Το πολυαναμενόμενο «Tar», με την έξοχη και έτοιμη για ένα ακόμη Όσκαρ Κέιτ Μπλάνσετ, κάνει πρεμιέρα απόψε, ανάμεσα στις συνολικά εννέα ταινίες που βγαίνουν αυτή την εβδομάδα.
Επίσης, υπάρχει το δυνατό κοινωνικό δράμα των αδελφών Νταρντέν «Τόρι και Λοκίτα», αλλά και αρκετές αξιόλογες προτάσεις ενός εναλλακτικού σινεμά. Στο αναίτια φορτωμένο πρόγραμμα, συμπεριλαμβάνονται και οι επανεκδόσεις «Ο Θίασος» του Θόδωρου Αγγελόπουλου και «Τιτανικός», μόνο σε 3D, του Τζέιμς Κάμερον.
Tar. Δραματική ταινία, αμερικάνικης παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Τοντ Φιλντ, με τους Κέιτ Μπλάνσετ, Νοεμί Μερλάν, Νίνα Χος, Μαρκ Στρονγκ, Σόφι Κάουερ κ.ά.
Πολυαναμενόμενη ταινία που ήδη έχει δημιουργήσει αρκετό θόρυβο, για την ερμηνεία της Κέιτ Μπλάνσετ -ακλόνητο φαβορί για την κατάκτηση του Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου. Βεβαίως, το φιλμ είναι και του Τοντ Φιλντ, ενός ηθοποιού καρατερίστα, ο οποίος αναδεικνύεται σε έναν ιδιαίτερο σκηνοθέτη, με ισχυρό χαρακτήρα, που δεν γυρίζει σωρηδόν ταινίες, ό,τι του προτείνουν τα στούντιο, και περίμενε 16 χρόνια από τις «Κρυφές Επιθυμίες» του, για να οργανώσει την επόμενη κίνησή του και να εξασφαλίσει την Μπλάνσετ ως πρωταγωνίστρια.
Η «Tar» δικαιολογημένα και σε σχέση, πάντα, με τον συναγωνισμό, διεκδικεί ακόμη πέντε Όσκαρ, τα πιο βαριά, όπως είναι αυτά της Καλύτερης Ταινίας, Καλύτερης Σκηνοθεσίας, Πρωτότυπου Σεναρίου, Φωτογραφίας και Μοντάζ. Η ταινία είναι άγνωστο αν θα τα καταφέρει τελικά, αλλά σίγουρα έχει πετύχει αυτό που θέλει κάθε δημιουργός, δηλαδή, να σηκώσει έντονες συζητήσεις για το θέμα της.
Η σημαντικότερη μαέστρος εν ζωή απολαμβάνει σταθερά εδώ και χρόνια τη φήμη της, καθώς λίγοι θα μπορούσαν να ονειρευτούν την καριέρα της. Η διάσημη μαέστρος και συνθέτις Λίντια Ταρ, η πρώτη γυναίκα διευθύντρια ορχήστρας της Φιλαρμονικής του Βερολίνου, έχει μάθει να χειραγωγεί όσους βρίσκονται δίπλα της, τη σύντροφό της, τη στενή βοηθό της, τους μουσικούς, ακόμη και τους παράγοντες της ανδροκρατούμενης μουσικής βιομηχανίας. Η Ταρ, που έχει και μια κόρη, προετοιμάζεται για την κυκλοφορία των απομνημονευμάτων της και να υλοποιήσει μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της σταδιοδρομίας της, να ηχογραφήσει ζωντανά την 5η Συμφωνία του Μάλερ. Λίγο πριν την πλήρη καταξίωσή της κι ενώ ζει τον μύθο της, τη μεγαλομανία της, όλα θα γυρίσουν ανάποδα για την Ταρ, όταν οι κρυμμένοι σκελετοί θα βγουν από την ντουλάπα της και θα φανερώσει το τέρας που κρύβει μέσα της.
Το βαρυφορτωμένο ψυχολογικό δράμα του Φιλντ, με το ιδιαιτέρως πυκνό σενάριο και ακόμη πιο πυκνούς, ψαγμένους, διαλόγους, μας ρίχνει απότομα στα βαθιά, στον στρυφνό κόσμο της κλασικής μουσικής και μάλιστα στο ανώτατο επίπεδο, εκεί που ουδείς νοιάζεται για την ψυχαγωγία ή την απόλαυση του κοινού, αλλά μόνο για το μεγαλείο των συντελεστών, την υστεροφημία, ακόμη και για την ισχύ που προσφέρει η επιτυχία.
Ταυτόχρονα, ο Φιλντ τολμά να κάνει μια ταινία στην οποία η κεντρική του ηρωίδα είναι τουλάχιστον αντιπαθητική, καθώς διαθέτει έναν δύστροπο χαρακτήρα, αντιμετωπίζει με περιφρόνηση τους ανθρώπους, ακόμη και αυτούς που ξέρει ότι την εκτιμούν βαθιά, απαιτεί τον θαυμασμό, βλέπει τους πάντες από ψηλά, σαν τους μουσικούς που διευθύνει από το πόντιουμ και με μια ματιά της μπορεί να τους κόψει τον βήχα.
Η ταινία μιλά για πολλά, για την κλασική μουσική και τους ανθρώπους της, τον διαχωρισμό ή μη της τέχνης από τη ζωή, τα μεγάλα ονόματα που ήταν μικροί άνθρωποι και φυσικά για όσους αποκτούν τεράστια δύναμη και τη χρησιμοποιούν προς το συμφέρον τους ή ακόμη και για να ρίξουν στο κρεβάτι το αντικείμενο του πόθου τους. Αξιοπρόσεκτες παρατηρήσεις και για τα social media και τη δύναμή τους, τις τοξικές σχέσεις μεταξύ των καλλιτεχνών, τα οικονομικά συμφέροντα. Ο Φιλντ δεν μασά τα λόγια του -ακόμη και αν κάποιος τον κατηγορήσει ότι ούτε τα μετρά. Οι παρατηρήσεις για τους ανθρώπους τής μουσικής βιομηχανίας και της υψηλής τέχνης είναι φαρμακερές και κρύβονται στους φορτωμένους διαλόγους και σε σκέψεις, τα μικρά καθημερινά. Στοχαστικό σινεμά και παρατηρήσεις που δεν μπορούν να περάσουν απαρατήρητες και το σημαντικότερο δεν θα αποδυναμώσουν το δράμα.
Η δυόμισι ωρών ταινία, ξεκινά περιγράφοντας χώρο, χαρακτήρες και το σύμπαν της κλασικής μουσικής, χωρίς να βιάζεται ή να κάνει οικονομία. Το δεύτερο μέρος, το πιο δυνατό, βάζει με κοφτερό και ευφυώς μονταρισμένο τρόπο, όλα τα καυτά ζητήματα που θα διαλύσουν τη ζωή της Ταρ, ενώ στο τρίτο και πιο αδύναμο τελευταίο μέρος, ο Φιλντ, θα επιλέξει ένα κρεσέντο από αφηγηματικές ευκολίες, κομματιάζοντας τη βλοσυρή εικόνα της Ταρ, για να προσφέρει ένα ειρωνικό φινάλε, ταιριαστό απόλυτα για τους ανθρώπους που η αδηφαγία τούς οδηγεί στην καταστροφή.
Η ταινία κρέμεται -και πολύ σωστά- εξολοκλήρου πάνω στις πλάτες τής Κέιτ Μπλάνσετ, που παρότι είναι ένας απεχθής χαρακτήρας, καταφέρνει να γεμίσει την οθόνη, να παραδώσει ένα μάθημα ερμηνείας. Παίζει με το πρόσωπο, τα μάτια, το σώμα, ακόμη και με τη σκιά της. Καταφέρνει να δώσει ένα θυελλώδη χαρακτήρα που μπορεί να μοιάζει υπερβολικός αλλά, κακά τα ψέματα, δεν είναι ψεύτικος, δεν έχει απόσταση από την πραγματικότητα. Και συνάμα καταφέρνει να ανεβάσει και το υπόλοιπο καστ, σαν να μεταδίδει κάτι από τη λάμψη της, σαν να αντανακλά πάνω τους η ξεχωριστή αύρα της.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η Λίντια Ταρ, μια πρωτοποριακή μαέστρος που διευθύνει μια μεγάλη γερμανική ορχήστρα, βρίσκεται στο απόγειο της καριέρας της, καθώς προετοιμάζει τόσο την παρουσίαση ενός βιβλίου όσο και την ζωντανή εκτέλεση της Πέμπτης Συμφωνίας του Μάλερ. Η ζωή της θα αρχίσει να παίρνει μια απρόσμενα δραματική τροπή, όταν αρχίζουν να έρχονται ιστορίες από το παρελθόν.
Τόρι και Λοκίτα (Tori et Lokita). Κοινωνικό δράμα, βελγικής και γαλλικής παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Ζαν Πιέρ Νταρντέν και Λικ Νταρντέν, με τους Πάμπλο Σιλς, Άλμπαν Ουκάι, Σαρλότ Ντε Μπρούιν, Τζόλι Μπούντου κ.ά.
Η ιστορία δυο παιδιών, ένας τίτλος που παραπέμπει σε παιδικό animation…
Ουδεμία σχέση. Οι αδελφοί Νταρντέν («Ροζέτα», «Το Παιδί», «Η Σιωπή της Λόρνα»), πιστοί και αμετακίνητοι στο κοινωνικό σινεμά, που υπηρετούν αξιοθαύμαστα εδώ και πέντε δεκαετίες, γνωστοί, πλέον ακόμη και στους αμύητους, για τη σκληρή διεισδυτική ρεαλιστική τους ματιά, στην τελευταία τους ταινία παραδίδουν ακόμη ένα σοκαριστικό δράμα. Το φιλμ, που προβλήθηκε στο περσινό Φεστιβάλ των Καννών, είναι μία μπούφλα στο εφησυχασμένο κοινό, για την υποκριτική στάση των Ευρωπαίων στο προσφυγικό ζήτημα.
Μπορεί το μεταναστευτικό-προσφυγικό ζήτημα να είναι πλέον πολυχρησιμοποιημένο στο σινεμά, αλλά οι Νταρντέν, χωρίς να έχουν καμία διάθεση να γλυκάνουν το πρόβλημα, να δώσουν βολικές διεξόδους, να απαλύνουν τις ευθύνες όσων καμώνονται ότι νοιάζονται, ρίχνουν ακόμη μία γροθιά στο στομάχι και αναδεικνύουν τις ευθύνες όλων μας -ακόμη και σε αυτούς που πιστεύουν ότι το θέμα δεν τους αφορά.
Με το γνώριμο ύφος τους, ντοκιμαντερίστικη σκηνοθεσία, κάμερα στο χέρι, σκληρό ρεαλισμό, θα βάλουν στο κέντρο τής ιστορίας τους δυο ασυνόδευτα παιδιά, που ήρθαν στο Βέλγιο από την Αφρική. Είναι η έφηβη Λοκίτα και ο μικροσκοπικός Τόρι, που ταξίδεψαν στην Ευρώπη, αναζητώντας τη σωτηρία. Δυο προσφυγόπουλα, που τους δένει κάτι περισσότερο από δεσμούς αίματος και προστατεύουν το ένα το άλλο, από τους άφθονους κινδύνους, σε έναν ιδιαιτέρως εχθρικό περιβάλλον.
Η ταινία, χωρίς καμία φλυαρία ή μελοδραματισμούς, βουτάει με το κεφάλι στο πρόβλημα, δημιουργεί μία ένταση και αγωνία για την τύχη των παιδιών και ταυτόχρονα βάζει στη θέση τους τούς «πολιτισμένους» που θέλουν να αξιοποιήσουν την τραγική κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει οι «απολίτιστοι».
Βεβαίως, ορισμένες φορές η ταινία δίνει την εντύπωση ότι είναι επανάληψη των προηγουμένων, που στη θέση ενός ανέργου ή μίας απολυμένης μπαίνουν δυο προσφυγόπουλα, ακολουθεί την ίδια φόρμα, οι διάλογοι έχουν μια αρτιότητα που δεν κολλάει με ανήλικα, αλλά κακά τα ψέματα, αυτό που μετράει είναι η ψυχή που βάζουν οι σκηνοθέτες, η ουσία, η αφύπνιση και αυτό το πετυχαίνουν εκατό τοις εκατό. Και αν όλα αυτά μοιάζουν ολίγον τι διδακτικά, για κάποιους που νομίζουν ότι γνωρίζουν το πρόβλημα, δεν έχουν κάτι άλλο να μάθουν, υπάρχει πάντα το κέρδος του ενός που θα συνειδητοποιήσει το πρόβλημα και τις ευθύνες του.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Στο σημερινό Βέλγιο, ένα νεαρό αγόρι και μια έφηβη που ταξίδεψαν από την Αφρική μέχρι το Βέλγιο, βάζουν την ανεκτίμητη φιλία τους πάνω από τις δύσκολες συνθήκες της εξορίας τους.
1341 Καρέ Έρωτα και Πολέμου (1341 Frames of Love and War). Ντοκιμαντέρ, ισραηλινής, αμερικάνικης και βρετανικής παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Ραν Ταλ.
Οι πραγματικοί φωτορεπόρτερ έχουν ένα τεράστιο προνόμιο απέναντι στους ρεπόρτερ. Κυνηγούν τη στιγμή, το κλικ που θα δώσει το γεγονός, το πνεύμα των όσων ζουν και πρέπει να περιγράψουν, τη δική τους αλήθεια. Το μυαλό δεν προλαβαίνει -ακόμη και αν θέλει- να λογοκρίνει την ενστικτώδη κίνησή τους. Οι φωτορεπόρτερ πάντα κάνουν τη δουλειά τους -από κει και πέρα αρχίζει η δουλειά των άλλων…
Ο έμπειρος και γνωστός ντοκιμαντερίστας Ραν Ταλ θα πάρει το ελευθέρας να βουτήξει σε μισό εκατομμύριο αρνητικών του καταξιωμένου Ισραηλινού φωτορεπόρτερ Μίσα Μπαρ-Αμ. Σε φωτογραφίες που τράβηξε για περισσότερα από πενήντα χρόνια, στα πεδία των μαχών και πέντε πολέμων που κάλυψε, σε όλα τα μεγάλα γεγονότα, αλλά και στις προσωπικές στιγμές απλών ανθρώπων.
Ακόμη και αν κάποιος διαφωνεί με την πολιτική τοποθέτηση ή τις πεποιθήσεις του φωτορεπόρτερ ή ακόμη και του σκηνοθέτη, θα πρέπει να παραδεχθεί ότι οι φωτογραφίες έχουν τη δική τους ιστορία, τη δική τους ξεχωριστή δύναμη και αξία, στοιχειώνουν τον θεατή ακόμη και αν το μοντάζ αφαιρεί ή προσθέτει όσα βολεύει την παραγωγή, φορτίζει κατά το δοκούν το συναίσθημα.
Ντοκιμαντέρ μεγάλου ενδιαφέροντος και χρησιμότητας για το βλέμμα τού φωτορεπόρτερ και ταυτόχρονα ένα όχι απλοϊκό γράμμα αγάπης για την επιβλητικότητα, την ομορφιά, τον τρόμο και τη θλίψη των φωτογραφικών εικόνων. Και συνάμα, για τη σπουδαιότητα της ύπαρξης των φωτορεπόρτερ στη γραμμή πυρός και του ενστίκτου που πρέπει να διαθέτουν, αλλά και το βάρος που κουβαλά ένας άνθρωπος που είδε τις προσδοκίες του, ότι οι φωτογραφίες του θα φρέναραν τη φρικαλεότητα του πολέμου και συνειδητοποιεί ότι αυτό δεν θα συμβεί ποτέ.
Magic Mike: Ο Τελευταίος του Χορός (Μagic Mike’s Last Dance). Δραματική μουσικοχορευτική κομεντί, αμερικάνικης παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Στίβεν Σόντερμπεργκ, με τους Τσάνινγκ Τέιτουμ, Σάλμα Χάγιεκ, Κάθλιν Τζέραρντ, Βίκι Πέπερντιν κ.ά.
Τα ιδρωμένα κορμιά, ο μοντέρνος, γεμάτος ενέργεια χορός και ο ερωτισμός επιστρέφουν έπειτα από δέκα χρόνια, από το πρώτο αναπάντεχα εμπορικό φιλμ «Magic Mike» του Στίβεν Σόντερμπεργκ. Ο Τσάνινγκ Τέιτουμ όσο ακόμη διαθέτει τα προσόντα, το καλογυμνασμένο σώμα, την όρεξη και την ηλικία, δείχνει έτοιμος για να ανέβει στη σκηνή και να χορέψει, να κάνει αυτό που αγαπά.
Αυτή τη φορά θα αφήσει τα πικάντικα εσώρουχα του στρίπερ και τα καυτά λικνίσματα που ξετρέλαναν το θηλυκό κοινό του, για κάτι διαφορετικό, αλλά πάντα χορευτικό. Ο Μάικ, που έχει σταματήσει το στριπτίζ και έχει ξεπέσει σε μπάρμαν θα γοητευτεί από μία σαγηνευτική πλούσια γυναίκα, η οποία θα τον ωθήσει να δώσει μία χορευτική παράσταση σε κάποια σκηνή του Λονδίνου.
Καλογυρισμένη, αν και αρκούντως συμβατική για το είδος και μελοδραματικά φορτωμένη, η ταινία διαθέτει καλοκουρδισμένες χορευτικές σκηνές και αναφορές για την αμερικάνικη λαϊκή τάξη, την πίστη στο όνειρο και στους ανθρώπους, που θα ικανοποιήσει τους λάτρεις των μουσικοχορευτικών φιλμ, αλλά μάλλον ελαφρά ξεπερασμένη. Η δεκαετία του ’80, με «Φλάσντανς», «Footloose» και τα ρέστα, δείχνει πλέον μακρινή, μια ανάμνηση που μοιάζει γραφική όσο και οι ντισκόμπαλες.
Ο Τσάνινγκ Τέιτουμ καλά κρατεί, ενώ η Σάλμα Χάγιεκ, στο ρόλο τής γοητευτικής πλούσιας, προσφέρει το λάτιν πάθος και ορισμένες καυτές στιγμές, παρά τα 55 της χρόνια.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο «Magic» Μάικ Λέιν ανεβαίνει ξανά στη σκηνή μετά από μια μακρά παύση κι ενώ κάνει τον μπάρμαν στη Φλόριντα. Ελπίζοντας σε μια τελευταία καλή ευκαιρία, ο Μάικ ταξιδεύει στο Λονδίνο με μια πλούσια κοσμική που τον δελεάζει με μια προσφορά που δεν μπορεί να αρνηθεί…
Peter Von Kant. Αισθηματικό δράμα, γαλλικής και γερμανικής παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Φρανσουά Οζόν, με τους Ντενίς Μενοσέ, Ιζαμπέλ Ατζανί, Καχίλ Μπεν Γκαρμπιά, Χάνα Σιγκούλα κ.ά.
Χρειάστηκε μισός αιώνας για να πάμε από τα «Τα Πικρά Δάκρυα της Πέτρα Φον Καντ» σε μια ταινία που ορισμένες φορές φλερτάρει με το γκροτέσκο, όπου τα γελάκια δίνουν και παίρνουν. Ο γνωστός και μη εξαιρετέος Φρανσουά Οζόν, που έχει στο ενεργητικό του και καλές και μέτριες ή μετριότατες ταινίες, διασκευάζει το γνωστό δράμα του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, δίνοντας μια κωμική διάσταση στο φιλμ και αλλάζοντας το φύλο των ηρώων. Εξού και το Πέτρα γίνεται Πέτερ και μαζί αλλάζουν φύλο και οι υπόλοιποι βασικοί ρόλοι.
Ο Οζόν, η ταινία του οποίου έκανε πρεμιέρα στο περσινό φεστιβάλ Βερολίνου, προσπαθώντας να ελαφρύνει το βαρύ δράμα της πρωτότυπης ταινίας, θα βάλει περισσότερο χιούμορ απ’ όσο αντέχει πιθανώς το θέμα του, θέλοντας να σχολιάσει περιπαιχτικά το αχαλίνωτο πάθος, την αγάπη, την εξουσία, την αποπλάνηση και το δέσιμο της τέχνης με τη ζωή.
Ένας φημισμένος σκηνοθέτης, ο Πέτερ, ζει με τον βοηθό του Καρλ στον οποίο συμπεριφέρεται ταπεινωτικά. Μέσω μίας διάσημης ηθοποιού, γνωρίζει και ερωτεύεται τον Αμίρ, ένα φτωχό όμορφο νέο, στον οποίο προτείνει να μείνει στο σπίτι του και να τον βοηθήσει να μπει στον χώρο του σινεμά.
Η μετατροπή του Πέτερ από έναν σκληρό και αλαζόνα χειριστικό άνθρωπο σε θύμα του πάθους του, δεχόμενος πλέον αυτός την ταπείνωση, είναι το πιο αξιόλογο κομμάτι αυτού του άνισου ριμέικ, το οποίο βρίθει αυτοβιογραφικών στοιχείων του Φασμπίντερ, ενώ ο Οζόν βολεύεται και με τη ευκολία να διατηρήσει την ιστορία του στη δεκαετία του ’70, χωρίς να έχει κάποιον λόγο, πέρα από τις νέες τεχνολογίες, που τόσο έχουν επηρεάσει τη ζωή.
Τα μισοφωτισμένα πλάνα δέχονται επιθέσεις κόκκινου χρώματος, το μοντάζ δείχνει τη θεατρική δομή του έργου (αρχικά θεατρικό έργο του Φασμπίντερ), ενώ στα θετικά και η σύντομη διάρκεια της ταινίας, που δεν ξεπερνά τα 85 λεπτά.
Ο Ντενίς Μενοσέ, με τη ζωώδη ορμή του, παραπέμπει σαφώς στον άγρια παθιασμένο αντισυμβατικό Γερμανό σκηνοθέτη, η Ιζαμπέλ Ιπέρ, μοιάζει περαστική αυτή και η γοητεία της, το υπόλοιπο καστ είναι ικανοποιητικό, ενώ εμφανίζεται και η Χάνα Σιγκούλα, μούσα του Φασμπίντερ που έπαιζε και στο αρχικό φιλμ του ’72.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο Πέτερ Φον Καντ ένας πετυχημένος σκηνοθέτης ζει με τον βοηθό του Καρλ στον οποίο συμπεριφέρεται άσχημα και συχνά ταπεινώνει. Μέσω μίας σπουδαίας ηθοποιού, γνωρίζει και ερωτεύεται τον Αμίρ, έναν όμορφο νεαρό, στον οποίο προτείνει να μοιραστεί το διαμέρισμα του και να τον βοηθήσει να μπει στον κόσμο του κινηματογράφου….
Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:
Θόδωρος Αγγελόπουλος, Νίκος Παναγιωτόπουλος: Ο Καθένας και η Μουσική του. Σινεφιλικό ντοκιμαντέρ, που γύρισαν με μεράκι οι Αντώνης Κόκκινος και Γιάννης Σολδάτος, φέρνοντας στο φως μια αδημοσίευτη συζήτηση ανάμεσα στον Θόδωρο Αγγελόπουλο και τον Νίκο Παναγιωτόπουλο από το μακρινό 1985. Ένα πολύτιμο ηχητικό ντοκουμέντο, για τους δυο σκηνοθέτες και τον κινηματογράφο. Οι δυο βασικοί πρωτεργάτες τού Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου θα σταθούν απέναντι από ένα τραπέζι, που έχει πάνω του ένα μαγνητόφωνο και θα μιλήσουν για τα πάντα, με αφορμή ένα θέμα για ένα κινηματογραφικό περιοδικό που τελικά δεν ευδοκίμησε. Ο Αντώνης Κόκκινος βρήκε τις κασέτες αυτής της συνομιλίας, κατά τη διάρκεια της πανδημίας και μαζί με τον Γιάννη Σολδάτο έφτιαξαν ένα χρήσιμο και συγκινητικό φιλμ για τους δυο αξέχαστους δημιουργούς. Ο ήχος με τις φωνές τους, θα συνδυαστεί με φωτογραφίες και πλάνα από γυρίσματα των δυο σκηνοθετών, που έγραψαν το δικό τους κεφάλαιο στο ελληνικό σινεμά, παρά την αντίθετη πορεία τους και τη διαφορετική προσέγγιση της ελληνικής πραγματικότητας, αλλά με κοινό σημείο την αγάπη τους για το σινεμά.
Μπλε Φεγγάρι (Blue Moon). Ρουμανική δραματική ταινία του 2021, που κέρδισε το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν και αποτελεί το σκηνοθετικό ντεμπούτο της Αλίνα Γκρίκορε. Ενδιαφέρον ψυχογράφημα μιας νεαρής γυναίκας η οποία θέλει να ξεφύγει από τη βίαιη δυσλειτουργική οικογένειά της και αφού βιώνει μία τραυματική σεξουαλική εμπειρία με έναν καλλιτέχνη, θα βρει τη δύναμη να προστατέψει τον εαυτό της και να ανταποδώσει τη βία.
Ο Θίασος. Μία από τις καλύτερες ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου, που γύρισε αμέσως μετά τη μεταπολίτευση, το 1975, και γνώρισε πολλές διακρίσεις σε πολλά φεστιβάλ. Από τις πλέον αναγνωρίσιμες ταινίες τούυ Αγγελόπουλου, που ακολουθεί τις περιπέτειες ενός περιοδεύοντος θιάσου στην ελληνική επαρχία και δίνει την ευκαιρία στον σκηνοθέτη να αναφερθεί σε ένα σημαντικό κομμάτι της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, από τη δικτατορία Μεταξά, την ιταλική εισβολή, την γερμανική κατοχή, την απελευθέρωση, την άφιξη των συμμάχων, την καταπίεση των αριστερών αγωνιστών και τον εμφύλιο πόλεμο, μέχρι τις εκλογές του 1952, όπου κυριαρχεί η συντηρητική παράταξη. Παράλληλα, ο Αγγελόπουλος παρακολουθεί την τραγική πορεία των μελών του θιάσου, που είναι της ίδιας οικογένειας και παραπέμπει η ιστορία τους στον πυρήνα του μύθου των Ατρειδών. Βεβαίως, έχουν πολλά ειπωθεί για την χρονολογική κατασκευή τής ταινίας, που είναι υπερβολικά περίπλοκη, καθώς είναι συνεχείς οι εναλλαγές εποχών. Η εξαίρετη φωτογραφία είναι του Γιώργου Αρβανίτη, η μουσική του Λουκιανού Κηλαηδόνη, ενώ πρωταγωνιστούν οι Εύα Κοταμανίδου, Αλίκη Γεωργούλη, Βαγγέλης Καζάν, Πέτρος Ζαρκάδη, Στράτος Παχής κ.ά.
Τιτανικός (Titanic). Με αφορμή τα 25 χρόνια από την πρεμιέρα της, η διάσημη ταινία του Τζέιμς Κάμερον και των 11 Όσκαρ επαναπροβάλλεται σε 3D. Το επικό ρομαντικό φιλμ επιστρέφει μαζί με την ιστορία της Ρόουζ και του Τζακ, οι οποίοι θα ζήσουν το θρυλικό ναυάγιο, αλλά και έναν έρωτα που δεν θα πνιγεί ούτε στα παγωμένα νερά του Βόρειου Ατλαντικού. Άγνωστο παραμένει αν θα μπορέσει να συγκινήσει το ίδιο το κοινό και ιδίως τους νέους το τεχνικό επίτευγμα του Κάμερον που απέκτησε φανατικούς θαυμαστές και πολέμιους στην πρώτη του προβολή. Μια καλή αλλά υπερεκτιμημένη ταινία, που αποτελεί από μόνη της ένα κεφάλαιο πετυχημένης κινηματογραφικής συνταγής. Ο Κάμερον πόνταρε στα ειδικά εφέ, στην ιστορία του θρυλικού ναυαγίου, στο έντονο μελόδραμα, στην ατμοσφαιρική μουσική του Χόρνερ και το γλυκανάλατο τραγούδι της Σελίν Ντιόν, αλλά και στη φρέσκια γοητευτική εμφάνιση των δυο πρωταγωνιστών, της Κέιτ Γουίνσλετ και του Λεονάρντο ντι Κάπριο.
(Φωτογραφία από την ταινία «Tar»)