Πρόκειται για μια υπόθεση μαζικής δολοφονίας που έχει καταγραφεί ως μοναδική μέχρι σήμερα, στα εγκληματολογικά χρονικά της Ελλάδας.
Γράφει ο Δημήτρης Σταυρόπουλος
Ξεκληρίστηκε σχεδόν ένα ολόκληρο χωριό!
Ήταν τέτοιος ο αναβρασμός και η οργή που κινητοποιήθηκε και ο Στρατός για να επιβάλει την τάξη…
Αρχές του 20ου αιώνα (1909), στα Κύθηρα.
Πρωταγωνιστής της τραγωδίας είναι ο Αντώνης Αρώνης-Λαγωνάρης από τα Γερακιτιάνικα των Αρωνιαδίκων στα Κύθηρα.
Ο Λαγωνάρης εργαζόταν ως τσαγκάρης στο χωριό του φτιάχνοντας χειροποίητα στιβάνια (μπότες).
Παράλληλα ήταν και οργανοπαίκτης σε όλες τις γιορτές και τα πανηγύρια και γενικά ήταν ένας αγαπητός άνθρωπος στην τοπική κοινωνία.
Ωστόσο όλα άλλαξαν όταν στο τσαγκαράδικό του εμφανίστηκε μια γυναίκα από διπλανό χωριό και του παρήγγειλε ένα ζευγάρι στιβάνια.
Όταν πήγε να τα παραλάβει, η γυναίκα δεν μπορούσε να τον πληρώσει και όταν ο Λαγωνάρης της παραπονέθηκε, η πελάτισσα τού είπε να περάσει από το σπίτι της, για να τον εξοφλήσει.
Πράγματι ο Λαγωνάρης πήγε αργότερα στο σπίτι της γυναίκας, για να πληρωθεί.
Εκείνη τον δέχτηκε και έβγαλε να τον κεράσει, ωστόσο εκείνη τη στιγμή επέστρεψε ο σύζυγος της γυναίκας, ο οποίος θεώρησε ότι ο Λαγωνάρης είχε πονηρούς σκοπούς για τη γυναίκα του.
Έτσι, τον ξυλοκόπησε και τον έδιωξε.
Ο τσαγκάρης ταπεινωμένος και χωρίς να πληρωθεί έφυγε από το σπίτι.
Αναφορές από την εποχή λένε ότι το επεισόδιο είναι πιθανό να ήταν στημένο από το ανδρόγυνο, ώστε να μην πληρώσουν τα στιβάνια.
Πάντως, το ζευγάρι δεν αρκέστηκε στο ξυλοδαρμό και άρχισε να δυσφημεί τον Λαγωνάρη σε όλη την περιοχή.
Έτσι, δεν άργησε να αρχίσει να χάνει την πελατεία του, ενώ σταμάτησαν να τον καλούν ως οργανοπαίχτη καθώς φοβούνταν ότι θα αποπλανήσει τις γυναίκες τους.
ΠΡΙΝ ΓΙΝΕΙ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΜΑΚΕΛΕΙΟ
Αφού η κατάσταση ήταν τόσο εχθρική πλέον για τον ίδιο, ο Λαγωνάρης έφυγε από το χωριό και πήγε στον Πειραιά, όπου έπιασε δουλειά σε ένα τσαγκαράδικο, στο οποίο αφεντικό ήταν κάποιος από τα Πιτσινιάνικα, από την οικογένεια Καλλίγερου-Μπέη.
Η φήμη του ως καλού τεχνίτη άρχισε να μεγαλώνει και φαίνεται ότι αυτό προκάλεσε τον φθόνο άλλων μαστόρων από τον Πειραιά. Σύμφωνα με την ιστορία, οι μάστορες κατέστρωσαν σχέδιο για να τον βγάλουν από την μέση και να του πάρουν τη δουλειά.
Έτσι, του έβαλαν μέσα στην τσάντα του κάποια εργαλεία του μαγαζιού θέλοντας να τον κατηγορήσουν για κλεψιά.
Όταν τα ανακάλυψε το αφεντικό του μετά την αρχική του οργή αποφάσισε να δείξει επιείκεια λόγω της πρότερης συμπεριφοράς του Λαγωνάρη.
Ωστόσο, τελείως διαφορετική άποψη είχε η γυναίκα του, η οποία έπεισε το αφεντικό να του κάνει μήνυση για κλοπή υπενθυμίζοντάς του μάλιστα και το περιστατικό των Κυθήρων, το οποίο φυσικά γνώριζαν.
Ο Λαγωνάρης, αν και αθώος, καταδικάστηκε για κλοπή και χωρίς να έχει χρήματα να εξαγοράσει την ποινή του βρέθηκε στη φυλακή, όπου εξέτισε όλη την ποινή του. Όταν αποφυλακίστηκε μετά από λίγο καιρό έπιασε δουλειά σε ένα άλλο τσαγκαράδικο, ωστόσο φαίνεται ότι ούτε εκεί έμεινε για πολύ καθώς απολύθηκε λίγο αργότερα χωρίς πάντως να είναι γνωστοί σε εμάς οι λόγοι που έχασε τη δουλειά του.
ΑΠΟ ΤΣΑΓΚΑΡΗΣ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Φαίνεται πως η τελευταία αυτή απόλυση ήταν και η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι καθώς μετά από αυτή σχεδίασε τη μεγάλη επίθεση για να εκδικηθεί τους Κυθηριώτες από τους οποίος είχε ξεκινήσει η «πτώση» του.
Αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχουν συγκλίνουσες πληροφορίες ότι είχε εθιστεί στα ναρκωτικά κάτι που πιθανότατα έπαιξε ρόλο σε αυτήν την απόφαση εκδίκησης που πήρε.
Κατά άλλους είχε «μυηθεί» στο χασίς όσο έμεινε στη φυλακή για την κλοπή που δεν έκανε, ενώ κατά άλλους εκείνη την περίοδο είχε βρει δουλειά στην κατεργασία του λιναριού (που γινόταν με το στόμα) και βρισκόταν υπό την επίδραση παραισθησιογόνου ουσίας που υπάρχει σ’ αυτό το φυτό.
Το σίγουρο είναι ότι είχε γυρίσει πλέον στο χωριό του στα Αρωνιάδικα και στις 23 Αυγούστου του 1909 πήρε τη μεγάλη απόφαση να θέσει το σχέδιο εκδίκησής του σε εφαρμογή.
Σκοπός του ήταν να πάει στο χωριό Πιτσινιάνικα, το οποίο σύμφωνα με πληροφορίες ήταν το χωριό του αφεντικού του που τον είχε απολύσει και μηνύσει για κλοπή.
Όταν ρώτησε πώς να πάει στο χωριό του είπαν απλώς πως είναι το χωριό με το «αψηλό καμπαναριό».
Από την Ξεροσοβάλα, κατά μία εκδοχή, ακολούθησε το δρόμο των Μυρτιδίων από τις Μολιγκάτες και βγήκε στο Μαραθέα.
Ωστόσο από λάθος-ίσως λόγω και της επήρειας των ναρκωτικών στην οποία βρισκόταν- αντί να τραβήξει το δρόμο προς τα Πιτσινιάνικα πήρε το δρόμο προς ένα άλλο χωριό, τις Καλοκαιρινές, που και εκεί υπήρχε ψηλό καμπαναριό.
Εκείνη την ημέρα επρόκειτο να γίνει στην εκκλησία του χωριού, στον Άγιο Σπυρίδωνα, η βάπτιση ενός μικρού κοριτσιού.
Ο Λαγωνάρης όταν έφτασε στο χωριό πήγε και σήμανε τις καμπάνες και στη συνέχεια κρύφτηκε.
Οι χωριανοί νόμισαν ότι είναι η ώρα για να ξεκινήσει το μυστήριο και άρχισαν να φτάνουν στην εκκλησία.
Ο Λαγωνάρης τότε σε δολοφονικό αμόκ άρχισε να μαχαιρώνει αδιακρίτως όποιον έβρισκε μπροστά του.
Μέσα στο πανικό που επικράτησε κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει από ποιον δέχονταν επίθεση.
Πολλοί πίστεψαν ότι επρόκειτο για πειρατές μιας και δεν ήταν σπάνιο τότε αυτοί να κάνουν την εμφάνισή τους στο νησί.
Η ιστορία λέει ότι ο εφημέριος του χωριού, ο παπα Κοσμάς Λεονταράκης από τα Φράτσια, γνωστός και ως παπα Σκονάκης, βγήκε από το σπίτι του και διαπίστωσε ότι δεν ήταν πειρατές, αλλά επρόκειτο για κάποιον που βρισκόταν σε κατάσταση αμόκ.
Έτσι, άρπαξε το τουφέκι του και τον πυροβόλησε.
Ωστόσο, δεν τον σκότωσε παρά μόνο τον τραυμάτισε και ο Λαγωνάρης μπόρεσε να ξεφύγει.
Άλλωστε, σύμφωνα με την εξιστόρηση των ντόπιων ήταν ήδη σούρουπο όταν έγινε η επίθεση και ήταν εύκολο μέσα στον χαμό να εξαφανιστεί ο δράστης.
Ο πρώτος απολογισμός έκανε λόγο για 15 νεκρούς μεταξύ των οποίων και μια έγκυος γυναίκα με τα δύο παιδιά της 12 και 10 ετών.
Στο δρόμο της επιστροφής ο Λαγωνάρης φαίνεται ότι συνάντησε άλλους δύο χωριανούς που επέστρεφαν στο χωριό τους χωρίς ωστόσο να ξέρουν τι έχει ήδη συμβεί.
Ο Λαγωνάρης προσπάθησε να επιτεθεί και σε αυτούς, αλλά το μαχαίρι είχε κολλήσει στη θήκη του.
Ο ένας από τους χωριανούς άρχισε να τον ξυλοκοπά και ο τραυματισμένος Λαγωνάρης, αφού ξέφυγε, γύρισε πίσω στο χωριό του και ανέβηκε στην ταράτσα του σπιτιού του όπου έμεινε όλη νύχτα.
Φυσικά τα νέα κυκλοφόρησαν πολύ γρήγορα σε όλη την γύρω περιοχή, ωστόσο κανείς δεν μπορούσε να ξέρει ποιος ήταν ο δράστης. Τελικά, μια γειτόνισσα του Λαγωνάρη ανέβηκε στην ταράτσα του σπιτιού της απέναντι από το σπίτι του δολοφόνου και τον είδε με αίματα στην πλάτη.
Η γυναίκα υποψιάστηκε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και ειδοποίησε τον αστυνόμο στον διπλανό χωριό, Ποταμός, ο οποίος έφτασε σε λίγο και τον συνέλαβε.
Ο «ΚΑΠΕΤΑΝ ΔΕΚΑΞΙ»
Ο Λαγωνάρης μεταφέρθηκε με χειροπέδες στο Ναύπλιο, την τότε πρωτεύουσα του νομού Αργολιδοκορινθίας, όπου υπάγονταν τα Κύθηρα κατά το 1909.
Ακολούθησε η δίκη του στο Ναύπλιο, όπου πήγαν πολλοί μάρτυρες από τις Καλοκαιρινές.
Ο Λαγωνάρης φυσικά κρίθηκε χωρίς δυσκολία ένοχος ωστόσο παρόλο που όλοι περίμεναν να καταδικαστεί σε θάνατο, η έδρα αποφάσισε να τον καταδικάσει σε ισόβια.
Ο λόγος φαίνεται ότι ήταν πως τον προόριζαν για μια διαφορετική δουλειά.
Σύμφωνα με το νομικό σύστημα της εποχής, εάν κάποιος δολοφόνος είχε σκοτώσει ορισμένο αριθμό ανθρώπων αναλάμβανε τον ρόλο του δήμιου και ο Λαγωνάρης πληρούσε όλες τις… προϋποθέσεις.
Πάντως, δεν υπάρχουν πληροφορίες ότι όντως ο Λαγωνάρης έκανε κάποια εκτέλεση θανατοποινίτη.
Μέσα στην φυλακή φαίνεται ότι οι κρατούμενοι κατακτούσαν τη θέση τους στην «ιεραρχία» με βάση το πόσο σοβαρά ήταν τα εγκλήματά τους και φυσικά ανάλογα με το πόσους ανθρώπους είχαν σκοτώσει.
Στο τελευταίο φυσικά κανείς δεν ξεπερνούσε τον Λαγωνάρη κάτι που φαίνεται να προξένησε την αντιζηλία των Μανιατών συγκρατουμένων του.
Τα πράγματα έγιναν χειρότερα όταν ο Λαγωνάρης μέσα στη φυλακή σκότωσε έναν ακόμα άνθρωπο, ο οποίος ήταν ένας Μανιάτης συγκρατούμενός του.
Αυτός ήταν το 16ο θύμα του και έτσι του έδωσαν το προσωνύμιο «Καπετάν Δεκάξι».
Μετά από αυτό, οι Μανιάτες αποφάσισαν να τον εξοντώσουν και συνεργάστηκαν με τον κουρέα της φυλακής.
Αυτός την ώρα που τον ξύριζε τον τραυμάτισε θανάσιμα στο λαιμό με το ξυράφι και έτσι γράφτηκε το τέλος για τον Λαγωνάρη.
Πηγή:
Janus.gr