Σε θέση ουραγού ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ έμεινε η Ελλάδα την περίοδο 2015 – 2021 σε ό,τι αφορά την παραγωγικότητα της εργασίας, καθώς κατατάσσεται στην τρίτη θέση από το τέλος.
Οι οικονομικοί αναλυτές της Eurobank επισημαίνουν ότι τα τελευταία χρόνια η απασχόληση ανέκαμψε μετά το σοκ της μεγάλης οικονομικής κρίσης, όμως θα απαιτηθεί σοβαρή προσπάθεια με επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις για να αυξηθεί η παραγωγικότητα της εργασίας.
Τα στοιχεία του ΟΟΣΑ αποκαλύπτουν ότι η Ελλάδα ήταν μία από τις ελάχιστες χώρες του ΟΟΣΑ, όπου η παραγωγικότητα της εργασίας, δηλαδή το παραγόμενο προϊόν ανά εργατοώρα, μειώθηκε την περίοδο 2015 – 2021, που ήταν μια περίοδος ανάκαμψης της αγοράς εργασίας, με σημαντική αύξηση της απασχόλησης.
Η μείωση της παραγωγικότητας στην Ελλάδα ήταν 4%, με αποτέλεσμα να χάσει σημαντικό έδαφος στον διεθνή ανταγωνισμό. Μόνο η Νότια Αφρική και το Μεξικό είχαν χειρότερες επιδόσεις. Η Ιρλανδία, που είχε την καλύτερη επίδοση, πέτυχε αύξηση παραγωγικότητας κατά 36%, η Ρουμανία κατά 33% και η Τουρκία κατά 26%, ενώ Εστονία και Λιθουανία αύξησαν την παραγωγικότητα κατά 23%. Στις χώρες του G7 και της ΕΕ το μέσο ποσοστό αύξησης ήταν 6%, ενώ συνολικά στις χώρες του ΟΟΣΑ ανήλθε σε 7%.
Η παραγωγικότητα στις χώρες του ΟΟΣΑ
Σε ανάλυσή της, η Eurobank επισημαίνει ότι η ελληνική αγορά εργασίας παρουσίασε αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα στις διαταραχές που προκάλεσαν η πανδημία και η ενεργειακή κρίση, δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας με μείωση του ποσοστού της ανεργίας, όμως από το 2013, που ήταν και το χειρότερο έτος για την αγορά εργασίας, καταγράφεται μεγάλο χάσμα ανάμεσα στην αύξηση του ΑΕΠ και στην αύξηση της απασχόλησης, το οποίο υποδηλώνει τη σοβαρή υποχώρηση της παραγωγικότητας.
Η απασχόληση στην ελληνική οικονομία, τονίζουν οι αναλυτές της τράπεζας, παρουσίασε ανθεκτικότητα την τελευταία 3ετία, συντελώντας στην ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και της κοινωνικής ευημερίας:
- Το 2022 ο αριθμός των απασχολούμενων ατόμων ξεπέρασε το επίπεδο που θα βρισκόταν αν για τα έτη 2020, 2021 και 2022 αυξανόταν με τον αντίστοιχο προ πανδημίας ετήσιο ρυθμό. Σύμφωνα με την έρευνα εργατικού δυναμικού της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) μηνός Δεκεμβρίου 2022, ο μέσος όρος (12μηνών) της απασχόλησης το 2022 ανήλθε στα 4.128,6 χιλ. άτομα από 3.921,9 χιλ. το 2021, 3.703,6 χιλ. το 2020 και 3.886,3 χιλ. το 2019. Η εν λόγω επίδοση ισοδυναμεί με έναν μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης της τάξης του 2,0% από 1,8% την 6ετία 2014-2019. Σε αυτό το αποτέλεσμα συνέβαλαν με άμεσο και έμμεσο τρόπο τα μέτρα κρατικής στήριξης, αποτρέποντας μια απότομη μείωση της ζήτησης εργασίας κατά τη διάρκεια των lockdowns, αλλά και η ισχυρή ανάκαμψη της οικονομίας από τα μέσα του 2021, οπότε και ξεκίνησε το σταδιακό άνοιγμα των οικονομικών-κοινωνικών δραστηριοτήτων.
- Η αύξηση της απασχόλησης αποτυπώνεται στη μείωση του μέσου (12 μηνών) ποσοστού ανεργίας στο 12,4% του εργατικού δυναμικού το 2022 από 14,8% το 2021, 17,6% το 2020 και 17,9% το 2019. Όπως ο ετήσιος ρυθμός αύξησης της απασχόλησης την 3ετία 2020-2022 ήταν ελαφρά υψηλότερος από τον αντίστοιχο προ πανδημίας ρυθμό, έτσι και ο ετήσιος ρυθμός πτώσης του ποσοστού ανεργίας ήταν οριακά ταχύτερος από τον προ πανδημίας ρυθμό. Αναλυτικά, η μέση ετήσια μεταβολή του ποσοστού ανεργίας την 6ετία 2014-2019 ήταν -1,7 ποσοστιαίες μονάδες και την 3ετία 2020-2022 -1,8 ποσοστιαίες μονάδες.
Βάσει των παραπάνω στοιχείων, τονίζει η Eurobank, ο αριθμός των απασχολούμενων ατόμων στην ελληνική οικονομία από τον πυθμένα του 2013 μέχρι το 2022 κατέγραψε αύξηση 18,4%, ποσοστό που αντιστοιχεί σε 641,3 χιλ. περισσότερους εργαζομένους. Την ίδια περίοδο ωστόσο, το πραγματικό ΑΕΠ σε επίπεδο 9μήνου ήταν ενισχυμένο κατά 8,3% (Ιαν-Σεπ 2022 vs Ιαν-Σεπ 2013). Η αρνητική απόκλιση ανάμεσα στην ποσοστιαία αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ και στην ποσοστιαία αύξηση της απασχόλησης την τελευταία 9ετία καταδεικνύει την ισχνή επίδοση της ελληνικής οικονομίας σε όρους παραγωγικότητας της εργασίας (πραγματικό προϊόν ανά απασχολούμενο), δηλαδή του βαθμού αποδοτικότητας του εν λόγω παραγωγικού συντελεστή.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας, ο μέσος όρος της παραγωγικότητας της εργασίας στο 9μηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2022 ήταν μικρότερος κατά 6,5% (1,0% σε όρους πραγματικού προϊόντος ανά ώρα εργασίας) από τον αντίστοιχο του 9μήνου Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2013.
Η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας μέσω των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων παγίων δύναται να έχει ευεργετικές επιδράσεις στην απασχόληση, στους πραγματικούς μισθούς και στο παραγόμενο προϊόν της οικονομίας, επισημαίνει η Eurobank. Λαμβάνοντας υπόψιν τους περιορισμούς που αντιμετωπίζει η απασχόληση λόγω του δημογραφικού προβλήματος (μακροχρόνια ο ρυθμός μεταβολής της απασχόλησης συγκλίνει στον αντίστοιχο του πληθυσμού), η παραγωγικότητα της εργασίας καθίσταται ο ακρογωνιαίος λίθος των μεσομακροπρόθεσμων παραγωγικών δυνατοτήτων της οικονομίας, οπότε και της ευημερίας της.