Η FAZ για τα επιτεύγματα της τουρκικής πολεμικής βιομηχανίας. Πολυάριθμα δημοσιεύματα για τη Διάσκεψη του Μονάχου και τα μηνύματα της Δύσης προς το Κρεμλίνο.
“Το καμάρι της Τουρκίας” είναι ο τίτλος της Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ) για τα νέα επιτεύγματα της τουρκικής βιομηχανίας εξοπλισμών, τα οποία αναμένεται να παρουσιαστούν στην έκθεση αμυντικών συστημάτων IDEF της Κωνσταντινούπολης, τον Μάιο. Σύμφωνα με την εφημερίδα της Φρανκφούρτης “με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αναμένονται κυρίως δύο πρωτότυπα μοντέλα ίδιας παραγωγής: το (νέο) τεθωρακισμένο Altay, για το οποίο οι Τούρκοι ισχυρίζονται ότι είναι εφάμιλλο του Leopard 2, καθώς και το μη επανδρωμένο αεροσκάφος Kizilelma, το πρώτο τουρκικό ντρόουν με κινητήρα αεριώθησης. Η έλλειψη κατάλληλων κινητήρων είχε φρενάρει τα δύο εγχειρήματα. Αλλά στο τεθωρακισμένο, η Τουρκία προχώρησε χάρη στη συνεργασία με τη Νότια Κορέα, στον δε κινητήρα αεριώθησης χάρη στη συνεργασία της με την Ουκρανία“.
Μάλιστα η γερμανική εφημερίδα επισημαίνει ότι “σύμφωνα με πληροφορίες ειδικών του κλάδου το Kizilelma θεωρείται ακόμη και εναλλακτική λύση στο επανδρωμένο μαχητικό αεροσκάφος F-16. Άδηλο παραμένει ακόμη, αν οι ΗΠΑ θα εγκρίνουν την παράδοση νέων F-16 στην Τουρκία και τον εκσυγχρονισμό των παλαιών F-16. Η Τουρκία έχει ήδη ξεκαθαρίσει, ότι σε αντίθεση με τα ντρόουνς TB2- τα Kizilelma δεν προορίζονται για εξαγωγή”.
Τέλος, η εφημερίδα της Φρανκφούρτης σημειώνει ότι η Τουρκία πραγματοποιεί “πρόοδο” στα σχέδιά της για ναυπήγηση πολεμικών πλοίων, αναφέροντας ως παράδειγμα την παραγγελία τεσσάρων κορβετών στο εξωτερικό στην περίοδο 2011-2019. Και μία τελευταία παρατήρηση: “Ποικίλες εικασίες προκαλεί το γεγονός ότι, λίγες εβδομάδες μετά την παραγγελία, ο υπουργός Άμυνας Χουλουσί Ακάρ επισκέφθηκε το Λονδίνο και παρήγγειλε μεταχειρισμένες βρετανικές φρεγάτες Type 23, σχεδιασμένες για να υποστηρίζουν αποστολές ανθυποβρυχιακού πολέμου. Το ερώτημα είναι, γιατί ο Ακάρ βιάζεται τόσο πολύ να αποκτήσει τις φρεγάτες και πού σκοπεύει να τις χρησιμοποιήσει”.
Αβεβαιότητα για τις γεωπολιτικές ισορροπίες
Η Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου ολοκληρώθηκε και οι Γερμανοί σχολιαστές διερωτώνται, εάν ο Ρώσος πρόεδρος Βλάντιμιρ Πούτιν έχει λάβει το “μήνυμα ενότητας” που επιχείρησε να εκπέμψει η Δύση από τη βαυαρική πρωτεύουσα. H Süddeutsche Zeitung σχολιάζει: “Ως σύνοδο αβεβαιότητας θα θυμόμαστε τη Διάσκεψη Ασφαλείας του 2023, όπως και εκείνη της προηγούμενης χρονιάς. Το ερώτημα, πότε μπορεί να τερματιστεί ο πόλεμος που ξεκίνησε η Ρωσία στην Ουκρανία, είναι αναμενόμενο, αλλά παραμένει ανοιχτό, με τρόπο βασανιστικό”. Η εφημερίδα του Μονάχου θεωρεί ότι “ωφελημένη από την αδυναμία της Ρωσίας είναι η Κίνα. Ο μεγάλος στρατηγικός νους του Βλάντιμιρ Πούτιν έχε οδηγήσει τη χώρα του σε οικονομική εξάρτηση από τον ισχυρό γείτονά της”.
Στο ίδιο μήκος κύματος η Rhein-Zeitung του Κόμπλεντς γράφει ότι “μέχρι στιγμής η Κίνα τηρεί φαινομενικά ουδέτερη στάση απέναντι στον επιθετικό πόλεμο της Ρωσίας. Όμως, όσο θα διαρκούν ο πόλεμος και οι κυρώσεις, ο ηγεμών Σι Τζιπίνγκ θα παρακολουθεί με σιωπηλή ευαρέσκεια τoν οικονομικό μαρασμό της Ρωσίας. Η αδυναμία της Ρωσίας συνεπάγεται μία πιο ισχυρή θέση της Κίνας”.
To Spiegel Online αναφέρει: “Αμερική εναντίον Κίνας, Ρωσία εναντίον Ευρώπης. Στη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου διαφαίνονται οι νέες διαχωριστικές γραμμές της διεθνούς πολιτικής. Οι προοπτικές για έναν ειρηνικό κόσμο είναι θολές- έως σκοτεινές”.
Την αναγκαστική στροφή της Γερμανίας και του καγκελάριου Όλαφ Σολτς στους εξοπλισμούς σχολιάζει η Stuttgarter Zeitung: “Θα ήταν επιπόλαιο να προκαλέσουμε στον κόσμο την ψευδαίσθηση ότι όλα έχουν τελειώσει με τη θέσπιση του Ειδικού Ταμείου για την ενίσχυση της Μπούντεσβερ. Η Γερμανία βρίσκεται ενώπιον αλλαγών στην εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας, εξίσου σημαντικών, όπως η Ατζέντα 2010 του (πρώην καγκελάριου) Γκέρχαρντ Σρέντερ στην εσωτερική πολιτική. Για τον Σολτς αυτό εγκυμονεί κινδύνους. Αλλά αυτή είναι η αποστολή που του έχει αναθέσει η ιστορία”.
“Don´’t fight the Fed!”
Επικαλούμενη εκτιμήσεις αναλυτών,η οικονομική επιθεώρηση Handelsblatt, στην ηλεκτρονική της έκδοση, εκτιμά ότι η Αμερικανική Κεντρική Τράπεζα (Fed) σχεδιάζει νέες αυξήσεις επιτοκίων, με προοπτική το βασικό επιτόκιο να φτάσει το 6%. Όπως αναφέρει “κατ‘ αυτόν τον τρόπο αρχίζει μία νέα περίοδος αβεβαιότητας στις αγορές. Εδώ και μήνες πολλοί επενδυτές εμφανίζονται σαφώς πιο αισιόδοξοι από τη Fed και αναμένουν ότι τα επιτόκια θα μπορούσαν να υποχωρήσουν και πάλι. Έτσι εναντιώνονται σε έναν δοκιμασμένο επενδυτικό κανόνα: Don´t fight the Fed. Δεν συμφέρει να πηγαίνεις κόντρα στην κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ”.
Γιάννης Παπαδημητρίου
ΠΗΓΗ: Deutsche Welle