Μετά τις καταρρεύσεις χιλιάδων κτιρίων στον πρόσφατο ισχυρό σεισμό της Τουρκίας, μεγέθους 7.8, το ερώτημα που απασχολεί πολύ κόσμο είναι: «Θα άντεχαν τα κτίρια στην Ελλάδα σε περίπτωση ενός παρόμοιου σεισμού;».
Του Γιάννη Ψυχάρη
Κατ’ αρχήν πρέπει να διευκρινιστεί ότι η πιθανότητα να συμβεί ένας τόσο μεγάλος σεισμός στον ελλαδικό χώρο δεν μπορεί να αποκλειστεί. Είναι γνωστόν ότι η Ελλάδα, επειδή βρίσκεται στην περιοχή σύγκρουσης της Αφρικανικής με την Ευρασιατική πλάκα, είναι διάσπαρτη από σεισμικά ρήγματα, πολλά από τα οποία έχουν το δυναμικό να δώσουν ισχυρούς σεισμούς. Τα ιστορικά δεδομένα δείχνουν ότι καταστροφικοί σεισμοί αντίστοιχου μεγέθους με αυτόν της Τουρκίας έχουν συμβεί στο παρελθόν, όπως π.χ. ο σεισμός της Κρήτης το365 μ.Χ., εκτιμώμενου μεγέθους 8.3, και ο σεισμός της Ρόδου το 1303,μεγέθους 8.0. Επειδή η γένεση των σεισμών είναι μια επαναληπτική διαδικασία, με την περίοδο επανάληψης να υπερβαίνει τα 1000 ή ακόμη και τα 2000 χρόνια για τους πολύ ισχυρούς σεισμούς, παρόμοιοι σεισμοί θα συμβούν και στο μέλλον, χωρίς όμως να μπορούμε να προσδιορίσουμε το πότε. Βέβαια, πολύ μεγάλα σεισμικά γεγονότα μπορούν να συμβούν μόνο σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας όπου υπάρχουν αντίστοιχα μεγάλα ρήγματα.
Είναι όμως τα κτίρια μελετημένα να αντέχουν σε τόσο μεγάλους σεισμούς; Γενική απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν μπορεί να δοθεί, αφού η συμπεριφορά κάθε κτιρίου σε έναν σεισμό εξαρτάται από τον τρόπο κατασκευής του και τα δυναμικά του χαρακτηριστικά. Γι’ αυτό, γενικές μόνο διαπιστώσεις μπορούν να διατυπωθούν και κάθε κτίριο πρέπει να εξετάζεται κατά περίπτωση.
Για να απαντήσουμε στο ερώτημα πρέπει να χωρίσουμε τα κτίρια σε τέσσερις κατηγορίες με βάση το έτος κατασκευής τους, το οποίο προσδιορίζει τον Αντισεισμικό Κανονισμό που έχει εφαρμοστεί στην στατική μελέτη:
Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν τα κτίρια που κτίστηκαν πριν το 1959, δηλαδή πριν την εφαρμογή του πρώτου Αντισεισμικού Κανονισμού. Αυτά τα κτίρια στην πλειονότητά τους είναι λιθόκτιστα. Αν και δεν έχουν σχεδιαστεί με καμία πρόβλεψη για σεισμικά φορτία, διαθέτουν αρκετή αντοχή σε σεισμούς εάν οι λίθινοι τοίχοι είναι καλής κατασκευής. Βέβαια, σε περίπτωση πολύ ισχυρού σεισμού είναι πιθανόν να παρουσιάσουν σημαντικές βλάβες, ακόμη και μερική κατάρρευση.
Στην δεύτερη κατηγορία ανήκουν τα κτίρια που κτίστηκαν στο διάστημα 1959 έως 1984 με τον Αντισεισμικό Κανονισμό του 1959. Σύμφωνα με την απογραφή του 2011, σε αυτή την κατηγορία ανήκει περίπου το 60% των κτιρίων της χώρας. Τα κτίρια αυτά διαθέτουν περιορισμένη σεισμική θωράκιση, επειδή ο τότε Αντισεισμικός Κανονισμός, που είχε ενσωματώσει τις γνώσεις της εποχής, θεωρείται ανεπαρκής για τα σημερινά δεδομένα. Επιπρόσθετα, τα υλικά τους έχουν υποστεί και σημαντική γήρανση. Παρόλα αυτά, η εμπειρία έχει δείξει ότι πολλά από αυτά τα κτίρια μπόρεσαν να επιβιώσουν στους σεισμούς που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια, αν και με αρκετές βλάβες σε πολλές περιπτώσεις. Γενικώς, τα κτίρια αυτής της περιόδου πρέπει να ελεγχθούν ως προς την στατική τους επάρκεια και να ενισχυθούν κατάλληλα για να μπορούν να επιβιώσουν σε έναν μελλοντικό ισχυρό σεισμό.
Στην τρίτη κατηγορία ανήκουν τα κτίρια που κτίστηκαν στο διάστημα 1984 έως 1995, στα οποία εφαρμόστηκαν οι βελτιώσεις που έγιναν το 1984 στον Αντισεισμικό Κανονισμό του 1959 (οι λεγόμενες Πρόσθετες Διατάξεις). Σε αυτή την κατηγορία ανήκει περίπου το 15% των κτιρίων της χώρας. Οι Πρόσθετες Διατάξεις εισήγαγαν πολλές νέες αντιλήψεις αντισεισμικού σχεδιασμού και βελτίωσαν σημαντικά την αντισεισμική θωράκιση των κτιρίων. Έτσι, τα κτίρια αυτά διαθέτουν ικανοποιητική αντοχή έναντι σεισμών, κοντά σε αυτή των σύγχρονων κτιρίων.
Στην τέταρτη κατηγορία ανήκουν τα σύγχρονα κτίρια που κτίστηκαν μετά το 1995, όταν άρχισε να εφαρμόζεται ο Νέος Ελληνικός Αντισεισμικός Κανονισμός (ΝΕΑΚ) που εισήγαγε την σύγχρονη φιλοσοφία αντισεισμικού σχεδιασμού. Ο ΝΕΑΚ επικαιροποιήθηκε το 2000 και το 2003και μετονομάστηκε σε ΕΑΚ, ενώ μετά το 2014 άρχισαν να εφαρμόζονται παράλληλα και οι Ευρωκώδικες. Τα κτίρια αυτής της περιόδου αποτελούσαν το 2011 το 18% των κτιρίων της χώρας και έχουν σχεδιαστεί έτσι ώστε σε έναν ισχυρό “θεωρητικό” σεισμό(σεισμό σχεδιασμού)να πάθουν μόνον σχετικά μικρές και επιδιορθώσιμες βλάβες. Ταυτόχρονα, μπορούν να επιβιώνουν σε σεισμούς αρκετά ισχυρότερους του σεισμού σχεδιασμού, όπως ήταν ο σεισμός της Τουρκίας, με σημαντικές μεν βλάβες αλλά χωρίς κίνδυνο κατάρρευσης.
Συμπερασματικά, τα κτίρια που έχουν μελετηθεί με παλαιότερους Κανονισμούς πρέπει να ελεγχθούν και να ενισχυθούν κατάλληλα για να αναβαθμιστούν αντισεισμικά. Τα κτίρια που έχουν μελετηθεί με τους σύγχρονους Κανονισμούς εξασφαλίζονται σε πολύ μεγάλο βαθμό έναντι κατάρρευσης ακόμη και σε πολύ ισχυρούς σεισμούς, εάν φυσικά έχει γίνει επιμελημένη κατασκευή και σωστή εφαρμογή της στατικής μελέτης. Δεν μπορούμε όμως να αποκλείσουμε και κάποιες αστοχίες σε εξαιρετικά δυσμενείς καταστάσεις, αφού κανένας Κανονισμός δεν είναι τέλειος. Η έρευνα συνεχίζεται, η γνώση μας σε ό,τι αφορά την σεισμική απόκριση των κατασκευών βελτιώνεται και οι Κανονισμοί επικαιροποιούνται για να καλύψουν τις ελλείψεις που προκύπτουν. Η δεύτερη γενιά των Ευρωκωδίκων ολοκληρώνεται σύντομα και μπορούμε να πούμε ότι τα μελλοντικά κτίρια θα είναι ακόμη πιο ασφαλή από τα σημερινά.
Γιάννης Ψυχάρης
Ομότιμος Καθηγητής Αντισεισμικής Μηχανικής Ε.Μ.Π.
Αντιπρόεδρος Οργανισμού Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας (Ο.Α.Σ.Π.)