Αναντίρρητα η δημοσιογραφία στην Ελλάδα την τελευταία δεκαετία έχει αντιμετωπίσει σωρεία προκλήσεων.
Δρ Αχιλλέας Καραδημητρίου
Πέραν του καίριου ζητήματος της οικονομικής βιωσιμότητας των ειδησεογραφικών οργανισμών, η δημοσιογραφία είδε αυτό που θεωρούσε κάποτε ως mainstream κοινό της να φθίνει, την ίδια στιγμή που η επαγγελματική αξιοπιστία και αυτονομία των δημοσιογράφων συρρικνώθηκαν όλο και περισσότερο σε ένα πλαίσιο ανόδου των παραποιημένων ή ψευδών ειδήσεων (38η ανάμεσα σε 46 χώρες παγκοσμίως η Ελλάδα ως προς τον βαθμό εμπιστοσύνης του διαδικτυακού κοινού στην ειδησεογραφία, σύμφωνα με την Έκθεση του Ινστιτούτου Reuters του 2021, μόλις το 27% των διαδικτυακών χρηστών στην Ελλάδα εμπιστεύεται τις περισσότερες φορές τις ειδήσεις, σύμφωνα με την αντίστοιχη Έκθεση του 2022).
Τις αλλαγές αυτές φαίνεται να τις αναγνωρίζουν ακόμα και οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι, παραδεχόμενοι τα τρωτά σημεία του επαγγέλματός τους και την ανάγκη επανανακάλυψης των παραδοσιακών αρχών της δημοσιογραφίας σε έρευνα που εκπονήσαμε στο Εργαστήριο Δημοσιογραφικών Σπουδών και Επικοινωνιακών Εφαρμογών του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Τι συμβαίνει όμως και η (τηλεοπτική) δημοσιογραφία στην Ελλάδα προσπαθεί να ανακλύψει εκ νέου το συγκριτικό της πλεονέκτημα, δηλαδή τη δυνατότητα παροχής σφαιρικής ενημέρωσης και τεκμηριωμένης ερμηνείας των καθημερινών γεγονότων με βάση αξιόπιστες πηγές;
Πρώτη φάση της διαμεσολαβημένης από τα ΜΜΕ πραγματικότητας
Ενώ τον προηγούμενο αιώνα τα ΜΜΕ κατάφερναν να ενοποιούν μεγάλες μερίδες του κοινού, στοχεύοντας στο λεγόμενο μαζικό κοινό, στο σημερινό επκοινωνιακό πεδίο αυτό φαίνεται να έχει ατονήσει κατά πολύ. Η ανεπιστρεπτί πτώση στις κυκλοφορίες των εντύπων (π.χ. το ημερήσιο αναγνωστικό κοινό μειώθηκε από το 19% του πληθυσμού το 2010 στο 7% το 2015 για να παραμείνει σχεδόν αμετάβλητο τα επόμενα χρόνια, σύμφωνα με τα στοιχεία του ερευνητικού προγράμματος Eumeplat) και οι τηλεοπτικές ενημερωτικές εκπομπές με τις μέτριες πλέον τηλεθεάσεις – που σήμερα θεωρούνται ικανοποιητικές – επιβεβαιώνουν σθεναρά το παραπάνω φαινόμενο. Άλλωστε, οι καταναλωτές των ειδήσεων σήμερα, συγκριτικά με τα τέλη του 20ου αιώνα, έχουν απεριόριστες δυνατότητες να λαμβάνουν (εξατομικευμένο) ειδησεογραφικό περιεχόμενο από πολλαπλές πηγές (έντυπα, ραδιοτηλεόραση, ψηφιακές πλατφόρμες) και με πολλαπλές συσκευές (ραδιόφωνο, τηλεόραση, laptop, tablet, desktopPC, smartphone) σε ένα επικοινωνιακό πεδίο στο οποίο το κοινό έχει κατακερματιστεί.
Ανέκαθεν ζητούμενο της δημοσιογραφίας ήταν η προσέλκυση και ο έλεγχος της δημόσιας προσοχής με προεξάρχουσα την τηλεοπτική δημοσιογραφία, η οποία για πολλά χρόνια αποτέλεσε το πεδίο των κοινών αναφορών του κοινού (μέσα από την περίφημη φράση «το είπε η τηλεόραση»). Πριν την άνοδο των κοινωνικών δικτύων ως ειδησεογραφικών πλέον πηγών για ένα μεγάλο μέρος του κοινού, η διαμεσολαβημένη προβολή (mediatisation) των πολιτικών και κοινωνικών ζητημάτων εκλαμβανόταν ως κατασκευή της δημόσιας προσοχής ή της δημόσιας ατζέντας. Η δημοσιογραφία μετέδιδε πληροφορίες από τις πηγές εξουσίας στον απλό κόσμο και ταυτόχρονα επηρέαζε τις δημόσιες αναπαραστάσεις ενός κοινού που δεν μπορούσε να είναι τόσο ενεργό όσο το σημερινό.
Την εποχή των λεγόμενων παραδοσιακών μέσων μαζικής ενημέρωσης (ΜΜΕ) η δημοσιογραφία είχε έναν εποπτικό ρόλο ως προς τη δράση των κοινωνικών και πολιτικών θεσμών, υπερασπιζόμενη το δικαίωμά της και το δημόσιο καθήκον της να προβαίνει σε αξιολογήσεις για το είδος της (μιντιακής) προσοχής που αξίζουν αυτοί οι θεσμοί. Οι δημοσιογράφοι προσδιόριζαν το πού θα εστιαστεί η δημόσια προσοχή διαμορφώνοντας καθημερινά την ατζέντα της δημόσιας συζήτησης.
Αυτή ήταν η πρώτη εποχή της διαμεσολαβημένης από τα ΜΜΕ πραγματικότητας με όλα τα θετικά και αρνητικά που είχαν προσάψει στη δημοσιογραφία (αποκαλυπτική-ερευνητική vs μεροληπτική-κομματικοποιημένη). Οι δημοσιογράφοι από την πλευρά τους υπερασπιζόντουσταν αυτό τον ιδιαίτερο ρόλο τους επικαλούμενοι το δικαίωμα του κοινού να βλέπει το τι συμβαίνει εντός των θεσμών εξουσίας.
Νέα φάση διαμεσολαβημένης πραγματικότητας: Η τηλεοπτική ενημερω-ψυχαγωγία αυτοαναπαράγεται και αυτοστοχοποιείται
Σήμερα που λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων τα όρια της επαγγελματικής δημοσιογραφίας έχουν καταστεί πορώδη και δυσδιάκριτα, η διαμόρφωση και διαχείριση της δημόσιας προσοχής έχει πάψει να αποτελεί κεκτημένο της δημοσιογραφίας. Ο ίδιος ο δημοσιογραφικός χώρος έχει καταστεί στόχος της δημόσιας προσοχής(και κριτικής) σε ένα πλαίσιο στο οποίο οι ίδιοι οι θεσμοί των μέσων ενημέρωσης διαμεσολαβούνται από το μιντιακό σύστημα, καθιστώντας τη δημοσιογραφία περισσότερο τρωτή στη δημόσια κριτική σε ένα ενημερωτικό πεδίο στοχοποίησης του ίδιου της του εαυτού. Αυτό το φαινόμενο είναι περισσότερο ορατό στην τηλεοπτική δημοσιογραφία ή τηλεοπτική ενημερω-ψυχαγωγία, τα πρόσωπα της οποίας αναπαράγουν τον εαυτό τους ανταλάσσοντας αλληλοκατηγορίες ή απαντώντας στην όποια κριτική τους ασκείται.
Είναι αξιοθαύμαστο με πόση ευκολία τα πρόσωπα της τηλεόρασης (παρουσιαστές, δημοσιογράφοι, σχολιαστές τηλεοπτικών πάνελ, μέλη newsroom) απαντούν σε εκατέρωθεν σχόλια προσαρμόζοντας τα μηνύματά τους στο στιλ που απαιτεί το τηλεοπτικό μέσο για να είναι ελκυστικά, διαιωνίζοντας το νέο φαινόμενο της διαμεσολαβημένης προβολής του πεδίου των ΜΜΕ.
Η τάση αυτή εντοπίζεται κυρίως στα ενημερω-ψυχαγωγικά τηλεοπτικά μαγκαζίνο στα οποία παρουσιαστές και δημοσιογράφοι αξιοποιούν το δημόσιο βήμα που τους προσφέρει το επιδραστικό ακόμα τηλεοπτικό μέσο για να απαντήσουν σε ζητήματα που τους αφορούν προσωπικά ή να κριτικάρουν, δημιουργικά ή μη, τις πράξεις και συμπεριφορές άλλων «επαγγελματιών» των μέσων ενημέρωσης ή δημοσίων προσώπων που στρέφονται κατά των ΜΜΕ (π.χ. ο κ. Λιάγκας απάντησε προ ημερών μέσω της εκπομπής του στην κριτική του κ. Λαζόπουλου για παρατραβηγμένες πρωινές τηλεοπτικές εκπομπές, η κα Καινούργιου απάντησε στην κα Μπακοδήμου στην κριτική περί στημένων καυγάδων και ερευνών σε τηλεοπτικές εκπομπές, η κα Νικολούλη απάντησε μέσω της εκπομπής της στην κριτική του κ. Κούγια περί στημένων συνεντεύξεων, η κα Στεφανίδου και η κα Κουτσελίνη απάντησαν μέσω των εκπομπών τους στην κριτική του ίδιου Ποινικολόγου κατά των δημοσιογράφων με αφορμή την υπόθεση της κας Πισπιρίγκου, ο κ. Μουτσινάς απάντησε στην κριτική του κ. Μικρούτσικου περί μη καλών συνεντεύξεων του πρώτου).
Αυτή η νέα φάση μεσοποιημένης προβολής των ζητημάτων της τηλεοπτικής δημοσιογραφίας ή ενημερω-ψυχαγωγίας (mediatization) συμπίπτει με τη στροφή των λεγόμενων ενημερω-ψυχαγωγικών μαγκαζίνο στη βαριά ειδησεογραφία (hard-news) με σημείο αναφοράς κοινωνικά θέματα ιδιαίτερα επιδραστικά στην κοινή γνώμη (π.χ. η δίκη του κ. Λιγνάδη και του κ. Φιλιππίδη, η υπόθεση της κας Πισπιρίγκου, ο θάνατος των δύο πιλότων της πολεμικής αεροπορίας).
Ασφαλώς το τέλος του lifestyle, όπως το ξέραμε τις προηγούμενες δεκαετίες είναι γεγονός, ωστόσο όταν η τηλεοπτική ενημερω-ψυχαγωγία προσπαθεί να ακολουθήσει τη γενικότερη προτίμηση της κοινής γνώμης προς τα σοβαρά κοινωνικά θέματα της επικαιρότητας οφείλει να προετοιμάσει τον εαυτό της με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, διαφορετικά μετετρέπεται σε κακέκτυπο δημοσιογραφικής πρακτικής.
Σε κάθε περίπτωση οι παραπάνω τάσεις αντικατοπτρίζουν ένα νέο πλαίσιο μεταβαλλόμενης κοινωνικής δυναμικής της τηλεοπτικής ενημέρωσης-δημοσιογραφίας σε ένα υβριδικό, ψηφιοποιημένο επικοινωνιακό πεδίο εντός του οποίου πρέπει να συνυπάρξουν επαγγελματίες των ΜΜΕ, εκπρόσωποι θεσμών, influencers και απλοί χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Ωστόσο, παρά τις παραπάνω αλλαγές και προκλήσεις, ο κοινωνικός ρόλος των μέσων ενημέρωσης και ειδικότερα της δημοσιογραφίας εξελίσσεται, αλλά ταυτόχρονα παραμένει εξίσου σημαντικός με το παρελθόν,σε ένα μιντιακό πεδίο στο οποίο η ποιοτική και εις βάθος ερμηνεία των γεγονότων εξακολουθεί να αποτελεί το συγκριτικό πλεονέκτημα των δημοσιογράφων εκείνων που δεν ομφαλοσκοπούν αλλά αναγνωρίζουν στη δημοσιογραφία ένα λειτούγημα, σημαντικό και απαραίτητο, για τη λειτουργία της δημοκρατίας.
Ευτυχώς, αυτοί οι δημοσιογράφοι εξακολουθούν να υπάρχουν σε όλο το φάσμα των ΜΜΕ (εντύπων, ραδιοτηλεοπτικών και διαδικτυακών μέσων) και φέρουν το βάρος να οδηγήσουν τη δημοσιογραφία στην εκ νέου κατάκτηση της αξιοπιστίας της σε ένα επαγγελματικό περιβάλλον πολλών ταχυτήτων.
Δρ Αχιλλέας Καραδημητρίου
(Διδάσκων Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών)