«Ορατός και αόρατος ρατσισμός τον 21ο αιώνα – Η δυτική μυωπία, η ισχύς του σεξισμού και η άρνηση του αντισημιτισμού», το νέο βιβλίο της Άννα Φραγκουδάκη.
Της Αγγελικής Σπανού για τι Ieidiseis
Το νέο βιβλίο της Άννα Φραγκουδάκη, «Ορατός και αόρατος ρατσισμός τον 21ο αιώνα – Η δυτική μυωπία, η ισχύς του σεξισμού και η άρνηση του αντισημιτισμού» (εκδόσεις Αλεξάνδρεια) επιβεβαιώνει ότι σωστά έχει υπάρξει διαχρονικός στόχος επιθέσεων από ακροδεξιούς κύκλους κάθε καταγωγής και σωστά θεωρείται ως μια επιστήμονας που το σύστημα την αποδέχεται αναγκαστικά, λόγω του υψηλού κύρους της, αλλά στο βάθος ενοχλείται από την αμεσότητα με την οποία γκρεμίζει τις βολικές εθνικές αυταπάτες.
Η Άννα Φραγκουδάκη είναι Κοινωνιολόγος της Εκπαίδευσης, ομότιμη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει αφιερώσει τη ζωή της στην καταπολέμηση του εθνοκεντρισμού του εκπαιδευτικού συστήματος, των ανισοτήτων στην εκπαίδευση, της καταπίεσης των μειονοτήτων.
Στο τελευταίο της βιβλίο δεν απομακρύνεται από τα ιδεώδη που έχουν καθορίσει τη διαδρομή της αλλά δείχνει μεγαλύτερη ωριμότητα, με την έννοια ότι η σοφία είναι πιο προφανής από το πάθος.
Εντυπωσιάζουν η βιβλιογραφία και οι υποσημειώσεις που παραπέμπουν στα κείμενα που έχει ανατρέξει για να τεκμηριώσει την κατανόηση των φαινομένων του σεξισμού, του φυλετισμού, του αντισημιτισμού, της ξενοφοβίας της μισαλλοδοξίας, της διάχυσης των ακροδεξιών αντιλήψεων, δηλαδή του ορατού και αόρατου ρατσισμού.
Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του βιβλίου ανακύπτει μέσα από την έμφαση που δίνει στον αόρατο ρατσισμό όπως αυτός καλλιεργείται με υπόγειο τρόπο μέσα από την αναπαραγωγή του από τους κοινωνικούς θεσμούς, όπως, για παράδειγμα, το σχολείο.
Πολύτιμη συμβολή της συγγραφέως στον συλλογικό προοδευτικό προβληματισμό είναι ο συστηματικός τρόπος με τον οποίο αποκαλύπτει ότι πολλοί φορείς δημοκρατικών πεποιθήσεων δεν έχουν επίγνωση της εκφοράς λανθάνοντος ρατσιστικού λόγου που σε συμβολικό επίπεδο αναπαράγει διακρίσεις.
Δίνει μεγάλη προσοχή στον έρποντα φασισμό στις κοινωνίες μας που έχει ως αποτέλεσμα την αναβίωση των διακρίσεων υπό το μανδύα της πολιτικής ορθότητας.
Η Α. Φραγκουδάκη επιχειρεί μια ενδιαφέρουσα ανάγνωση της συνειδητότητας που έχει η Δύση για το αποικιοκρατικό της παρελθόν. Μας δίνει εννοιολογικά εργαλεία για να καταλάβουμε πώς λειτούργησε η αποικιοκρατία και πώς καθόρισε τη μοίρα των μη δυτικών λαών ακόμη και μετά την παρέλευση της αποικιοκρατικής περιόδου.
Και επεκτείνει τη σκέψη του σπουδαίου Παλαιστίνιου διανοούμενου Ε. Σαίντ, ότι «μετά την πρωτογενή αντίσταση, την κυριολεκτική μάχη εναντίον της εξωτερικής εισβολής, έρχεται η περίοδος της δευτερεύουσας, δηλαδή της ιδεολογικής αντίστασης, που σημαίνει την προσπάθεια η διαλυμένη κοινότητα να ξαναγίνει πραγματικά και νοητικά κοινότητα, ενάντια στις ισχυρές πιέσεις του αποικιακού συστήματος και να αποκτήσουν τα μέλη της ταυτότητα συνεκτική, δική τους, ξεχωριστή από την ταπεινωμένη».
Το βιβλίο είναι μια άσκηση εθνικής αυτογνωσίας πέρα από το ιδεολόγημα της σύνδεσης του σύγχρονου πολιτισμού με την ελληνική αρχαιότητα και την θαυμαστική εξύμνισή της από την Ευρώπη
Η συγγγραφέας αποδεικνύει ότι ο ευρωπαϊκός θαυμασμός συμβιώνει με τον επίμονα μονομερή φόρο τιμής από το ελληνικό κράτος στην παγκοσμιότητα των αξιών της κλασικής αρχαιότητας με αποτέλεσμα τη συσκότιση του ανατολικού μείγματος που καθορίζει τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό.
Για την Α. Φραγκουδάκη είναι σαφές ότι εθνική αυτογνωσία δεν υπάρχει όταν δεν παρακάμπτονται οι παρανοήσεις που παράγουν την εσωτερίκευση και αναπαραγωγή του ευρωκεντρικού ρατσισμού που προέρχεται από τις πρώην αποικιοκρατικές χώρες.
Ακόμη και στο σημερινό πλαίσιο της ΕΕ το βιβλίο αποκαλύπτει ότι η αμνησία είναι η «υπεράσπιση των αυθαίρετων και ασύστατων αποικιοκρατικών ιδεών με στόχο, την επιβολή στη σύγχρονη ευρωπαϊκή και διεθνή πολιτική της κυριαρχίας όσων κρατών νοσταλγούν το αλλοτινό ιμπεριαλιστικό μεγαλείο των ίδιων και των κληρονόμων τους».
Ολοκληρώνοντας το βιβλίο έχει κανείς αντιληφθεί πόσο επείγουσα είναι η συνειδητοποίηση των δυνάμει τεράστιων κινδύνων που εγκυμονεί η πολιτική τυφλότητα που απορρέει από την αλαζονεία για την ανωτερότητα της Δύσης στηριγμένη όλο και περισσότερο στην ισχύ του πλούτου.