Πρόσφατα ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, επέκρινε τον πρόεδρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Αλέξη Τσίπρα, για την αποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ από τις κοινοβουλευτικές ψηφοφορίες, κάνοντας λόγο για «πεζοδρομιακή δημοκρατία» που υπονομεύει την «κοινοβουλευτική δημοκρατία».
Του Δημήτρη Παπανικολόπουλου*
Πρόκειται για μια στενή αντίληψη περί δημοκρατίας, η οποία περιορίζει τις δημοκρατικές διαδικασίες μόνο στις εκλογές και στο κοινοβούλιο. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αντιδημοκρατικός αντιλαϊκισμός του Κ. Μητσοτάκη συναντά την αντιδημοκρατική ρητορική της μετεμφυλιακής Δεξιάς.
Τις ονομάζω «αντιδημοκρατικές» αυτές τις ρητορικές πρακτικές όχι μόνο γιατί προσπαθούν να περιορίσουν το ρόλο του λαού μέσα στο δημοκρατικό καθεστώς, αλλά και γιατί αγνοούν την ιστορία της δημοκρατίας και επιδιώκουν να της στερήσουν το οξυγόνο της.
Συγκεκριμένα, το «πεζοδρόμιο», όπως συνήθιζαν να ονομάζουν οι παλαιοί δεξιοί πολιτικοί τους κινητοποιούμενους πολίτες, ήταν αυτό που αντιπαρατέθηκε με την επιχείρηση «εκτροπή» τη δεκαετία του ’60 (εκλογές «βίας και νοθείας», συνταγματοποίηση της «καχεκτικής δημοκρατίας», εκπαραθύρωση του λαοπρόβλητου πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου), αλλά και το μόνο που αντιπαρατέθηκε στη χούντα: πρώτα με τις ένοπλες ομάδες, ύστερα με το αυτόνομο φοιτητικό κίνημα, και τελικά με την ανυπακοή των επίστρατων, τον Ιούλιο του ’74.
Το «πεζοδρόμιο» ήταν αυτό που έδωσε ζωή στη δημοκρατία μετά τη χούντα, καθώς η κινητοποίηση του λαού, σε κομματικό, συνδικαλιστικό και κινηματικό επίπεδο, εγγυήθηκε την αδυνατότητα επιστροφής στο «γύψο».
Αυτό δε ήταν που προσδιόριζε κάθε φορά, δια του προσδιορισμού του πολιτικού κόστους, τα όρια εντός των οποίων μπορούν να κινηθούν οι εκλεγμένες κυβερνήσεις. Αυτά τα όρια είναι που απεχθάνεται η ανεξέλεγκτη κυβέρνηση Μητσοτάκη, που θεωρεί ότι 40% του εκλογικού σώματος του έδωσε μια λευκή επιταγή πάνω στην οποία μπορεί να γράψει «επιβολή νεοφιλελεύθερης ζούγκλας μέσω αυταρχικών μεθόδων». Ουδεμία σχέση, δηλαδή, με τη μείωση των φόρων και της ανεργίας.
Το «πεζοδρόμιο» ήταν που ανέδειξε τα νέα αιτήματα μιας νέας κοινωνίας (οικολογία, φεμινισμός, ΛΟΑΤΚΙ+, δικαιώματα ζώων) που τα κόμματα δεν ήταν σε θέση να προωθήσουν. Σε αυτό το πλαίσιο, τα κοινωνικά κινήματα ήταν που ζητούσαν πρώτα τον θεσμικό εκσυγχρονισμό και τον εξευρωπαϊσμό της κοινωνίας, που ο Κ. Μητσοτάκης αρέσκεται να αναφέρει ως μέλημά του.
Το «πεζοδρόμιο» ήταν που αντιστάθηκε στη μεταφορά εξουσιών μακρυά από τη δημοκρατική λογοδοσία και μακρυά από το κοινοβούλιο. Δεν ήταν το «πεζοδρόμιο» που αποδέχτηκε οι αποφάσεις για την ελληνική κοινωνία να παίρνονται εκτός της ελληνικής κοινωνίας, αλλά κάποια κόμματα και κάποιοι πολιτικοί που τώρα κάνουν τους τιμητές της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Το «πεζοδρόμιο» (και οι «πλατείες») ήταν που πρότειναν νέες μορφές οργάνωσης της κοινωνίας και της δημοκρατίας, τη στιγμή που οι νυν τιμητές της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας θέλησαν να την ακινητοποιήσουν, λανσάροντας εκ νέου την ανιστόρητη ιδέα τους περί «τέλους της ιστορίας», κατακρίνοντας τους πειραματισμούς που επιδιώκουν την ευθυγράμμιση της δημοκρατίας με τις νέες δυνατότητες και επιθυμίες ενός όλο και πιο προσοντούχου σώματος πολιτών. Έτσι, αποδεικνύουν ότι η ρητορική τους περί «καινοτομιών», «εμπιστοσύνης στους πολίτες» και στις «νέες τεχνολογίες» είναι κούφια λόγια.
Το «πεζοδρόμιο» είναι, τέλος, αυτό που σπάει την υπεροπλία της κυβέρνησης στα ΜΜΕ, που θέλουν να επιβάλουν μια εικονική πραγματικότητα. Το «πεζοδρόμιο» φέρνει στο δημόσιο χώρο όλα όσα οι κρατούντες θέλουν να μείνουν στο σκοτάδι, από την οικονομική δυσπραγία που αντιστρατεύεται τις φαντασιώσεις της κυβέρνησης Μητσοτάκη για «οικονομικό θαύμα» μέχρι τη συγκάλυψη εγκλημάτων όπως παιδεραστία, κακοποίηση γυναικών, δολοφονίες μεταναστών.
Με λίγα λόγια, η κοινοβουλευτική δημοκρατία δεν υπονομεύεται από την «πεζοδρομιακή δημοκρατία», αλλά στηρίζεται σε αυτή για να ζήσει και να μην καταντήσει μια σκιά. Η δημοκρατία πρέπει να είναι «αγωνιστική», όπως τονίζει η ΣαντάλΜουφ. Να στηρίζεται σε έναν «αγωνιστικό πλουραλισμό», να νομιμοποιεί και να μετουσιώνει δηλαδή τον πολιτικό ανταγωνισμό, χωρίς ποτέ να υπόσχεται την άρση των διαφορών και την παγίωση του statusquo.
Δημήτρης Παπανικολόπουλος, Δρ. Πολιτικής Επιστήμης και ερευνητής