Σε απόγνωση οι δανειολήπτες που βλέπουν τις δόσεις των δανείων του να εκτινάσσονται στα ύψη με τη συνεχή άνοδο των βασικών επιτοκίων. Παρότι ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη επιβραδύνει και η Federal Reserve μείωσε τον ρυθμό των δικών της αυξήσεων επιτοκίων, στις 25 μονάδες βάσης, η ΕΚΤ δια στόματος Λαγκάρντ προανήγγειλε δεύτερη κατά σειρά αύξηση κατά 50 μονάδες βάσης, που φέρνει το επιτόκιο καταθέσεων στο 2,5% και το επιτόκιο αναχρηματοδότησης στο 3%.
Η νέα άνοδος των επιτοκίων από την ΕΚΤ αναμένεται μέχρι το τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2023 συμπαρασύροντας και το euribor, που αποτελεί τη βάση τιμολόγησης για όλα τα στεγαστικά και τα επιχειρηματικά δάνεια.
«Η αποφασιστικότητά μας να φτάσουμε σε πληθωρισμό 2% μεσοπρόθεσμα δεν θα πρέπει να αμφισβητείται», τόνισε η Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία ωστόσο απέρριψε την ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία η κίνηση της Πέμπτης σημαίνει ότι ο κύκλος αύξησης των επιτοκίων πλησιάζει στο τέλος του. «Όχι. Γνωρίζουμε ότι έχουμε έδαφος να καλύψουμε, γνωρίζουμε ότι δεν έχουμε τελειώσει», είπε.
- Σύμφωνα με το Reuters αξιωματούχοι της ΕΚΤ αναμένουν τουλάχιστον δύο ακόμα αυξήσεις επιτοκίων, αν και παραμένουν διαφορές για τον ρυθμό των αυξήσεων και το «ταβάνι» των επιτοκίων. Δύο αξιωματούχοι δήλωσαν στο Reuters ότι είναι ξεκάθαρο ότι τα επιτόκια θα αυξηθούν και τον Μάιο, αν και το Διοικητικό Συμβούλιο δεν έχει συζητήσει ακόμα το μέγεθος των αυξήσεων. Με βάση τα τρέχοντα στοιχεία, ανέφεραν, κάποιοι αξιωματούχοι αναμένουν μια πιθανή αύξηση των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης στη συνεδρίαση του Μαϊου, ενώ άλλοι εκτιμούν ότι θα υπάρξει εκ νέου αύξηση 50 μονάδων βάσης που θα ανεβάσει τα επιτόκια στο 3,5%.
Σε κάθε περίπτωση, οι συνεχιζόμενες αυξήσεις του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ τους επόμενους μήνες συμπαρασύρει σε περαιτέρω αύξηση του κόστους δανεισμού για επιχειρήσεις και νοικοκυριά και σημαντική επιβάρυνση του υφιστάμενου χρέους, που σύμφωνα με στοιχεία της ΤΤΕ ανέρχεται σε 199 δισ. ευρώ. Πρόκειται για χρέος που κατά 112,4 δισ. ευρώ βρίσκεται στα χέρια των τραπεζών και κατά 86,8 δισ. ευρώ στα χέρια των funds μέσα από τις αγορές κόκκινων κυρίως δανείων τα τελευταία χρόνια.
Βασικό ζητούμενο είναι το κατά πόσον η άνοδος του κόστους χρήματος θα αποθαρρύνει τη ζήτηση για δανεισμό, κάτι που προς το παρόν τουλάχιστον δεν φαίνεται να αγγίζει τη ζήτηση για επιχειρηματικά δάνεια. Η τάση αυτή επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία για την πιστωτική επέκταση την προηγούμενη χρονιά, που κινήθηκε με ρυθμό περίπου 10% και εκτιμάται ότι θα διατηρήσει τη δυναμική της, κυρίως σε ό,τι αφορά τις μεγάλες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις –με βάση τον ευρωπαϊκό ορισμό– βασιζόμενη κυρίως στα φθηνά δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης, αλλά και στα προγράμματα του ΕΣΠΑ.
- Οι μικρές επιχειρήσεις που θεωρούνται πιο ευάλωτες στις διακυμάνσεις των επιτοκίων θα πιεστούν σημαντικά, καθώς ήδη τα επιτόκια σε αυτή την κατηγορία δανείων κινούνται σε υψηλά επίπεδα κοντά στο 8%, με εξαίρεση τα δάνεια που φέρουν την εγγύηση συγχρηματοδοτούμενων από την Ε.Ε. μέσω οργανισμών όπως η ΕΤΕΠ, αλλά και νέων προγραμμάτων της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας που δρομολογούνται για το 2023.
Οι τράπεζες θα επιδιώξουν τη διεύρυνση αυτών των συνεργασιών εντός του 2023 προκειμένου να εξασφαλίσουν ευνοϊκότερη χρηματοδότηση για την πιο ευαίσθητη κατηγορία επιχειρήσεων, που αποτελεί και την κρίσιμη μάζα του ελληνικού επιχειρείν, διασφαλίζοντας επιτόκια που θα κινηθούν στο επίπεδο του 6%, το οποίο ωστόσο προϋποθέτει είτε προσωπικές εξασφαλίσεις είτε εγγυήσεις μέσω ευρωπαϊκών μηχανισμών.
- Τα στεγαστικά δάνεια θα συνεχίσουν να βρίσκονται «στο μάτι του κυκλώνα» καθώς η άνοδος του euribor στο 2,2% υπολογιζόμενη πάνω σε ένα μέσο τραπεζικό περιθώριο 2,5%, οδηγεί σε αύξηση της μηνιαίας δόσης κατά 115 ευρώ για ένα δάνειο 100.000 ευρώ με διάρκεια αποπληρωμής τα 30 χρόνια.
Η προοπτική ανόδου του euribor στο 3% οδηγεί σε αύξηση περίπου κατά 175 ευρώ τον μήνα και θα αυξήσει τον βαθμό δυσκολίας για την εξυπηρέτηση των στεγαστικών δανείων, που παραδοσιακά αποτελούν τον καθρέφτη της αγοράς και των πιέσεων που δέχονται οι οικογενειακοί προϋπολογισμοί. Εξίσου σοβαρός από την άνοδο των επιτοκίων είναι ο φόβος για τη νέα παραγωγή στεγαστικών δανείων με ανακοπή της ζήτησης εξαιτίας και των υψηλών τιμών των ακινήτων, που συνεχίζουν να ενισχύονται.
Έχοντας εξαντλήσει τα περιθώρια συγκράτησης στα σταθερά επιτόκια που κυριάρχησαν το 2022, οι τράπεζες υποχρεώνονται να κινηθούν πιο επιθετικά με μειώσεις των spreads στα κυμαινόμενα επιτόκια, ώστε να αναχαιτιστεί η άνοδος του κόστους λόγω των αυξήσεων στο euribor και να συντηρηθεί η ζήτηση.΄Ηδη ένα τμήμα της νέας ζήτησης αναζητεί λύσεις σε σταθερά επιτόκια για μικρές διάρκειες –π.χ. 3ετία– και στη συνέχεια κυμαινόμενο, «ποντάροντας» στον προσωρινό ορίζοντα της ανόδου των επιτοκίων και την αποκλιμάκωσή τους στο εγγύς μέλλον.
Η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Ανοικτής Αγοράς (FOMC) επιβεβαίωσε για μια ακόμη φορά τις προσδοκίες οικονομολόγων και επενδυτών, επιβραδύνοντας εκ νέου τον ρυθμό αύξησης των επιτοκίων της, κάτι για το οποίο είχαν προϊδεάσει και τα πρακτικά της Επιτροπή από τη συνεδρίαση του Δεκεμβρίου.
Πιο συγκεκριμένα, η FOMC προχώρησε σήμερα σε αύξηση των επιτοκίων της κατά 25 μονάδες βάσης, στο εύρος του 4,50%-4,75%.
Σημειώνεται ότι είναι η όγδοη κατά σειρά αύξηση επιτοκίων που έχει κάνει η Fed από πέρυσι τον Μάρτιο.
«Ο πληθωρισμός έχει μετριαστεί κάπως αλλά παραμένει υψηλός» τόνισε η κεντρική τράπεζα σε ανακοίνωση που εξέδωσε μετά το πέρας της διήμερης συνεδρίασης.
Οικονομικοί αναλυτές επισημαίνουν πως οι συνεχιζόμενες αυξήσεις ενσπείρουν ανησυχία στους επενδυτές, που ενδεχομένως έχουν υποτιμήσει τις ενδείξεις ότι ο πληθωρισμός παραμένει σε υψηλά επίπεδα.
Μέχρι στιγμής οι επιθετικές αυξήσεις των επιτοκίων έχουν μεν οδηγήσει σε μερική αποκλιμάκωση των πληθωριστικών πιέσεων, αλλά οι αυξήσεις των τιμών παραμένουν ανησυχητικά υψηλές καθώς στις ΗΠΑ ο πληθωρισμός βρίσκεται στο 6,5% και στην Ευρωζώνη στο 9,2%.
Ο δομικός πληθωρισμός, άλλωστε, αυτός από τον οποίο αφαιρούνται οι ευμετάβλητες τιμές των τροφίμων και της ενέργειας, παραμένει αυξημένος. Στις αγορές επικρατεί η πεποίθηση πως ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει σταδιακά στον στόχο του 2% που έχουν υιοθετήσει τόσο η ΕΚΤ όσο και η Τράπεζα της Αγγλίας.
Όπως επισημαίνει το Reuters, η τρέχουσα συγκυρία θα αποτελέσει την πρώτη μεγάλη δοκιμασία της προσέγγισης των κεντρικών τραπεζών στη νομισματική πολιτική τους. Θα φανεί εν ολίγοις κατά πόσον αυτή η προσέγγιση αποδίδει αφ’ ης στιγμής αρχίσουν να εκτοξεύονται οι τιμές και πόσο πιστά θα την εφαρμόσουν οι κεντρικές τράπεζες αν αποβεί περαιτέρω επιζήμια για τις οικονομίες τους.
Ο χρόνος μετράει αντίστροφα για την καθιέρωση της τηλεργασίας στο Δημόσιο σε μόνιμη βάση, μετά και την έκδοση εγκυκλίου από το υπουργείο Εσωτερικών, κατ’ εφαρμογή του σχετικού νόμου του Μάκη Βορίδη που ψηφίστηκε το 2021 και την επικείμενη έκδοση σχετικού Προεδρικού Διατάγματος.
Η εφαρμογή της εξ αποστάσεως εργασίας στις έκτακτες συνθήκες της πανδημίας covid 19, αποτέλεσε εφαλτήριο για την αξιοποίηση των ψηφιακών λύσεων και σε κανονικές συνθήκες.
Στην εγκύκλιο που αναρτήθηκε στη ΔΙΑΥΓΕΙΑ αναφέρονται οι προπαρασκευαστικές ενέργειες που απαιτείται να προηγηθούν ώστε να διασφαλιστεί το κατάλληλο επίπεδο ασφαλείας έναντι των κινδύνων για τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.
Το επόμενο διάστημα αναμένεται να εκδοθεί το Προεδρικό Διάταγμα, ύστερα από πρόταση των υπουργών Εσωτερικών, Ψηφιακής Διακυβέρνησης και Δικαιοσύνης, και κατόπιν γνώμης της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, για την ρύθμιση θεμάτων προστασίας των προσωπικών δεδομένων των τηλεργαζομένων.
Η εγκύκλιος επισημαίνει ρητά ότι η παροχή τηλεργασίας θα είναι δυνατή, εφόσον κάθε φορέας εναρμονιστεί με τις σχετικές απαιτήσεις των ευρωπαϊκών κανονισμών. Συγκεκριμένα πριν την έκδοση του ΠΔ θα πρέπει να έχουν συμπληρώσει τα αρχεία δραστηριοτήτων επεξεργασίας (records of processing activities-RPA) και την εκτίμηση αντικτύπου σχετικά με την προστασία δεδομένων (data protection impact assessment – DPIA).
Ακολούθως, ο προϊστάμενος κάθε Διεύθυνσης ή Αυτοτελούς Τμήματος θα πρέπει να καθορίσει τις λεπτομέρειες για την εφαρμογή του μέτρου, όπως οι θέσεις εργασίας που είναι επιλέξιμες για τηλεργασία, κατά αριθμό και κλάδο/ειδικότητα και οι σχετικές ημερομηνίες για το α’ τρίμηνο του 2023. Ανάλογα θα πράττει στην αρχή κάθε ημερολογιακού τριμήνου. Η απόφαση θα κοινοποιηθεί στους υπαλλήλους προκειμένου όσοι επιθυμούν να τηλεργαστούν και εφόσον ανήκουν σε κλάδο/ειδικότητα και υπηρετούν σε θέση που έχει κριθεί επιλέξιμη προς παροχή τηλεργασίας, να υποβάλλουν σχετικό έγγραφο αίτημα. Στην εγκύκλιο συνιστάται η υπηρεσία να εξετάζει κατά προτεραιότητα τα αιτήματα γονέων ή φροντιστών παιδιών ηλικίας έως 12 ετών. Να σημειωθεί ότι δεν μπορεί να εκδοθεί απόφαση με περιεχόμενο διαφορετικό από αυτό του υποβληθέντος αιτήματος (π.χ. αλλαγή του τόπου τηλεργασίας ή των ημερών ή του ωραρίου) και για’ αυτό με την προβλεπόμενη απόφαση είτε εγκρίνεται αυτούσιο το αίτημα ή απορρίπτεται στο σύνολό του αιτιολογημένα. Ο υπάλληλος μπορεί να παρέχει τηλεργασία από την επομένη κιόλας της κοινοποίησης της απόφασης αποδοχής του αιτήματός.
Για να εργαστούν από απόσταση οι (μόνιμοι και αορίστου ή ορισμένου χρόνου) υπάλληλοι των φορέων Γενικής Κυβέρνησης, των ΝΠΔΔ και των ΔΕΚΟ, θα πρέπει να το επιτρέπει η φύση των καθηκόντων τους. Ως εκ τούτου, εξαιρούνται του μέτρου το ένστολο προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων, των Σωμάτων Ασφαλείας και του Λιμενικού Σώματος, οι ασκούντες καθήκοντα προϊσταμένου, καθώς και οι εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων εκτός από τους αποσπασμένους σε διοικητικές θέσεις.
Οι βασικές αρχές της τηλεργασίας είναι ο οικειοθελής χαρακτήρας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης, η προστασία των προσωπικών δεδομένων και ο σεβασμός της ιδιωτικής ζωής.
Το μέτρο έχει υποχρεωτική ισχύ σε δύο περιπτώσεις: α) Σε περίοδο υγειονομικής κρίσης και εκτάκτων συνθηκών και αναγκών, κατά τις οποίες ο υπάλληλος οφείλει να αποδεχθεί την πρόταση του φορέα για τηλεργασία για τον απαιτούμενο χρόνο μέχρι την άρση των εν λόγω συνθηκών, β) σε περίπτωση κινδύνου υγείας του υπαλλήλου, καθώς και σε περιπτώσεις υπαλλήλων με μόνιμα ή πρόσκαιρα προβλήματα υγείας, ο φορέας οφείλει να αποδεχθεί το αίτημα του υπαλλήλου για τηλεργασία, εκτός κι’ αν συντρέχει ειδικός και σπουδαίος λόγος για την απόρριψή του.
Η τηλεργασία παρέχεται σε καθορισμένες ημέρες ανά εβδομάδα και μήνα καθε ημερολογιακού έτους. Το ανώτατο όριο είναι οι 44 εργάσιμες ημέρες το χρόνο που λαμβάνονται υποχρεωτικά εντός συγκεκριμένου τριμήνου (α’ τρίμηνο Ιανουάριος – Μάρτιος ή β’ τρίμηνο Απρίλιος – Ιούνιος κ.ο.κ.) Στον ίδιο υπάλληλο δεν μπορεί να χορηγηθεί εκ νέου τηλεργασία σε επόμενο τρίμηνο εντός του ίδιου έτους, ακόμη και αν δεν έχει εξαντλήσει το όριο των 44 ημερών.
Το αντίστοιχο χρονικό όριο για υπαλλήλους με μόνιμα ή πρόσκαιρα προβλήματα υγείας (καθορίστηκαν με σχετική ΚΥΑ των υπουργών Υγείας και Εσωτερικών) είναι οι 88 εργάσιμες ημέρες ανά έτος και χορηγείται τμηματικά 22 ημέρες ανά τρίμηνο. Κατ΄ εξαίρεση και κατόπιν ειδικά αιτιολογημένης γνωμάτευσης της Υγειονομικής Επιτροπής, παρέχεται η δυνατότητα να χορηγηθεί η τηλεργασία για συνεχόμενο διάστημα 88 ημερών. Η αίτηση του υπαλλήλου για τηλεργασία λόγω προβλημάτων υγείας θα πρέπει να συνοδεύεται από γνωμάτευση του θεράποντος ιατρού ή το πιστοποιητικό ΚΕΠΑ και αποστέλλονται στην αρμόδια Υγειονομική Επιτροπή για τη σχετική γνωμάτευση, η οποία εκδίδεται το αργότερο εντός 10 ημερών.
Η παροχή τηλεργασίας δεν επιτρέπεται από τις 15 Ιουλίου έως τις 31 Αυγούστου, δηλαδή την περίοδο αιχμής των θερινών αδειών. Ωστόσο, ο περιορισμός αυτός δεν ισχύει για τις περιπτώσεις χορήγησης τηλεργασίας είτε για λόγους υγείας των υπαλλήλων είτε για λόγους κινδύνου της δημόσιας υγείας και εκτάκτων συνθηκών και αναγκών.
Το μέγιστο ποσοστό των υπαλλήλων ανά Διεύθυνση του φορέα που μπορεί να απασχολείται μέσω τηλεργασίας, φτάνει το 25% επί του συνόλου των υπαλλήλων της εν λόγω Διεύθυνσης, των οποίων η φύση των καθηκόντων καθιστά εφικτή την εκτέλεσή τους μέσω τηλεργασίας.
Οι τηλεργαζόμενοι εχουν τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις με τους υπαλλήλους που εκτελούν τα καθήκοντά τους στις εγκαταστάσεις του φορέα.
Για το ωράριο εργασίας των υπαλλήλων ισχύουν οι κείμενες διατάξεις, ενώ για τους υπαλλήλους, για τους οποίους ισχύει ειδικό ή μειωμένο ωράριο εργασίας, αυτό εξακολουθεί να ισχύει ακόμη και στην περίπτωση τηλεργασίας.
Η εργασία μπορεί να παρασχεθεί από την οικία του τηλεργαζόμενου ή από οποιονδήποτε άλλο σταθερό χώρο, σε οποιαδήποτε γωνιά της ελληνικής επικράτειας αλλά και εκτός συνόρων, στα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, υπό την προϋπόθεση έγκρισης από το αρμόδιο όργανο της Διεύθυνσης.
Ο απαιτούμενος τηλεπικοινωνιακός εξοπλισμός και η τεχνολογική συσκευή (ο λεγόμενος «Σταθμός Τηλεργασίας») παρέχονται στον υπάλληλο από την υπηρεσία του εκτός κι αν η τελευταία δεν έχει αυτή τη δυνατότητα, οπότε ο υπάλληλος κάνει χρήση δικού του εξοπλισμού. Η νομοθεσία προβλέπει το δικαίωμα της αποσύνδεσης, δηλαδή μετά τη λήξη του ωραρίου ο υπάλληλος κλείνει τον υπολογιστή και η υπηρεσία δεν έχει δικαίωμα να τον «ενοχλεί» περαιτέρω. Εξαίρεση αποτελούν οι έκτακτες υπηρεσιακές ανάγκες, κατά τις οποίες όπως προβλέπει άλλωστε ο Υπαλληλικός Κώδικας, ο υπάλληλος οφείλει να εργαστεί και πέραν του ωραρίου του ή σε μη εργάσιμες ημέρες, φυσικά με την ανάλογη αποζημίωση.
Κατώτατο μισθό στα 826 ευρώ μηνιαίως προτείνει η ΓΣΕΕ εκτιμώντας ότι το ποσό αυτό καλύπτει στοιχειωδώς τα όρια της αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Σε συνέντευξη Τύπου στην Κρήτη, όπου παρουσίασε την πρότασή της η ΓΣΕΕ ξεκαθάρισε ότι σήμερα οι κατώτατες αμοιβές βρίσκονται στο κατώφλι της φτώχειας.
Η πρόταση της ανώτατης οργάνωσης των εργαζομένων διαμορφώνεται ως εξής: λαμβάνεται υπόψη ο διάμεσος μισθός που ανακοίνωσε η Eurostat. Το 60% του διάμεσου μισθού – σήμερα – φθάνει τα 780 ευρώ. Αν προστεθεί και η επιβάρυνση του πληθωρισμού διαμορφώνεται στα 826 ευρώ, ποσό που αποτελεί την πρόταση της ΓΣΕΕ.
Πιο αναλυτικά, η πρόταση της ΓΣΕΕ συνοψίζεται στα εξής:
- Αύξηση του κατώτατου μισθού στο 60% του διάμεσου μισθού πλήρους απασχόλησης, συν τον προσδοκώμενο πληθωρισμό για το 2023, δηλαδή στα 826 ευρώ, με άμεση συμφωνία των κοινωνικών εταίρων για το χρονοδιάγραμμα επίτευξής του. Επαναφορά του καθορισμού του κατώτατου μισθού στον θεσμό της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, καθώς ο ρόλος και η λειτουργία της ως ελάχιστου γενικού ορίου προστασίας με καθολική εφαρμογή σε όλους τους εργαζομένους στο πλαίσιο διαβούλευσης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων είναι κρίσιμης σημασίας για την αποδοχή του τελικού προσδιορισμού του ύψους του, την ενίσχυση της κοινωνικής και εργασιακής ειρήνης, και τελικά τη συμμόρφωση των εργοδοτών, που θα επιτρέψει την αύξηση της αποτελεσματικότητας των θετικών του επιδράσεων στην οικονομία, την κοινωνία και τη δημοκρατία.
- Αποκατάσταση των προστατευτικών ρυθμίσεων του ατομικού και του συλλογικού εργατικού δικαίου (καθολικότητα ισχύος των όρων των ΣΣΕ, πλήρης μετενέργειά τους, αρχή της εύνοιας στη «συρροή» τους και επέκταση της ισχύος τους).
- Άμεση επαναφορά των τριετιών.
- Άρση θεσμικών και νομοθετικών εμποδίων για την αύξηση της κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας (άνω του 80% των μισθωτών).
- Ενίσχυση της Επιθεώρησης Εργασίας για αποτελεσματική αντιμετώπιση της εργοδοτικής
παραβατικότητας. - Ρύθμιση και έλεγχος των ευέλικτων και των άτυπων μορφών εργασίας για την προστασία
των κατώτατων ορίων αμοιβής και εργασίας.
Το χρονοδιάγραμμα
Επισημαίνεται ότι οι κοινωνικοί εταίροι στο σύνολό τους, αλλά και εμπλεκόμενοι επιστημονικοί φορείς και ερευνητικά ινστιτούτα θα πρέπει να υποβάλουν τις εκθέσεις – προτάσεις τους μέχρι αύριο 3 Φεβρουαρίου.
Πιο συγκεκριμένα, ο οδικός χάρτης με ορόσημο την 1η Απριλίου ως ημερομηνία έναρξης ισχύος του νέου κατώτατου μισθού έχει ως εξής:
- Σύνταξη και υποβολή της έκθεσης από τους εμπλεκόμενους φορείς, το αργότερο έως την 3η Φεβρουαρίου 2023
- Πρόσκληση για προφορική διαβούλευση το αργότερο έως την 10η Φεβρουαρίου 2023.
- Διαβίβαση όλων των υπομνημάτων και της τεκμηρίωσης των διαβουλευομένων καθώς και της έκθεσης των φορέων στο Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) για τη σύνταξη Σχεδίου Πορίσματος Διαβούλευσης το αργότερο έως την 20η Φεβρουαρίου 2023.
- Ολοκλήρωση σχεδίου πορίσματος διαβούλευσης, το αργότερο έως την 28η Φεβρουαρίου 2023.
- Εισήγηση του υπουργού Εργασίας προς το Υπουργικό Συμβούλιο για καθορισμός του κατώτατου μισθού υπαλλήλων και του κατώτατου ημερομισθίου των εργατοτεχνιτών, το αργότερο έως την 10η Μαρτίου 2023.
Τα σενάρια
Τα επικρατέστερα σενάρια για το ύψος της αύξησης του κατώτατου μισθού είναι τα παρακάτω:
1. Αύξηση 5,5%, με τον κατώτατο να φθάνει στα 751 ευρώ (από 713 ευρώ), δηλαδή στα προ μνημονίων επίπεδα.
2. Αύξηση 7,75%, στα 768 ευρώ.
3. Αύξηση 9,9% (όσο περίπου ο πληθωρισμός), στα 785 ευρώ.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, για κάθε ποσοστιαία μονάδα αύξησης του κατώτατου μισθού ο μέσος μισθός ανά εργαζόμενο αυξάνεται κατά 0,44 της ποσοστιαίας μονάδας. Αυτό σημαίνει πως αν έχουμε αύξηση του κατώτατου στο 7,75% το 2023, ο μέσος μισθός θα αυξηθεί κατά 3,41%.