρήμα (μόνο στη δεσποτεία της Πελοποννήσου το 1823 στέλνει 200.000 ρούβλια!), στρατολογεί αξιόμαχους Έλληνες που θέλουν να πολεμήσουν, τους εφοδιάζει και τους στέλνει στα πεδία του Αγώνα. «Είθε η Θεία Πρόνοια τοιούτον ευεργέτην του Γένους να μας χαρίσει δια πολλούς χρόνους, επειδή τω όντι εστάθη και είναι το παράδειγμα του ζήλου και του αληθούς πατριωτισμού» δημοσιεύουν οι έφοροι στην Οδησσό.
Αλλά η μεγάλη έγνοια του Βαρβάκη είναι για το νησί του, τα Ψαρά, και για τη γειτονική Χίο, όπου στη Μονή της Καλημασιάς μονάζει η μητέρα του. Την απόφαση να ντυθεί το καλογερικό ένδυμα πήρε η Μαρού, ενώ βρισκόταν πλάι στον γιο της, στο Ταγκανρόγκ και διαπίστωνε ότι σιγά σιγά χάνει το φως της. Ζήτησε τότε από τον Ιωάννη να την οδηγήσει στην Πόλη, να πάρει την ευλογία του Γρηγορίου Ε΄ και να κλειστεί σε μοναστήρι. Είχε πατήσει ήδη τα 80. Τον Μάρτιο του 1822, όταν ο οθωμανικός στόλος θα κυκλώσει το νησί, προκαλώντας μία από τις αγριότερες σφαγές (40.000 και πλέον οι σφαγιασθέντες) στην ελληνική ιστορία, δύο Ψαριανοί πυρπολητές, οι Νικόδημος και Κανάρης, θα σπεύσουν να σώσουν όσους μπορούν, ανάμεσα σε αυτούς και τη Μαρού, που θα ξεψυχήσει εντέλει ήσυχη στα 93 της. Με κάθε ευκαιρία, ο Βαρβάκης θα δηλώνει ευγνώμων προς τους δύο συντοπίτες του.
Η αγώνας των επαναστατημένων Ελλήνων συνεχίζεται αμείωτος. Ο Βαρβάκης είναι πια 79 χρόνων, όταν αποφασίζει να πάει στα Ψαρά. Πεθύμησε τον τόπο του, λέει, κι επιπλέον θέλει να γνωρίσει τον ξακουστό Γέρο του Μοριά, Κολοκοτρώνη. Οι κόρες του, οι γαμπροί τα εγγόνια του προσπαθούν να τον αποτρέψουν. Δεν ακούει κανέναν. Τον Μάρτιο του 1824 συντάσσει τη διαθήκη του, με την οποία ένα τεράστιο κομμάτι της περιουσίας του αφήνεται στη διαχείριση του ελληνικού έθνους, και τον επόμενο μήνα αναχωρεί για το νησί, με προηγούμενες στάσεις στην Οδησσό και τη Βιέννη, όπου πρέπει να τακτοποιήσει κάποιες εκκρεμότητες. Στα τέλη του Ιουνίου είναι ακόμα στη Βιέννη, όταν πληροφορείται ότι η πατρίδα του, τα Ψαρά, δεν υπάρχουν πια! Καταστράφηκαν από τους Οθωμανούς και οι μισοί ντόπιοι μαζί με πολλούς από εκείνους που είχαν βρει καταφύγιο από τη Χίο, σφαγιάσθηκαν! Η κλονισμένη υγεία του Βαρβάκη επιδεινώνεται, αλλά έχει πράγματα να κάνει ακόμα… Πηγαίνει στη Γενεύη για να βρει τον Καποδίστρια, να τον συμβουλευτεί, κι έπειτα βάζει ρότα για τη Ζάκυνθο, όπου μία τριανδρία λογίων (Δραγώνας, Ρώμας και Στεφάνου) έχει ιδρύσει επιτροπή για τον ανεφοδιασμό των επαναστατών. Ο Βαρβάκης ελπίζει ότι εκείνοι θα γνωρίζουν κάτι και για την τύχη των Ψαριανών, που πρόλαβαν να εγκαταλείψουν το νησί. Στα σπίτια, όπου τον προσκαλούν, περιγράφει τον τόπο του με πόνο ψυχής. Μιλά για έναν βράχο στη μέση του πελάγους, για την άνυδρη, μαύρη ράχη του, και κλαίει. Στη δεύτερη συνάντησή του με τον Διονύσιο Σολωμό, εμπνευσμένος ο ποιητής από τις περιγραφές του Ψαριανού, του απαγγέλλει: «Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη, περπατώντας η δόξα μονάχη, μελετά τα λαμπρά παλληκάρια και εις την κόμην στεφάνι φορεί, γινωμένο από λίγα χορτάρια, που ΄χαν μείνει στην έρημη γη». Ο Βαρβάκης, συγκινημένος, σκύβει και φιλά τα χέρια του νεαρού ποιητή.
Στη Μονεμβασιά, όπου έχουν καταφύγει πολλοί από τους Ψαριανούς, θα δουν τον συντοπίτη τους, παρά το προχωρημένο της ηλικίας του, να μοιράζει ο ίδιος διπλά και τρίδιπλα ρούχα, φαγητά και χρήματα για να εξαγοράσουν από τους Τούρκους τις ζωές φυλακισμένων ανθρώπων τους. Είναι και πάλι εκεί. Κοντά τους. Σε ένα θλιβερό χρέος. Τον αγκαλιάζουν, τον φιλούν. Τον ευγνωμονούν. Στο τέλος, συντάσσουν ένα ψήφισμα, με το οποίο τον ανακηρύσσουν «πατέρα των Ψαρών» και το υπογράφουν όλοι!
Αλλά η κατάρα της φυλής παραμονεύει… Οι Έλληνες δίνουν μία μάχη με τους Τούρκους και μία άλλη μεταξύ τους! Ένας εμφύλιος, που έχει ξεσπάσει ανάμεσα στα στρατόπεδα των Αγγλόφιλων και των Ρωσόφιλων εξελίσσεται αναίσχυντα επάνω στα σπαράγματα μιας επαναστατημένης Ελλάδας, που διψάει για οριστική αποτίναξη του ενός ξένου ζυγού και -κατά πώς φαίνεται- δεν ανησυχεί για την ένταξή της σε έναν άλλο… Στο Ναύπλιο, ο Βαρβάκης βρίσκει Κουντουριώτη, Κωλέττη και λοιπούς υποστηριζόμενους από τους Άγγλους «σωτήρες τους έθνους» να αντιμάχονται, ως αντάρτες, τους Κολοκοτρώνη, Δεληγιάννη και τους άλλους τους νόμιμου Εκτελεστικού Σώματος. Όσο για τον ίδιο; Πώς θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί; Μα, ασφαλώς ως άνθρωπος των Ρώσων! Η δε πρότασή του να αναλάβει την κυβέρνηση ο Καποδίστριας, ασφαλώς αρχικά θα απορριφθεί. «Δεν εισακούσθη, αγγλιζούσης μάλλον ή ρωσσιζούσης κατ΄ εκείνον τον καιρόν της Ελλάδος» θα γράψει ο Τρικούπης.
Ο Ψαριανός επιστρέφει πικραμένος στη Ζάκυνθο. Ποτέ κανείς δεν θα μάθει ποιες θα είναι οι τελευταίες του κουβέντες, στο λοιμοκαθαρτήριο του νησιού, όπου οδηγείται, προσβεβλημένος από λοιμώδη νόσο και όπου αφήνει την τελευταία του πνοή ξημερώματα 12ης Ιανουαρίου του 1825.
Το θέμα είναι ότι ακόμα και αυτά τα οστά του, κάνουν πολύ καιρό να αναπαυτούν… Η σορός του Βαρβάκη, ως σορός πάσχοντος από μολυσματική νόσο, θάβεται σε σημείο απομακρυσμένο από τον οικισμό του νησιού. Ωστόσο, ο τόπος απαλλοτριώνεται για ανέγερση οικήματος, οπότε τα οστά συλλέγονται και με τη φροντίδα των αγγλικών Αρχών, υπό τις οποίες τελεί το νησί, τοποθετούνται με επιμέλεια σε λάρνακα από χυτοσίδηρο και θάβονται αλλού.
Στο μεταξύ, από το δεύτερο μισό του 19ου αι. και κατά τις επιταγές της διαθήκης του ευεργέτη, στην Αθήνα συστήνεται επιτροπή με στόχο την αγορά οικοπέδου κατάλληλου για την ανέγερση ενός σχολείου, που θα φέρει το όνομά του. Στις υποχρεώσεις της επιτροπής είναι και η εύρεση σημείου, όπου θα ανεγερθεί μνημείο Βαρβάκη. Γι αυτό το τελευταίο επιλέγεται ο χώρος του Ζαππείου, όπου το 1872 θα στηθεί ο ανδριάντας του Ψαριανού ευεργέτη.
Πίσω στη Ζάκυνθο, η λάρνακα με τα οστά ξεθάβεται εκ νέου, καθώς το συγκεκριμένο σημείο έχει επιλεγεί αυτή τη φορά για ανέγερση ναού. Το 1902, τα οστά δίδονται σε απόγονο του Βαρβάκη, ο οποίος τα φέρνει στην Αθήνα και τα παραδίδει στο Ζάππειο μέγαρο, εκτιμώντας ότι πρέπει να ταφούν κάτω από τον ανδριάντα του. Η λάρνακα ξεχνιέται στα υπόγεια του Ζαππείου, «βλέποντας» στα χρόνια που περνούν βαλκανικούς πολέμους και α΄ παγκόσμιο, περιόδους κατά τις οποίες το Ζάππειο επιτάσσεται και λειτουργεί πότε ως στρατώνας και πότε ως νοσοκομείο. Το 1928, δισέγγονος του Βαρβάκη παίρνει τη λάρνακα από το Ζάππειο και την παραδίδει στην Ακαδημία Αθηνών. Εκεί, στα υπόγεια όπου λειτουργεί το Αρχείο του Κράτους, τα οστά του Βαρβάκη βρίσκουν μία νέα στέγη έως το 1933, οπότε, με τη μεσολάβηση του δήμου Αθηναίων, θα αναπαυτούν δια παντός σε χώρο του Α΄ Κοιμητηρίου.
ΠΗΓΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 21, Δ. Φωτιάδη (Εκδ. Ν.ΒΟΤΣΗ/ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, 1971)
ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΑΚΗΣ / Ο ΠΑΤΡΙΩΤΗΣ, Β. Ασημομύτη (Εκδ. ΚΑΚΤΟΣ, 2001)
ΕΥΕΡΓΕΤΕΣ ΔΥΟ ΠΑΤΡΙΔΩΝ, Κ. Παπουλίδη (Εκδ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ, 2015)
Great Greek Biographical Dictionary, 2000
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ / Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ (Εκδ. ΔΟΜΗ, τομ. 9)
«Εφημερίς των Αθηνών», αρ. φύλλου 20 – 8/11/1824
ΒΑΡΒΑΚΕΙΟ ΠΡΟΤΥΠΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ
ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
ΤΣΕΧΩΦ, Α. Τρουαγιά (Εκδ. LIBRO, 2001)
Εφημερίδα «ΕΣΤΙΑ», 21/9/2020
ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ / Ελ. Γ. Σκιαδά, 2020
ΕΡΤ, Αφιέρωμα «Ιωάννης Βαρβάκης»
ΠΕΠΤΟΥΣΙΑ – ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ