Η επέτειος ενός έτους από την έναρξη του μεγαλύτερου ευρωπαϊκού πολέμου μετά το 1945 βρίσκει τον πλανήτη να έχει περάσει από την έκπληξη και την ανησυχία στην επικίνδυνη ψευδαίσθηση αυτού που ο Robert W. Cox αποκαλούσε «συνεχές παρόν».
Του Κώστα Λάβδα*
Όμως ρουτίνα σε μια σύγκρουση που δυνητικά μπορεί να οδηγήσει σε παγκόσμια ανάφλεξη δεν μπορεί να υφίσταται. Και μάλιστα όταν η διεθνής δημοσιότητα φανερώνει μια προτίμηση για διάφορες και διάφορους που – όπως η Fiona Hill ή η Anne Applebaum – διατείνονται ότι ο Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος έχει ουσιαστικά ήδη ξεκινήσει, σε σχέση με ειδικούς – όπως η Angela Stent ή ο Patrick Porter – οι οποίοι διερευνούν τα πραγματικά γεγονότα, δεν επιχειρούν να εντυπωσιάσουν με απλοϊκά σχήματα και ανιχνεύουν τις σύνθετες αιτιολογίες και τα εξίσου σύνθετα μελλοντικά σενάρια με γνώση και υπευθυνότητα.
Την 24η Φεβρουαρίου 2022, παρακολουθώντας τον πρόεδρο Πούτιν στην σχοινοτενή, ρωσο-κεντρικής προσέγγισης ιστορικού περιεχομένου διάλεξη που ανήγγειλε την εισβολή (διότι περί διάλεξης επρόκειτο), ο πλανήτης συνειδητοποίησε ότι η εποχή της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων και των μαζικών πολέμων δεν έχει περάσει όπως ίσως νομιζόταν. Ένα χρόνο μετά, ο Πούτιν εμμένει στην τυχοδιωκτική περιπέτεια που ο ίδιος ξεκίνησε ενώ αποσύρεται και από τη συνθήκη για τον περιορισμό των στρατηγικών πυρηνικών όπλων, ο Ζελένσκι, έχοντας αναθαρρήσει από τις στρατιωτικές επιτυχίες και την τεράστια στήριξη των ΗΠΑ και άλλων, βάζει στο τραπέζι και την Κριμαία, ενώ ο Μπάιντεν δηλώνει ότι η Ουκρανία θα υποστηριχθεί στον πόλεμο με την Ρωσία «όσο χρειαστεί» («as long as it takes»).
Όμως η επέτειος του ενός έτους είναι αφορμή για την Ευρώπη να ξανασκεφτεί τις επιλογές των επιμέρους κρατών της και των συλλογικών οργάνων της. Θα μπορέσει να υπάρξει ως αυτό που πολλοί ήλπιζαν ότι κάποτε θα γίνει – δύναμη αξιών αλλά και διαλλακτικότητας και σταθερότητας και ειρήνευσης; Πριν λίγες ημέρες, η 59η Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια συνήλθε στη σκιά του πολέμου και με πλήρη επίγνωση της ασημαντότητας της περσινής, 58ης διοργάνωσης. Πέρα από τα κλισέ που αναπαράγονται αφειδώς («η Διάσκεψη σε έναν κόσμο που αλλάζει», «η Διάσκεψη και το τέλος μιας εποχής», κλπ.) η συνάντηση αποκάλυψε και τρεις σημαντικές διαστάσεις. Πρώτον, ότι η περαιτέρω εντατικοποίηση και ποιοτική αναβάθμιση της ενίσχυσης της Ουκρανίας με προχωρημένα οπλικά συστήματα εξακολουθεί να παραμένει στο τραπέζι. Δεύτερον, ότι ενώ όλοι φαίνεται να συμφωνούν ότι δεν υπάρχει πρόθεση να εμπλακεί το ΝΑΤΟ σε έναν άμεσο πόλεμο με τη Ρωσία, τονίζεται παράλληλα ότι η προοπτική ειρήνευσης είναι ακόμη μακριά. Τέλος, οι ενδο-δυτικές αποκλίσεις (αν όχι διαιρέσεις) παραμένουν σημαντικές. Ο πρόεδρος Μακρόν ξεκαθάρισε ότι η Γαλλία υποστηρίζει την «ήττα» στη συγκεκριμένη σύγκρουση, όχι την συνολική «συντριβή» της Ρωσίας. Μια προσέγγιση απολύτως λογική αν και κάπως δύσπεπτη για πολλούς. Στην πραγματικότητα, μια «συντετριμμένη» Ρωσία θα γινόταν ακόμη πιο πειθήνιος ακόλουθος της Κίνας. Δεν μπορεί να είναι αυτός ο στόχος μας. Ως εκ τούτου, όσοι δηλώνουν ότι επιθυμούν μια «συντετριμμένη» Ρωσία μπορεί στην πραγματικότητα να επιδιώκουν την κατάρρευση και διάλυση της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Αλλά αυτό θα ενίσχυε δραματικά την ένταση απέναντι σε μια πυρηνική δύναμη με σημαντικό στρατηγικό αλλά και τακτικό πυρηνικό οπλοστάσιο.
Ο περσινός Φεβρουάριος
Η περσινή Διάσκεψη του Μονάχου ήταν ακόμη εν πολλοίς προσανατολισμένη στις επιπτώσεις της πανδημίας ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να στηρίξει την προσπάθεια αποτροπής ενός πολέμου Ρωσίας-Ουκρανίας. Ανεπιτυχώς, όπως γνωρίζουμε σήμερα. Η 58η Διάσκεψη ολοκληρώθηκε στις 20 Φεβρουαρίου. Τέσσερις ημέρες μετά, η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία.
Η αποτροπή είχε προφανώς αποτύχει. Τι έπρεπε να ακολουθήσει; Καλύτερα: τι εθεωρείτο σε διαφορετικά κέντρα ότι έπρεπε να ακολουθήσει; Και τι ήταν εφικτό να ακολουθήσει;
Οι συγκρούσεις μεταξύ των διαδόχων κρατών της ΕΣΣΔ – γιατί περί αυτού πρόκειται, όπως έχω εξηγήσει και αλλού – οφείλονται τόσο στην συστηματική ρωσική επιθετικότητα της περιόδου Πούτιν που αναζητά την ανασύσταση μιας ζώνης επιρροής όσο και σε προβλήματα, κενά και ανοικτά ζητήματα των συμφωνιών ανεξαρτητοποίησης του 1991 και της εφαρμογής τους. Σε κάθε περίπτωση, μια πρώτη προσέγγιση επικεντρώθηκε στον στόχο της αντίδρασης. Ειρήνευση ή περαιτέρω αποτροπή; Εάν το δεύτερο επρόκειτο να πρυτανεύσει, αποτροπή ως προς τι;
Δυο μήνες μετά την εισβολή είχε ήδη διαφανεί ότι ο αρχικός ρωσικός σχεδιασμός δεν λειτουργούσε. Η πρώτη επιλογή – η ειρήνευση ως προτεραιότητα – άρχισε να χάνεται από το δυτικό ραντάρ όσο διαφαινόταν ότι η ρωσική αρκούδα θα άρχιζε να βουλιάζει σε νερά παγωμένα και πιθανόν θανατηφόρα. Πρώην ανατολικές χώρες που ήταν πια μέλη της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, κυρίως οι Βαλτικές χώρες αλλά και η Πολωνία, διαδραμάτισαν κρίσιμους ρόλους σε επικοινωνιακό, κυρίως, επίπεδο στην παγίωση της δεύτερης επιλογής. Κάνοντας την εκτίμηση ότι κινδυνεύουν και οι ίδιες από την ρωσική επιθετικότητα, οι κυβερνήσεις αυτών των χωρών στήριξαν την αμερικανική και βρετανική στρατηγική επικέντρωσης στην πλήρη εξασθένιση της Ρωσίας.
Οι επεκτατικές προθέσεις του Κρεμλίνου ως προς την Ουκρανία και οι κόκκινες γραμμές του ως προς τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ είχαν διαφανεί από το 2003-2004 με αφορμή τις πολιτικές αλλαγές στη Γεωργία και την Ουκρανία. Παρόλα αυτά, η μαζική, παραδοσιακή μέθοδος της πολυμέτωπης εισβολής της 24ης Φεβρουαρίου δεν μπορούσε να προβλεφθεί εύκολα τέσσερα χρόνια μετά την προσάρτηση της Κριμαίας που επετεύχθη με μεικτές, στοχευμένες και εν μέρει υβριδικές μεθόδους.
Τόσο η χλιαρή αντίδραση της κυβέρνησης Ομπάμα στην προσάρτηση της Κριμαίας όσο και τα χαρακτηριστικά της περιόδου Τραμπ στο σύνολό της, ακολουθούμενα από τον τρόπο αποχώρησης των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν επί Μπάιντεν, ενθάρρυναν τον τυχοδιωκτισμό του Πούτιν. Παρότι ο Τραμπ έχει καυχηθεί ότι υπήρξε «πολύ πιο σκληρός απέναντι στη Ρωσία σε σχέση με τον Ομπάμα», η αλήθεια είναι ότι η ιδιωτικοποίηση των κριτηρίων άσκησης πολιτικής οδήγησε –για διαφορετικούς λόγους– σε στενές σχέσεις τόσο με τον Πούτιν όσο και με τον Ερντογάν, ενώ η ΕΕ απλώς παρακολουθούσε.
Όπως έγραψα από την αρχή, ως προς την Ευρώπη η κρισιμότερη παράμετρος ήταν και παραμένει η διάρκεια του πολέμου. Όσο διαρκεί ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος, το ευρωατλαντικό πλαίσιο θα παραμένει κυρίαρχο. Ο πόλεμος στην Ουκρανία ταυτόχρονα αφυπνίζει (σε ένα βαθμό) την ΕΕ, αλλά αποτελεί και παράγοντα ανάσχεσης των βημάτων προς την ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία.
Την περασμένη Κυριακή, ο Μπλίνκεν δήλωσε ότι υπάρχει ανησυχία για το ενδεχόμενο η στήριξη της Κίνας προς την Ρωσία να επεκταθεί στην παροχή οπλικών συστημάτων. Μια ημέρα αργότερα, ο Μπορέλ ουσιαστικά επανέλαβε την δήλωση, προσθέτοντας ότι μια τέτοια εξέλιξη θα αποτελούσε κόκκινη γραμμή για την ΕΕ. Η ταύτιση θα ήταν απολύτως κατανοητή και χρήσιμη σε αυτή τη συγκυρία, εάν η ΕΕ εργαζόταν παράλληλα και για το σενάριο της ειρήνευσης ή έστω ανακωχής μέσω διαπραγματεύσεων.
Όσο η πολεμική φάση της σύγκρουσης παρατείνεται, κινήσεις που αφορούν την Ουκρανία μπορεί να απαντηθούν με κινήσεις σε άλλες περιοχές έντασης (π.χ. την Ταϊβάν) και η κλιμάκωση να προκύψει σε συνολικότερο επίπεδο. Είναι η κλιμάκωση προς το συμφέρον της ΕΕ;
Έχω γράψει στο παρελθόν ότι το διεθνές σύστημα που αναδύεται με δυσκολία είναι πολυπολικό και πολυκεντρικό. Είναι ένα σύστημα που θα απαρτίζεται από λίγους (αλλά κατά κανένα τρόπο δυο) πόλους και πολλά κέντρα. Η ρευστότητα του συστήματος οδηγεί σε μετακινήσεις και μετατοπίσεις που αντανακλούν επιμέρους πεδία συμφερόντων περισσότερο από μακροχρόνιες ιστορικές συμμαχίες. Οι τελευταίες είναι φυσικά σημαντικές (π.χ., η σχέση της Βρετανίας με την Πορτογαλία, της Γερμανίας με την Τουρκία, της Γαλλίας με την Ελλάδα) αλλά καθίστανται σχετικά σπανιότερες και περισσότερο ευάλωτες σε διακυμάνσεις. Παράλληλα, ορισμένα ειδικότερα πεδία όπως η κυβερνοασφάλεια επιτείνουν τη σημασία των πολλαπλών κέντρων και της κινητικότητας μεταξύ των οντοτήτων που παροδικά συνθέτουν τους διαφορετικούς πόλους.
Σε αυτό το αναδυόμενο πλαίσιο, η Δύση είναι ολοένα και λιγότερο σε θέση να καθορίσει την ατζέντα παγκοσμίως σε έναν αναδυόμενο πολυκεντρικό κόσμο. Παράλληλα, οι συγκλίσεις και οι συμμαχίες καθίστανται περισσότερο εύπλαστες και εξαρτώμενες από επιμέρους θεματικές και πεδία συμφερόντων.
Είναι προφανές ότι ο ρωσικός τυχοδιωκτισμός ενίσχυσε καθοριστικά την ευρωατλαντική συμμαχία ως βασικό πυλώνα ασφάλειας των μελών της. Άρα στο άμεσο μέλλον η όποια γεωπολιτική θέση της ΕΕ θα καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από το ευρωατλαντικό πλαίσιο. Πώς όμως διαμορφώνονται τα όποια όρια αυτού του υπερκαθορισμού; Στο σημείο αυτό είναι σημαντική η αναλυτική διάκριση μεταξύ δυνάμεων που στηρίζουν την υπάρχουσα τάξη (status quo powers), δυνάμεων που επιδιώκουν τη μεταρρύθμισή της μέσω διαλόγου (reformist powers) και δυνάμεων αναθεωρητικών, οι οποίες εστιάζονται στην αλλαγή ανεξαρτήτως μεθόδου (revisionist powers). Η διάκριση είναι κυρίως αναλυτική (σπάνια μια δύναμη θα αυτοχαρακτηριστεί «αναθεωρητική»), αλλά αποτελεί και μέρος του οπλοστασίου στο πεδίο του πολιτικού λόγου και της πολιτικής αντιπαράθεσης. Στη Δύση (αν και όχι απαραίτητα σε άλλες περιοχές του πλανήτη) συμφωνούμε ότι η εισβολή στην Ουκρανία είναι έκφραση του ρωσικού αναθεωρητισμού. Μήπως μπορεί να χαρακτηριστεί αναθεωρητική π.χ. και η εισβολή στο Ιράκ; Στην περίπτωση του Ιράκ, τόσο η Γαλλία όσο και η Γερμανία (χωρίς να επεκταθούμε στις απόψεις εξω-δυτικών δυνάμεων) είχαν τότε διαχωρίσει τη θέση τους από τις ΗΠΑ. Το άσπρο-μαύρο είναι συνήθως απλοϊκή διάκριση.
Cui bono?
Η επόμενη ημέρα του ουκρανικού πολέμου θα βρει έναν κόσμο πολυπολικό και πολυκεντρικό, με μερικές συγκλίσεις σε επιμέρους θεματικά πεδία αλλά και τις αβεβαιότητες που είχε προ πολλών ετών επισημάνει ο Rosecrance, εξηγώντας ότι μια πολυπολική παγκόσμια τάξη θα αυξήσει τον αριθμό των διεθνών συγκρούσεων, παρόλο που θα μειώσει, πιθανότατα, τη βαρύτητά τους.
Σε ένα διπολικό σύστημα υπάρχει μια βασική αντιπαλότητα, λόγω της οποίας ελέγχονται ή –σε ορισμένες συγκυρίες– μέσω της οποίας διαθλώνται και επανακαθορίζονται οι υπόλοιποι ανταγωνισμοί. Ενώ η πολυπολικότητα μπορεί να συνδυαστεί με πολλαπλές εστίες συγκρούσεων.
Για να καταστεί η ΕΕ σχετικά αυτόνομος πόλος σταθερότητας σε ένα πολυπολικό και πολυκεντρικό σύστημα μετά το τέλος του ρωσο-ουκρανικού πολέμου, υπάρχουν προϋποθέσεις που αναφέρονται τόσο στην εσωτερική λειτουργία της ΕΕ όσο και στην εξωτερική της δυναμική. Αναφερόμαστε εδώ μόνον στη δεύτερη διάσταση. Χρειάζεται μια πολύ προσεκτική και ταυτόχρονα μετριοπαθής διαχείριση των ανερχόμενων δυνάμεων στον αποκαλούμενο, πια, Παγκόσμιο Νότο (Global South) με τις ιδιαιτερότητες και τις διαιρέσεις του. Ως προς τις τελευταίες, δεν είναι π.χ. δυνατόν να αναμένουμε από την Ινδία να υποστηρίξει μια πολιτική έναντι της Ρωσίας που ενισχύει την Κίνα, η οποία εκτός από άμεσα ανταγωνιστική προς το Νέο Δελχί, αποτελεί και κρίσιμο παράγοντα στήριξης του Πακιστάν.
Ως προς την Κίνα, οι απειλές Μπορέλ από μόνες τους δεν συνιστούν πολιτική αν δεν συνδυάζονται με ένα πλέγμα θετικών δυνατοτήτων. Σε αντίθεση με την οικονομικά και δημογραφικά εξασθενημένη Ρωσία, η Κίνα παρά τα προβλήματά της αποτελεί τον αναδυόμενο γίγαντα της διεθνούς οικονομίας. Βρίσκεται ήδη στη θέση του μεγαλύτερου εμπορικού εταίρου της ΕΕ και του δεύτερου μεγαλύτερου εμπορικού εταίρου των ΗΠΑ, ενώ η συνεχιζόμενη οικονομική διείσδυση στην Ασία και την Αφρική αναδεικνύει τη δυναμική των σχέσεων μεταξύ οικονομικής απογείωσης και γεωπολιτικών αλλαγών.
Σε σχέση με τον πόλεμο στην Ουκρανία, η Ευρώπη αντιμετωπίζει σενάρια που ποικίλλουν από το απλώς ανεκτό μέχρι το καταστροφικό. Η Κριμαία παραμένει στην Ρωσία ενώ οι περιοχές της ανατολικής Ουκρανίας που αναφερόταν στις συμφωνίες του Μινσκ εντάσσονται σε ειδικό καθεστώς με ταυτόχρονη αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων στην γραμμή πριν την 24η Φεβρουαρίου 2022. Αυτό είναι το βασικό σενάριο για μια ειρηνική διευθέτηση μετά από τέτοιας έκτασης μαζική καταστροφή και απώλεια ανθρώπινων ζωών. Cui bono; Δύσκολη και σύνθετη η απάντηση για όσους και όσες έχουν εικόνα και των ιστορικών διαδρομών των σχέσεων Ρωσίας – ΕΣΣΔ – Ρωσίας – Ουκρανίας και των πιθανών σεναρίων του αύριο.
Αλλά υπάρχουν και σενάρια πιο δυσοίωνα. Εάν σκοπός του πολέμου, όπως εξελίσσεται, είναι η αλλαγή καθεστώτος στο Κρεμλίνο ή – όπως κάποιοι συζητούν – η διάλυση της Ρωσικής Ομοσπονδίας, τότε πολλά σενάρια είναι πιθανά, σενάρια στα οποία περιλαμβάνεται αυτό της γενικής ανάφλεξης. Η ΕΕ, ακόμη και στις παρούσες συνθήκες, πρέπει να προσανατολίζεται σε μια βασική προτεραιότητα: να αποκατασταθεί η ειρήνη σε έναν πλουραλιστικό κόσμο ενώ παράλληλα να μην επιτραπεί το συμπέρασμα ότι τα τετελεσμένα γίνονται αποδεκτά ως πρακτική υλοποίησης κρατικών στόχων.
Ενώ ο πόλεμος στην Ουκρανία φαίνεται ότι συνεχίζεται, με όλους τους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται, θα πρέπει να σκεφτούμε δυο διαστάσεις των εξελίξεων. Πρώτον, μια αμφιλεγόμενη ειρήνη που δεν θα ικανοποιεί πλήρως κανέναν από τους δυο εμπολέμους είναι σε κάθε περίπτωση προτιμότερη από μια γενικότερη ανάφλεξη. Δεύτερον, η ανοικοδόμηση της Ουκρανίας – όποτε ξεκινήσει – είναι ευρωατλαντικό αλλά και, κυρίως, ευρωπαϊκό στοίχημα. Εκεί η Ελλάδα πρέπει οπωσδήποτε να έχει συμμετοχή. Αλλά αυτό είναι αντικείμενο μιας επόμενης ανάλυσης.
Εν κατακλείδι, οι Ευρωπαίοι οφείλουν να βγάλουν ορισμένα σύνθετα και δύσκολα συμπεράσματα. Αφορούν την ανάγκη για δράσεις και ενέργειες που ξεπερνούν τον εφήμερο κόσμο της πολιτικής επικοινωνίας. Πρέπει να καταλήξουμε σε μια μορφή ειρήνης με τη Ρωσία κατόπιν διαπραγματεύσεων, να μειώσουμε περαιτέρω την ενεργειακή εξάρτηση από την κεντρική Ασία χωρίς όμως να καταστήσουμε την Τουρκία αποκλειστική δίαυλο μεταφοράς φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, να ενισχύσουμε την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο, να προωθήσουμε συστηματικά την ΕΕ ως στρατηγικό δρώντα με κανονιστικά θεμέλια, ενώ παράλληλα να διαφυλάξουμε τις ευρωατλαντικές σχέσεις που – όπως είναι προφανές – παραμένουν ακόμη αναντικατάστατες. Δύσκολα στοιχήματα για δύσκολους καιρούς.
*Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στη London School of Economics και κάτοχος της Έδρας Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στη Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ.