Ο Εμανουέλ Μακρόν και ο Ρίσι Σούνακ είναι δύο πολύ διαφορετικοί ηγέτες, πολύ διαφορετικών χωρών, αν και μοιράζονται ουκ ολίγες ομοιότητες.
Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου
Γόνοι πλούσιων οικογενειών, σπούδασαν σε σχολεία των ελίτ, έκαναν καριέρα ως στελέχη του χρηματοπιστωτικού τομέα (στον όμιλο Ρότσιλντ ο πρώτος, στην Goldman Sachs ο δεύτερος), χρημάτισαν υπουργοί Οικονομικών και ανέβηκαν στην εξουσία αφού μαχαίρωσαν πισώπλατα τους ηγέτες που τους ανέδειξαν – Φρανσουά Ολάντ και Μπόρις Τζόνσον αντίστοιχα.
Στη μετεωρική τους άνοδο, είχαν την αμέριστη υποστήριξη των οικονομικών και εκδοτικών μεγαθηρίων: ο Μακρόν ως η μόνη εναλλακτική στην Ακροδεξιά της Μαρίν Λεπέν και τη ριζοσπαστική Αριστερά του Ζαν-λικ Μελανσόν και ο Σούνακ ως η λύτρωση απέναντι στο χάος που προκάλεσε η τραγική ανεπάρκεια της Λιζ Τρας, φέρνοντας τη Βρετανία στα πρόθυρα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Αυτές τις μέρες, και οι δύο ηγέτες δοκιμάζονται σκληρά από παλιρροϊκά κύματα κοινωνικής διαμαρτυρίας που μαίνονται εκατέρωθεν της Μάγχης. Την περασμένη Τετάρτη, ενώ η κυβέρνηση Σούνακ συμπλήρωνε τις πρώτες 100 ημέρες της, η Βρετανία γνώρισε τη μεγαλύτερη απεργιακή κινητοποίηση από το 2011. Δάσκαλοι και καθηγητές, πανεπιστημιακοί, νοσοκόμες και γιατροί, εργαζόμενοι στα ασθενοφόρα, σιδηροδρομικοί, υπάλληλοι υπουργείων και μουσείων, αλλά και το προσωπικό της ακτοφυλακής, της χωροφυλακής συνόρων και των αεροδρομίων, συνολικά πάνω από μισό εκατομμύριο άνθρωποι, κατέβηκαν στην απεργία με κεντρικό αίτημα αυξήσεις μισθών για την αποκατάσταση της αγοραστικής δύναμης που ακρωτηριάζεται διαρκώς από την αχαλίνωτη ακρίβεια. Ενώ ο πληθωρισμός έχει σκαρφαλώσει στο 10,4%, η κυβέρνηση προσφέρει στους δημοσίους υπαλλήλους αυξήσεις της τάξης μόλις του 4%5%, παρότι ο μέσος μισθός τους έχει υποχωρήσει κατά 203 λίρες (227 ευρώ) από το 2010 και τα νοίκια οδεύουν προς τα ουράνια.
Τα απεργιακά κύματα ξεκίνησαν στο Ηνωμένο Βασίλειο τον περασμένο Αύγουστο, αλλά οι διαδοχικές κυβερνήσεις των Συντηρητικών είχαν πιστέψει ότι επρόκειτο για κάτι παροδικό. Ενας λόγος που έτρεφε την υποτίμηση της κοινωνικής δυναμικής ήταν ο θάνατος της βασίλισσας, που επέβαλε αναγκαστικό μορατόριουμ στα συνδικάτα. Δεύτερος παράγοντας ήταν η πυροσβεστική στάση του ηγέτη των Εργατικών Κιρ Στάρμερ. Μπλερικής κοπής, ο διάδοχος του αριστερού Τζέρεμι Κόρμπιν στην ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης κάλεσε τα κορυφαία στελέχη του κόμματος να απέχουν από τις απεργιακές συγκεντρώσεις για να μην κατηγορηθούν οι Εργατικοί ότι ευθύνονται για την αναπόφευκτη, λόγω των απεργιών, αναστάτωση στην καθημερινότητα των εργαζομένων που δεν βρίσκουν τρένο ή των γονιών που δεν έχουν πού να αφήσουν το παιδί τους τις ώρες που δεν λειτουργεί το σχολείο του. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε τηλεοπτική εκπομπή του BBC η Σάρον Γκράχαμ, επικεφαλής της UNION, του δεύτερου μεγαλύτερου συνδικάτου της χώρας, κάλεσε τον Στάρμερ «να βρει επιτέλους σπονδυλική στήλη» και να υπερασπιστεί τα συμφέροντα της τάξης της. Κατά κάποιο τρόπο η Γκράχαμ είναι εργοδότης του Στάρμερ, μια και το συνδικάτο της είναι ο νούμερο ένα χρηματοδότης των Εργατικών.
Διαψεύδοντας τις κυβερνητικές εκτιμήσεις, τα απεργιακά κύματα γίνονται, από την αρχή του καινούργιου χρόνου, πιο πυκνά, πιο ογκώδη και πιο συντονισμένα. Τα χειρότερα για τον Σούνακ έπονται. Παρότι η απειλή της χρεοκοπίας δείχνει να έχει απομακρυνθεί, η Βρετανία είναι η μόνη χώρα του G7 για την οποία το ΔΝΤ προβλέπει ύφεση το 2023, δηλαδή θα έχει χειρότερη πορεία από την εμπόλεμη Ρωσία. Αυτό σημαίνει ότι ο Βρετανός πρωθυπουργός, η δημοτικότητα του οποίου έχει ήδη κατρακυλήσει στο 23%, θα βρεθεί ανάμεσα στις
Συμπληγάδες της κοινωνικής δυσφορίας και των διεθνών αγορών, τις οποίες κατάφερε προσωρινά να καθησυχάσει παίρνοντας σκληρά μέτρα λιτότητας. Εμπρός γκρεμός και πίσω ρέμα.
Τα όρια για σύνταξη
Στο μεταξύ, πολύ απειλητικότερη για τους κυβερνώντες διαγράφεται η κοινωνική δυναμική στη Γαλλία. Στις 12 Ιανουαρίου, η πρωθυπουργός Ελιζαμπέτ Μπορν παρουσίασε σχέδιο για αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 χρόνια και επιμήκυνση της απαιτούμενης περιόδου ασφαλιστικών εισφορών. Η κυβέρνησή της περίμενε ότι οι αντιδράσεις θα ήταν περιορισμένες, αφενός μεν γιατί επί πεντέμισι χρόνια ο Εμανουέλ Μακρόν προετοίμαζε την κοινή γνώμη για την «αναγκαιότητα» των δυσάρεστων μέτρων, αφετέρου γιατί είχε εξασφαλίσει στήριξη από τον Ερίκ Σιοτί, ηγέτη του κεντροδεξιού κόμματος «Οι Ρεπουμπλικανοί». Με δεδομένο ότι η κυβέρνηση δεν διαθέτει πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση και ότι τόσο η Αριστερά όσο και η Ακροδεξιά αντιτίθενται στη μεταρρύθμιση, η κυβέρνηση χρειάζεται οπωσδήποτε τις ψήφους της Κεντροδεξιάς για να περάσει το επίμαχο νομοσχέδιο.
Ωστόσο, όπως ο Σούνακ έτσι και ο Μακρόν αποδείχθηκε ότι υποτίμησε τον κοινωνικό παράγοντα. Η πρώτη ημέρα απεργιακής δράσης, στις 19 Ιανουαρίου, ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Η απεργία είχε μεγάλη επιτυχία σε σχολεία, διυλιστήρια, εταιρείες ηλεκτρισμού, μετρό, τρένα, ακόμη και πυρηνικά εργοστάσια, ενώ πάνω από ένα εκατομμύριο πολίτες κατέβηκαν στους δρόμους. Για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια, όλες οι μεγάλες συνδικαλιστικές ομοσπονδίες, από τις πιο μετριοπαθείς μέχρι την πιο ριζοσπαστική, τη CGT, εμφανίστηκαν σε ενιαίο μέτωπο. Οσοι περίμεναν ο χρόνος και οι απώλειες ημερομισθίων να κάμψουν το λαϊκό φρόνημα, διαψεύστηκαν τραγικά. Τη δεύτερη ημέρα απεργιακής δράσης, την περασμένη Τρίτη, ακόμη περισσότεροι Γάλλοι κατέκλυσαν τους δρόμους (για «κοσμοπλημμύρες» μίλησε η φιλική προς τον Μακρόν Le Monde). Το υπουργείο Εσωτερικών έκανε λόγο για 1,3 εκατομμύριο διαδηλωτές, τα συνδικάτα το ανέβασαν στα 2,5 εκατομμύρια. Σε κάθε περίπτωση ήταν οι μεγαλύτερες διαδηλώσεις από το 1995, που είχαν υποχρεώσει τον τότε πρόεδρο Ζακ Σιράκ να αποσύρει ανάλογο σχέδιο για το ασφαλιστικό που έφερε την υπογραφή του πρωθυπουργού του, Αλέν Ζιπέ.
Οι δημοσκοπήσεις
Ακόμη χειρότερα, ο Μακρόν έχει χάσει κατά κράτος τη μάχη της κοινής γνώμης. Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις έδειξαν ότι το 72% των Γάλλων απορρίπτει τη μεταρρύθμιση, ενώ πριν από δύο εβδομάδες το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 59%. Στο ερώτημα «ποιος θα φταίει για την ταλαιπωρία των πολιτών αν συνεχιστούν οι απεργίες;», το 64% απαντά «η κυβέρνηση» και μόλις το 35% «τα συνδικάτα». Η πίεση των δρόμων φτάνει στους διαδρόμους της Εθνοσυνέλευσης. Την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, η κυβέρνηση δεν είχε σιγουρέψει πλειοψηφία για την έγκριση του νομοσχεδίου, καθώς τουλάχιστον 15 βουλευτές των Ρεπουμπλικανών εμφανίζονταν αρνητικοί, ενώ υπήρχαν και αρκετοί κυβερνητικοί βουλευτές που προσανατολίζονταν προς την αποχή (η συζήτηση αρχίζει αυτή την εβδομάδα).
Βέβαια, στη χειρότερη των περιπτώσεων υπάρχει πάντα το άρθρο 49.3 του συντάγματος, που δίνει τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να περάσει το νομοσχέδιο χωρίς ψηφοφορία, αλλά κάτι τέτοιο θα έχει πολύ μεγάλο πολιτικό κόστος. Οπως υπάρχει και η λύση της διάλυσης της Εθνοσυνέλευσης και της προκήρυξης πρόωρων εκλογών, αν και σε αυτή την περίπτωση το φάντασμα του Σιράκ θα πλανιέται πάνω από το Ελιζέ: όταν ο κεντροδεξιός πρόεδρος προχώρησε σε πρόωρες εκλογές το 1997, ελπίζοντας να αιφνιδιάσει την αντιπολίτευση, αυτό που εισέπραξε ήταν η νίκη της Αριστεράς, με την οποία έγινε ο πρώτος Γάλλος πρόεδρος από το 1877 που έχασε εκλογική μάχη την οποία ο ίδιος προκάλεσε.
(Ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας- Το Άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την «Καθημερινή» της Κυριακής)