1.Η «τέλεια καταιγίδα» του 2022
Οι φθηνοί ρωσικοί ενεργειακοί πόροι, ήταν για πολλά χρόνια ο «αέρας στα πανιά» της Ευρωπαϊκής οικονομίας και ειδικότερα της Γερμανίας, που κάλυπτε το 50% (!) των αναγκών της με ρωσικό φυσικό αέριο. Ήταν τόσο βολική αυτή η κατάσταση για τις Ευρωπαϊκές χώρες, ώστε παράβλεπαν τους εμφανείς κινδύνους που πήγαζαν από αυτή τη διαρκώς διευρυνόμενη εξάρτηση.
Συνέχισαν μάλιστα να αγνοούν τα κραυγαλέα μηνύματα που έστειλε ο Πούτιν το 2008 (όταν διεκδίκησε Αμπχαζία και Οσετία) και το 2014-2015 που οργάνωσε τις αυτονομιστικές κινήσεις στο Donetsk και το Lugansk και προσάρτησε την Κριμαία. Ήταν λοιπόν αναπόφευκτο να έλθει κάποια στιγμή ο λογαριασμός για αυτά τα τεράστια λάθη.
Το κακό είναι ότι ήλθε σε μια πολύ δύσκολη συγκυρία και γι αυτό δημιούργησε την «τέλεια καταιγίδα»: Λίγους μήνες μετά τη χαλάρωση των περιορισμών για την πανδημία, η ζήτηση αποσυμπιεζόταν με γρήγορους ρυθμούς και γι αυτό δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί από την μειωμένη (λόγω των αλλεπάλληλων lockdown) παραγωγή και την αποδιοργανωμένη εφοδιαστική αλυσίδα. Η εντατική προσπάθεια για την κάλυψη του ελλείμματος προσφοράς που ακολούθησε, υπερθέρμανε ταχύτατα την οικονομία, «βάζοντας φωτιά» στις τιμές πρώτων υλών, μεταφορικών κλπ και στέλνοντας τη ζήτηση για ενέργεια σε πρωτοφανή ύψη.
Σε αυτή τη συγκυρία, λοιπόν, ήλθε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και ακολούθησαν οι κυρώσεις, η ανάγκη απεξάρτησης από τη ρωσική ενέργεια, ο περιορισμός των ροών ρωσικού αερίου κλπ.
Όλα αυτά προκάλεσαν (πέρα από γεωπολιτικές ανατροπές) πρωτόγνωρες ανισορροπίες στην αγορά ενέργειας, δημιουργώντας τεράστια ελλείμματα προσφοράς, στέλνοντας τις τιμές σε πρωτοφανή ύψη, απογειώνοντας τον πληθωρισμό, προκαλώντας μεγάλη αύξηση επιτοκίων και βάζοντας την Ευρωπαϊκή οικονομία στο δρόμο της ύφεσης.
2.Η αγορά ενέργειας το 2023
Όπως είναι γνωστό, το ενεργειακό πρόβλημα της ΕΕ, οφείλεται κατά κύριο λόγο στην περιορισμένη προσφορά φυσικού αερίου και ξεκίνησε τον περασμένο χρόνο, όταν οι εισαγωγές από τη Ρωσία περιορίσθηκαν στα 60 δις κυβικά μέτρα, από 140 το 2021.
Έτσι, με ένα έλλειμμα 80 δις κ.μ. και την αγορά ενέργειας σε πλήρη διαταραχή, το πρώτο μεγάλο στοίχημα ήταν να βγει ο Χειμώνας χωρίς να χρειαστεί να γίνουν περικοπές στα Ευρωπαϊκά νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Μέχρι στιγμής, τα πράγματα πάνε καλά και όλα δείχνουν ότι ο στόχος θα επιτευχθεί. Στους βασικούς συντελεστές αυτής της επιτυχίας περιλαμβάνονται:
- Η καλή προετοιμασία των χωρών-μελών, που διεύρυναν την αποθηκευτική τους ικανότητα και με εντατικές αγορές LNG πέτυχαν πληρότητα 95%.
- Η μείωση της κατανάλωσης ενέργειας σε ποσοστό μεγαλύτερο του 10%.
- Η ευνοϊκή συγκυρία του καλού καιρού.
- Η χαμηλή ζήτηση ενέργειας από την Κίνα (λόγω της πολιτικής zero covid που λειτούργησε ως φρένο στην ανάπτυξη της οικονομίας της).
Έτσι, βρισκόμαστε στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου και οι αποθήκες εξακολουθούν να είναι κατά 82% γεμάτες (τον Ιανουάριο του 2022 η πληρότητα ήταν 50%). Παράλληλα, οι ροές προς την Ευρώπη συνεχίζονται αμείωτες και μάλιστα με καλύτερες τιμές.
Το επόμενο στοίχημα είναι να εξασφαλισθεί ενεργειακή επάρκεια για τον τρέχοντα χρόνο και να περιορισθεί το κόστος ενέργειας, που τροφοδοτεί τον πληθωρισμό και οδηγεί την Ευρωπαϊκή οικονομία στην ύφεση.
Παρά την επιτυχία του 2022, η κατάσταση είναι εξαιρετικά δύσκολη, γιατί έχει διαταραχθεί η δομική λειτουργία της αγοράς ενέργειας (ειδικότερα του φυσικού αερίου) και θα χρειασθούν 3-4 χρόνια για την αποκατάσταση της ισορροπίας. Έτσι, τα εμπόδια για την επίτευξη του στόχου είναι μεγάλα, χωρίς όμως να λείπουν και τα σημάδια που επιτρέπουν κάποια συγκρατημένη αισιοδοξία.
Ας ξεκινήσουμε με τη μεγάλη εικόνα και πρώτα απ όλα με την οικονομία.
Τα πρόσφατα δεδομένα αλλά και οι περισσότερες προβλέψεις, δείχνουν ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας θα μειωθεί σημαντικά (1,7% έναντι 3,2% το 2022 και 6% το 2021), η κινεζική οικονομία θα διατηρήσει τους χαμηλούς ρυθμούς του 2022 και η Ευρωπαϊκή οικονομία θα κινηθεί στα όρια της ύφεσης. Αυτές οι εξελίξεις προφανώς θα επιδράσουν προς την κατεύθυνση του περιορισμού του χάσματος μεταξύ προσφοράς και ζήτησης και θα διευκολύνουν τον ενεργειακό εφοδιασμό της ΕΕ. Π.χ., ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας εκτιμά ότι η ΕΕ θα καταφέρει να προμηθευτεί 40 δις κ.μ. φυσικού αερίου σε μορφή LNG το 2023 (κυρίως από ΗΠΑ και Κατάρ) και παράλληλα θα καταφέρει να υποκαταστήσει επαρκώς το ρωσικό πετρέλαιο.
Θετική συμβολή στην προσπάθεια περιορισμού του ελλείμματος προσφοράς, θα έχει και το πρόγραμμα RepowerEU (200 δις ευρώ), που χρηματοδοτεί επενδύσεις για την εξοικονόμηση ενέργειας, την αποθήκευση της, τη διαφοροποίηση των πηγών προέλευσης της και την αύξηση της παραγωγής της, ευνοώντας ταυτόχρονα τη μετάβαση προς την καθαρή ενέργεια. Επίσης, η ενδεχόμενη άρση των κυρώσεων (υπό προϋποθέσεις) σε Ιράν και Βενεζουέλα.
- Βλέπουμε δηλαδή, ότι υπάρχουν αρκετοί λόγοι που μας επιτρέπουν να ελπίζουμε σε εξελίξεις που θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν, σε κάποιο βαθμό, τις αρνητικές επιπτώσεις από τις διάχυτες ανισορροπίες στην αγορά ενέργειας, οι οποίες τροφοδοτούνται κατά κύριο λόγο από τον συνεχιζόμενο πόλεμο στην Ουκρανία.
Με αυτά τα δεδομένα, εκτιμώ ότι οι τιμές του φυσικού αερίου, του πετρελαίου και των λοιπών ενεργειακών πόρων, θα διαμορφωθούν το 2023 κατά μέσο γύρω από τα τρέχοντα επίπεδα, παρουσιάζοντας όμως μεγάλη μεταβλητότητα, η οποία θα οδηγήσει αρκετές φορές τις τιμές πολύ ψηλά. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το πιθανότερο είναι ότι θα χρειαστούν τα πλαφόν της ΕΕ και του G7 για να αμβλύνουν τις ακραίες διακυμάνσεις.
3.Επίλογος
Η ΕΕ τα κατάφερε το 2022 και όλα δείχνουν ότι θα τα καταφέρει και το 2023, ίσως μάλιστα με μικρότερο κόστος, αλλά η αγορά ενέργειας θα χρειαστεί αρκετό χρόνο να ομαλοποιηθεί. Όλα δείχνουν ότι η απεξάρτηση της Ευρώπης από τους ρωσικούς ενεργειακούς πόρους, που φάνταζε ανέφικτη αρχικά, είναι πλέον μεσοπρόθεσμα δυνατή και μάλιστα πριν το 2030 που έχει τεθεί ως στόχος.
Στο μεσοδιάστημα, όμως, η Ευρωπαϊκή οικονομία θα δοκιμασθεί αρκετές φορές και θα δυσκολευτεί να διατηρήσει την ανταγωνιστικότητα της, πληρώνοντας κάθε χρόνο μέχρι και 100 δις $ παραπάνω απ’ ότι πλήρωνε το 2021. Ειδικότερα, με βάση τις σχετικές εκτιμήσεις, το κόστος απεξάρτησης για το φυσικό αέριο (από Αζερμπαϊτζάν, Αλγερία, Νορβηγία, ΗΠΑ, Κατάρ) υπολογίζεται σε 40-50 δις $, για το πετρέλαιο σε 20-30 δις $ και για τον άνθρακα (από ΗΠΑ, Αυστραλία) σε 15-20 δις $.
Μεγάλο το κόστος, αλλά αξίζει να πληρωθεί, για να τελειώνουμε με αυτή την εφιαλτική εξάρτηση, που αποτελεί έναν μεγάλο για την Ευρώπη, απειλώντας όχι μόνο την οικονομία αλλά και την μακροπρόθεσμη πολιτική και κοινωνική δομή και συνοχή της.