Ως «μισές δουλειές» χαρακτήρισε ο Ξενοφών Κοντιάδης τις βελτιώσεις της κυβέρνησης στη σχετική τροπολογία για τον αποκλεισμό του «κόμματος Κασιδιάρη».
Ειδικότερα, ο Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου και Κοινωνικής Διοίκησης στο Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης του Παντείου Πανεπιστημίου και Πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου, σε ανάρτησή του στο Facebook προχωρά σε μία ανάλυση της τροπολογίας που ψηφίστηκε στη Βουλή χθες, Τετάρτη (8/2), αναδεικνύοντας τα προβληματικά σημεία.
«Η τελική ρύθμιση έχει ουσιώδεις διαφορές από αυτήν που είχε αρχικά εισηγηθεί και καταθέσει στη Βουλή η κυβέρνηση, ωστόσο παραμένουν ορισμένα κρίσιμα προβληματικά σημεία», αναφέρει χαρακτηριστικά και στη συνέχεια παραθέτει τις αλλαγές που έγιναν με το σχόλιό του για καθεμιά.
Αναλυτικά όσα αναφέρει ο Ξενοφών Κοντιάδης
«Τι ψηφίστηκε στη Βουλή χτες το βράδυ ως προς τον εκλογικό αποκλεισμό πολιτικών κομμάτων, δηλαδή πρακτικά του “κόμματος Κασιδιάρη”; Η τελική ρύθμιση έχει ουσιώδεις διαφορές από αυτήν που είχε αρχικά εισηγηθεί και καταθέσει στη Βουλή η κυβέρνηση, ωστόσο παραμένουν ορισμένα κρίσιμα προβληματικά σημεία. Προηγήθηκε άλλωστε μια ακραία πολωμένη συζήτηση, κατά την οποία κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση αλληλοκατηγορήθηκαν ότι “υποθάλπουν” τους επιγόνους της Χρυσής Αυγής, επιβεβαιώνοντας ότι ήταν θεσμικό σφάλμα να αντιμετωπιστεί νομοθετικά λίγες μόλις εβδομάδες πριν από τις εκλογές ένα τέτοιο ζήτημα που αφορά την εκλογικη νομοθεσία. Πιστεύω ότι υπό άλλες συνθήκες κυβέρνηση και αντιπολίτευση θα είχαν συγκλίνει ακόμη περισσότερο, προς όφελος της δημοκρατίας μας, όπως έγινε το 2021 που πρωτοψηφίστηκε συναφής ρύθμιση.
Η αξιωματική αντιπολίτευση έκανε ένα σημαντικό βήμα για τη σύγκλιση των θέσεων των πολιτικών δυνάμεων, εισηγούμενη ως συμβιβαστική λύση να υιοθετηθεί η νομοθετική πρόταση που είχα υποβάλει στις 18 Ιανουαρίου και αναδημοσιεύθηκε στο ieidiseis.gr (την παραθέτω στο τέλος αυτού του κειμένου) και η παρεμφερής πρόταση που δημοσίευσε λίγες μέρες αργότερα ο συνάδελφος Νίκος Αλιβιζάτος. Ο αρμόδιος υπουργός Μ. Βορίδης διαφώνησε στην αγόρευσή του με αυτή την πρόταση. Μάλιστα επιχειρηματολόγησε με τη γνωστή ρητορική του δεινότητα κατά της άποψής μας να αποκλείονται κόμματα που υποψήφιοι βουλευτές τους έχουν καταδικαστεί για συγκεκριμένα εγκληματα, χαρακτηρίζοντάς την αντισυνταγματική, αλλά μισή ώρα αργότερα την περιέλαβε εγγράφως ως διόρθωση στην προτεινόμενη από τον ίδιο τροπολογία! Ετσι, λαμβάνοντας υπόψη και τις υποδείξεις της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, που διατυπώθηκαν προχθες, προχώρησε σε ορισμένες αλλαγές που συνέκλιναν προς την πρότασή μας.
Ποιες είναι αυτές:
Πρώτον, περιορίζονται τα αδικήματα της ισόβιας κάθειρξης στα καθαρά πολιτειακά για τον πρόεδρο, τον γραμματέα, τα μέλη διοικούσας επιτροπής, τον νόμιμο εκπρόσωπο και την πραγματική ηγεσία που οδηγούν σε αδυναμία κατάρτισης συνδυασμών στις εκλογές.
Δεύτερον και κυριότερο, παραμένει στη περίπτωση γ. η αναφορά στο άρθρο 29 του Συντάγματος για την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, όμως η κρίση επ’ αυτού από τον Άρειο Πάγο συναρτάται αποκλειστικά με το αν υφίσταται καταδίκη σε οποιαδήποτε βαθμό υποψηφίων βουλευτών, ιδρυτικών μελών ή διατελεσάντων προέδρων, για εσχάτη προδοσία (άρθρο 134 ΠΚ) ή συμμετοχή σε εγκληματική ή τρομοκρατική οργάνωση (άρθρα 187 και 187Α του Ποινικού Κώδικα).
Τρίτον, προανήγγειλε ότι θα υπάρξει σύντομα νομοθετική ρύθμιση για την επέκταση του χρόνου που θα απαιτείται για να κρίνει ο Άρειος Πάγος τις σχετικές περιπτώσεις, προφανώς αντιλαμβανόμενος, έστω την τελευταία στιγμή, αυτό που επισημάναμε επίμονα τις δύο προηγούμενες μέρες, ότι ο Αρειος Πάγος είναι απολύτως ανέφικτο και θεσμικά έωλο να δημοσιεύσει μέσα σε δύο μέρες τις σχετικές αποφάσεις.
Αρα αφαιρέθηκε πρακτικά από το ανώτατο δικαστήριο η υποχρέωση να κρίνει αν ένα κόμμα εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, που είχαμε επισημάνει ότι αποτελούσε σοβαρό λάθος του νομοθέτη, αφού η σχετική κρίση του αφορά πλέον μόνο τον έλεγχο αν κάποιοι υποψήφιοι βουλευτές, ιδρυτικά μέλη ή διατελέσαντες πρόεδροι έχουν καταδικαστεί για τρία συγκεκριμένα αδικήματα, υιοθετώντας εδώ την πρότασή μας.
Διατηρήθηκε όμως η ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου ως προς την διαπίστωση αν υπάρχει μια κρυφή, πραγματική ηγεσία του κόμματος, στην οποία μετέχουν πρόσωπα καταδικασμένα για τα συγκεκριμένα αδικήματα που προβλέπονται σε πέντε κεφάλαια του Ποινικού Κώδικα. Παραμένει, λοιπόν, το ερώτημα πώς μέσα σε ελάχιστο χρόνο, εν μέσω προεκλογικής περιόδου, με ανταλλαγή υπομνημάτων και αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων, θα διεξαχθεί μια δίκαιη δίκη, κατα τα οριζόμενα στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και, επίσης, δεν θα εξελιχθεί η όλη διαδικασία σε μια ανέξοδη προεκλογική καμπάνια για ένα τέτοιο κόμμα.
Υπάρχει ένα ακόμη πρόβλημα, που έχει επισημανθεί σε ανύποπτο χρόνο και αναφέρθηκε επίσης χτες στη Βουλή, δηλαδή ότι ο αποκλεισμός δεν καταλαμβάνει και συνασπισμούς ανεξάρτητων υποψηφίων. Με έναν τέτοιο εκλογικό συνδυασμό ο αποκλεισμός παρακάμπτεται και η ρύθμιση θα καθίσταται αλυσιτελής, μέσα στη γενική χλεύη από τους εχθρούς της δημοκρατίας. “Μισές δουλειές” λοιπόν χτες στις βελτιώσεις που έγιναν από την κυβέρνηση, παρά τη συμβιβαστική πρόταση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Πιο κάτω η ανάρτησή της 18.1 που αξιοποιήθηκε στην κοινοβουλευτική συζήτηση και το λινκ για την πιο επεξεργασμένη ανάπτυξη που διατύπωσα λίγες μέρες αργότερα:
Xenofon Contiades
January 18 at 9:16 AM
“ΜΙΑ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΚΛΟΓΙΚΟ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟ ΤΩΝ ΝΕΟΝΑΖΙ
Βρισκόμαστε σήμερα μπροστά σε ένα σοβαρό πολιτικό δίλημμα, που έχει εξελιχθεί σε μία δύσκολη άσκηση Συνταγματικού Δικαίου: Θέλουμε να αποκλειστούν από τις εκλογές οι Νεοναζί που έχουν διαπράξει εγκλήματα, αλλά δεν θέλουμε αυτό να γίνει κατά τρόπο αντίθετο στο Σύνταγμα και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Η πρόταση της Κυβέρνησης, που διακινηθηκε άτυπα προχτές, έχει ως βάση την ανάθεση στον Αρειο Πάγο να κρίνει αν ένα κόμμα υπηρετεί την “ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος”, προκειμένου να αποφασίσει αν το κόμμα αυτό θα συμμετάσχει στις εκλογές ή θα αποκλειστεί. Κατ΄αυτό τον τρόπο δίνει στο ανώτατο δικαστήριο μια ευρύτατη αρμοδιότητα, με ένα κριτήριο εξαιρετικά επισφαλές και με πολιτικά χαρακτηριστικά.
Η εναλλακτική που έχει υποστηριχθεί είναι να υπάρξει στη νομοθετική ρύθμιση συγκεκριμένη μνεία στη ναζιστική ιδεολογία, ώστε η μη ανακήρυξη των εκλογικών συνδυασμών να περιοριστεί σε σχέση με το προηγούμενο κριτήριο. Και αυτή η πρόταση ανοίγει όμως μια επικίνδυνη πόρτα για την “ιδεολογικοποίηση” των προϋποθέσεων συμμετοχής των κομμάτων στις εκλογές, που ξυπνάει μνήμες άλλων εποχών. Και οι δύο αυτές λύσεις είναι κατά τη γνώμη μου ακατάλληλες και οριακής συνταγματικότητας.
Μία υποστηρίξιμη λύση θα ήταν ο αποκλεισμός να εδράζεται στην εξής πρόβλεψη, την οποία θέτω εδώ προς συζήτηση και περαιτέρω επεξεργασία:
“Στις βουλευτικές εκλογές λαμβάνουν μέρος είτε συνδυασμοί υποψηφίων ενός μόνο κόμματος είτε συνδυασμοί συνασπισμού περισσότερων του ενός συνεργαζόμενων κομμάτων είτε συνασπισμοί ανεξάρτητων υποψηφίων είτε μεμονωμένοι υποψήφιοι. Για την κατάρτιση συνδυασμού υποψηφίων κόμματος ή συνασπισμού κομμάτων θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Το κόμμα να έχει ιδρυθεί νόμιμα.
β) Ο πρόεδρος, ο γενικός γραμματέας, τα μέλη της διοικούσας επιτροπής, ο νόμιμος εκπρόσωπος και οι υποψήφιοι βουλευτές του κόμματος να μην έχουν καταδικαστεί για εσχάτη προδοσία ή για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση.”
Αρα, σύμφωνα με την προηγούμενη πρόταση, δεν αποκλείεται να είναι μεμονωμένος υποψήφιος ή υποψήφιος σε συνασπισμό ανεξάρτητων υποψηφίων κάποιος που έχει καταδικαστεί για τα προηγούμενα αδικήματα, δεδομένου ότι μια σχετική ρύθμιση θα ήταν αντίθετη στο άρθρο 51 παρ. 3 του Συντάγματος. Επίσης τα αδικήματα που επισύρουν τον αποκλεισμό του κόμματος περιορίζονται σε δύο. Κρίσιμο είναι ότι αφαιρείται από το δικαστήριο η διακριτική ευχέρεια να αξιολογήσει ποια κόμματα υπηρετούν την “ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος”, ενώ ταυτόχρονα αποϊδεολογικοποιείται η σχετική απόφαση.
Η πρόταση που υποβάλλω εδώ προς συζήτηση αποσκοπεί να συνδυάσει την τήρηση του Συντάγματος με τον εκλογικό αποκλεισμό των επιγόνων της Χρυσής Αυγής. Ωστόσο ανάμεσα στον αποκλεισμό των Νεοναζί και τον σεβασμό του Συντάγματος, προτεραιότητα έχει ο σεβασμός του Συντάγματος. Ευκταίος είναι ο συνδυασμός και των δύο, όμως τυχόν παραβίαση του Συντάγματος για την αντιμετώπιση των εχθρών του θα αποτελούσε για τους Νεοναζί μεγαλύτερη νίκη από ό,τι η συμμετοχή τους στις εκλογές. Για τον λόγο αυτό πρέπει η νομοθετική ρύθμιση που θα υιοθετηθεί να μελετηθεί με μεγάλη προσοχή και όχι με βιασύνη και προχειρότητα.
Προφανώς τη σημαντικότερη άμυνα απέναντι στους εχθρούς του Συντάγματος και της δημοκρατίας δεν μπορεί να αποτελέσει η απαγόρευση της συμμετοχής τους στις εκλογές, αλλά η πολιτική και κοινωνική τους απομόνωση, η πολιτειακή παιδεία και η απαξίωση του ακροδεξιού λόγου.”
Και το λινκ για την εκτενέστερη ανάλυση (ΕΔΩ).