Άλλη μια κρίσιμη Διάσκεψη Ασφάλειας του Μονάχου περνά στην ιστορία. Οι υψηλοί προσκεκλημένοι, πολιτικοί από χώρες με την μεγαλύτερη παγκόσμια επιρροή και εκπρόσωποι από τους ισχυρότερους εξοπλιστικούς κολοσσούς, επέστρεψαν στις χώρες τους.
Κουβαλούν την προσδοκία ότι η Ουκρανία θα κερδίσει τον πόλεμο μέχρι το επόμενο ραντεβού το 2024, και ότι ο πρόεδρος Β. Ζελένσκι θα είναι και πάλι παρόν στις εργασίες, όχι μέσω τηλεδιάσκεψης, αλλά δια ζώσης.
Εάν ξεφυλλίσει κανείς τις 175 σελίδες της Έκθεσης για την Ασφάλεια 2023, η οποία είναι διαθέσιμη και στο διαδίκτυο, θα παρατηρήσει ότι γίνεται εξαντλητική αναφορά στα σημεία που αποτέλεσαν την εκκίνηση στη διαμόρφωση των φετινών εργασιών, με πολύ σημαντικά ερωτήματα που ίσως να μην μπορούν και να απαντηθούν αυτήν την περίοδο για τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τις επιπτώσεις της.
Ποιες είναι οι συνέπειες του πολέμου; Γίνεται ο κόσμος μάρτυρας μιας πολιτικής αναθεωρητισμού από τη Ρωσία; Ποιες είναι οι βασικές διαχωριστικές γραμμές στον παγκόσμιο ανταγωνισμό των διαφορετικών οραμάτων για το μέλλον της διεθνούς τάξης; Και πώς μπορεί να διευρυνθεί και να ενισχυθεί ο συνασπισμός που υπερασπίζεται το όραμα μιας φιλελεύθερης, βασισμένης σε κανόνες, τάξης;
«Ουδέτερο» φόρουμ;
Στο τέλος της ΄Έκθεσης, στη σελίδα 169, οι αρθρογράφοι του Politico εντόπισαν με μικρά μπλε γράμματα ένα όνομα γνωστό στους περισσότερους συμμετέχοντες στη Διάσκεψη, αλλά και εκτός. Πρόκειται για την αμερικανική εταιρεία συμβούλων McKinsey & Company. Την τελευταία δεκαετία “επηρέασε” αθόρυβα τη Διάσκεψη, όπως επιβεβαιώνει η αμερικανική εφημερίδα, που είχε πρόσβαση σε εσωτερικά έγγραφα και μίλησε με πρώην εργαζόμενους. Και μάλιστα, από τα γραφικά του προγράμματος, τα events μέχρι και τη λίστα των προσκεκλημένων.
Άνθρωποι που βρίσκονται κοντά στη διοργάνωση λένε ότι πρόκειται για μια συνεργασία επωφελή και για τις δύο πλευρές. Για τη μη κερδοσκοπική Διάσκεψη επειδή χρησιμοποιεί δωρεάν τις υπηρεσίες της πιο ισχυρής συμβουλευτικής εταιρείας στον κόσμο και για τη McKinsey επειδή έχει τη δυνατότητα να διαμορφώσει τις κατευθύνσεις μιας από της πιο επιφανούς συνάθροισης της παγκόσμιας ελίτ και να προωθήσει την ατζέντα των πελατών της, είτε πρόκειται για τους τομείς άμυνας και ενέργειας, είτε στην πιο προωθημένη μορφή της διακυβέρνησης.
Αυτός ο “εναγκαλισμός” θα μπορούσε όμως να είναι προβληματικός διότι η Διάσκεψη του Μονάχου είναι μια εκδήλωση που τελεί υπό την αιγίδα της γερμανικής κυβέρνησης. Χωρίς τη στενή ανάμειξη του γερμανικού κράτους που την στηρίζει, όχι μόνο οικονομικά αλλά και με το κύρος της, που ελκύει τελικά όλες αυτές τις διεθνείς προσωπικότητες, ίσως να είχε πνιγεί στην ασημαντότητά της.
Η διαμόρφωση της ατζέντας εγείρει λοιπόν ερωτήματα κατά πόσο είναι θεμιτή η εμπλοκή μιας εταιρείας σε μιαν εκδήλωση που αυτοπροβάλλεται ως ένα ουδέτερο φόρουμ διαλόγου και ανταλλαγής απόψεων για τα παγκόσμια προβλήματα. Η ίδια η McKinsey λέει ότι δεν έχει καμιά επιρροή ή έλεγχο στη διαμόρφωση του προγράμματος και όλοι οι συμμετέχοντες προσκαλούνται ως προσωπικοί προσκεκλημένοι από τον εκάστοτε πρόεδρο της Διάσκεψης.
Βέβαια, το όνομα McKinsey έχει βρεθεί στο επίκεντρο σκανδάλου στη Γερμανία το 2013, όταν υπουργός Άμυνας ανέλαβε η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Η κυρία φον ντερ Λάιεν προσέλαβε ως στενή σύμβουλό της την Κάτριν Ζούντερ, επικεφαλής του γραφείου McKinsey στο Βερολίνο, την οποία μάλιστα κάποια στιγμή αναβάθμισε και σε υφυπουργό.
Σημειωτέον, ότι το γερμανικό υπουργείο Άμυνας είναι ένας από τους σημαντικούς χρηματοδότες της Διάσκεψης του Μονάχου.
Μετά το 2013, η MacKinsey στην οποία εργάστηκαν δύο από τα παιδιά της νυν προέδρου της Κομισιόν, πήρε συμβάσεις από το γερμανικό υπουργείο υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες. Για το θέμα συστάθηκε και Εξεταστική Επιτροπή στην οποία κλήθηκε η φον ντερ Λάιεν να λογοδοτήσει.
Ομάδα του Spiegel παρακολούθησε εργασίες της Επιτροπής που διήρκησαν πολλούς μήνες και είχε την ευκαιρία να ερευνήσει δεκάδες χιλιάδες σελίδες εμπιστευτικών εγγράφων. Ακόμη μίλησε με πολλούς από τους εμπλεκόμενους. Τι έδειξε η έρευνα; Ότι η Κάτριν Ζούντερ έφερε στο υπουργείο στρατιά συμβούλων με πλουσιοπάροχα συμβόλαια από τους πρώην συναδέλφους της “χρεώνοντας” με εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ το γερμανικό δημόσιο, ενώ η ίδια η McKinsey πήρε παραγγελίες από το υπουργείο.
Ωστόσο, όταν η Εξεταστική Επιτροπή ολοκλήρωσε το έργο της το 2020, η φον ντερ Λάιεν είχε πλέον εγκατασταθεί στις Βρυξέλλες ως πρόεδρος της Κομισιόν και η Ζούντερ είχε εγκαταλείψει το υπουργείο. Κληθείσα στις 18.02.20 από την Επιτροπή ως τελευταία να καταθέσει η φον ντερ Λάιεν παραδέχθηκε ότι έγιναν “λάθη, παραβιάσεις στις αναθέσεις και αδιαφανή ανάμειξη τρίτων”. Αλλά μέχρι εκεί.
Στην τελική έκθεση της Κομισιόν 700 σελίδων, αναφέρεται, όπως διαβάζουμε στην Zeit, ότι η φον ντερ Λάιεν δεν είχε καμιά πολιτική ευθύνη για τις “εν μέρει παράνομες διαδικασίες … η τότε υπουργός ποτέ δεν υπέγραφε η ίδια έγγραφα αποφάσεων για διερευνώμενες διαδικασίες”.
Το γραφείο της ενημερώνονταν πάντα αλλά “οι ίδιες οι αποφάσεις λαμβάνονταν σε επίπεδο υφυπουργών”. Επιβαρυντικά στοιχεία δεν βρέθηκαν, ακόμη και τα SMS από τα δύο υπηρεσιακά της κινητά “σβήστηκαν”, κάτι που προκάλεσε την οργή των μελών της Επιτροπής.
Σύμφωνα το Politico, με την καθοδήγηση της McKinsey, η Διάσκεψη του Μονάχου που ιδρύθηκε κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και ήταν μια σχεδόν αντρική εκδήλωση εκπροσώπων άνω των 50, ανανεώθηκε, επέκτεινε τις εκδηλώσεις της και κυρίως αύξησε τους χορηγούς της και από το ισχυρό πελατολόγιο της αμερικανικής εταιρείας, ανάμεσα στο οποίο είναι και η Airbus.
Αλλά και οι φον ντερ Λάιεν και Ζούντερ διαδραμάτισαν κεντρικό ρόλο στον σταδιακό εναγκαλισμό της Διάσκεψης του Μονάχου με την αμερικανική συμβουλευτική εταιρεία. “Αν εμείς οι Ευρωπαίοι θέλουμε να παραμείνουμε σοβαρός παράγοντας στην πολιτική ασφάλειας, πρέπει να ενώσουμε το σχεδιασμό και τη δράση μας”, είχε πει η φον ντερ Λάιεν στη Διάσκεψη στις αρχές του 2014, στην πρώτη σημαντική ομιλία της ως υπουργού Άμυνας, μένοντας στην ίδια γραμμή δηλώσεων του τότε επικεφαλής της Διάσκεψης Βόλφγκανγκ Ίσινγκερ και της McKinsey στη “Σύνοδο Κορυφής για το μέλλον της ευρωπαϊκής άμυνας” στις 03.05.2013, στο Βερολίνο.
Μετά την ομιλία της τότε υπουργού Άμυνας, στο πόντιουμ ανέβηκαν οι διευθύνοντες σύμβουλοι του αμυντικού εργολάβου Raytheon Technologies και της αεροδιαστημικής εταιρείας Airbus μαζί με τον τότε Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ Χαβιέ Σολάνα. Τους παρουσίασε ο Φρανκ Μάτερν, ανώτερο στέλεχος της McKinsey.
Για τη συμβουλευτική εταιρεία, δεν θα μπορούσε να είχε καλύτερους συνομιλητές. Στο άρθρο του το Politico περιγράφει πως με το πέρασμα των χρόνων η αμερικανική εταιρεία μπήκε όλο και πιο “βαθιά” στη διοργάνωση της Διάσκεψης του Μονάχου πληρώνοντας ακόμη και της ετήσιες εκθέσεις της ή μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους σε θέματα ενδιαφέροντος των πελατών της, όπως η ασφάλεια στον κυβερνοχώρο ή τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη. Όλα αυτά μέχρι να ξεσπάσει το σκανδάλο των πολλών “συμβούλων” στο υπουργείο της φον ντερ Λάιεν.
Η έκθεση της Διάσκεψης εκείνη τη χρονιά τελείωνε με την εκδήλωση ευχαριστιών σε 9 ονόματα υπαλλήλων της McKinsey για τη “συμβολή τους στην Έκθεση και την υποστήριξη στο ντιζάιν και το λεϊάουτ”. Ακριβώς το ίδιο όπως και στη φετινή Έκθεση 2023.
ΠΗΓΗ: DEUTSCHE WELLE