«Κάθε ιδιοκτήτης οφείλει να γνωρίζει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το κτίριό του. Και αν ακόμη δεν το γνωρίζει οφείλει να την πληροφορηθεί καλώντας έναν Πολιτικό Μηχανικό να κάνει αυτοψία και να αποφανθεί σχετικά», τονίζει στη συνέντευξη που ακολουθεί ο Παναγιώτης Καρύδης, Ομότιμος καθηγητής Ε.Μ.Π.
Ο ίδιος μιλά για τα κτίρια που έχουν χαρακτηριστεί «κίτρινα» και τους προφανείς λόγους που πρέπει να γίνουν αντισεισμικές κατασκευές.
Συνέντευξη στον Χρόνη Διαμαντόπουλο
-Τι έχουμε κάνει και τι πρέπει να κάνουμε έτσι ώστε να αποφύγουμε εικόνες σαν κι αυτές σε Τουρκία και Συρία από έναν μελλοντικό ισχυρό σεισμό;
Το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι αντισεισμικές κατασκευές. Μία αντισεισμική κατασκευή σε όσο δυνατό σεισμό και αν εκτεθεί δεν καταρρέει. Και ακόμη περισσότερο, δεν καταλήγει σε ένα λοφίσκο άμμου και χαλικιών. Ακόμη και αν ο σεισμός αυτός είναι ισχυρότερος από αυτόν που έχει σχεδιαστεί – κατασκευαστεί το αντισεισμικό κτίριο, μπορεί το κτίριο αυτό να υποστεί σημαντικές ζημιές, μπορεί ακόμη και να έχουμε κάποιους τραυματισμούς των ενοίκων από πτώση αντικειμένων, αλλά δεν θα καταρρεύσει, και δεν θα έχουμε απώλειες ανθρωπίνων υπάρξεων. Για να απολαμβάνουμε όμως τα οφέλη μιας αντισεισμικής κατασκευής κατά την οποιαδήποτε και μη αναμενόμενη χρονική στιγμή που θα μας επισκεφθεί ο Εγκέλαδος, θα πρέπει εκτός της σωστής μελέτης, εκτός της καλής εκτέλεσης του έργου και με τη χρήση καλής και κατάλληλης ποιότητας υλικών, θα πρέπει να εξασφαλίζεται και η σωστή και αδιάλειπτη συντήρηση του έργου. Προσοχή όμως στις επεμβάσεις, προσθήκες, καθαιρέσεις δομικών και μη δομικών στοιχείων του κτιρίου. Λόγω της παρόδου του χρόνου, ακόμη και τα μη φέροντα στοιχεία (δηλαδή, οι τούβλινοι διαχωριστικοί τοίχοι) έχουν, κατά κάποιο τρόπο, ενσωματωθεί στη φέρουσα κατασκευή, και συμβάλλουν θετικά στη σεισμική συμπεριφορά του κτιρίου, εκτός βέβαια των περιπτώσεων όπου έχουμε πιλοτές, και όπου δημιουργούνται από τις τοιχοποιίες ελεύθερα κομμάτια υποστυλωμάτων (τα γνωστά ως ‘’κοντά υποστυλώματα’’).
Θεωρώ ότι κάθε ιδιοκτήτης οφείλει να γνωρίζει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το κτίριό του. Και αν ακόμη δεν το γνωρίζει οφείλει να την πληροφορηθεί καλώντας έναν Πολιτικό Μηχανικό να κάνει αυτοψία και να αποφανθεί σχετικά. Ευτυχώς υπάρχουν πολλοί και έμπειροι συνάδελφοι για αυτή τη δουλειά. Αν διαπιστωθεί κάποιο πρόβλημα θα πρέπει να αποκατασταθεί το συντομότερο δυνατόν. Αν η αποκατάσταση ενός δομικού προβλήματος σήμερα έχει ένα άλφα κόστος, αν το αφήσουμε μετά από καιρό, μπορεί το κόστος αποκατάστασης να είναι πολλαπλάσιο και ακόμη τα πράγματα να είναι πολύ χειρότερα αν μας προλάβει ο σεισμός. Νομίζω ότι όλοι μας έχουμε συνειδητοποιήσει ότι οι σεισμοί στη Χώρα μας είναι αναπόφευκτοι, εξ ου και η απαράμιλλη φυσική ομορφιά που μας περιβάλλει. Στα χέρια μας λοιπόν είναι αυτή την ομορφιά να τη συνδυάσουμε και με την ασφάλειά μας.
-Σε τι κατάσταση είναι σήμερα τα γερασμένα κτίρια της πρωτεύουσας και των μεγάλων πόλεων, όσα έχουν χτιστεί πριν τη δεκαετία του 70. Σε τι ποσοστό ανέρχονται;
Ως προς αυτό το θέμα μπορούμε να διακρίνουμε τις εξής τρείς περιόδους:
Η πρώτη περίοδος είναι η προ του 1959, κατά την οποία δεν υπήρχε ένας γενικός Αντισεισμικός Κανονισμός υποχρεωτικά εφαρμοζόμενος σε όλη τη Χώρα. Κατ΄ αυτή την περίοδο, εκδίδοντο οδηγίες αντισεισμικής δόμησης σε συγκεκριμένες περιοχές μετά από καταστροφικούς σεισμούς (π.χ. Κόρινθος, Επτάνησα, Θεσσαλία, Ιερισσός). Πιστεύω ότι οι προ του 1959 κατασκευές, υπό τον όρο ότι αφ΄ ενός μεν είναι καλά δομημένες από κάθε πλευρά, αφ ΄ετέρου δε, έχουν συντηρηθεί σωστά και δεν έχουν υποστεί αυθαίρετες και άστοχες επεμβάσεις, διαθέτουν σημαντική αντισεισμικότητα. Το ποσοστό αυτών των κτιρίων ανέρχεται περίπου στο 30 % του δομικού πλούτου της Χώρας μας.
Η δεύτερη περίοδος αρχίζει από το 1959, όταν μπαίνει σε υποχρεωτική σε ολόκληρη τη Χώρα, ο πρώτος Ελληνικός Αντισεισμικός Κανονισμός, ο οποίος χωρίς επικαιροποιήσεις, εφαρμόστηκε μέχρι το 1984. Ο Κανονισμός αυτός του 1959, στηριζόταν στα οικονομικά – κοινωνικά – τεχνολογικά δεδομένα των αρχών της 10-ετίας του 1950 (αμέσως μετά τους Β΄ παγκόσμιο και εμφύλιο πολέμους, με σχετικά μικρούς χώρους δωματίων, με πυκνό κάνναβή υποστυλωμάτων – δοκών, με καλοχτισμένες διαχωριστικές τοιχοποιίες, που έφταναν μέχρι και το ισόγειο. Δεν υπήρχαν απαιτήσεις για μεγάλους χώρους καταστημάτων, για χώρους στάθμευσης αυτοκινήτων, και βεβαίως ούτε για πιλοτές. Για την εποχή αυτή και τις τότε επικρατούσες συνθήκες, ο Κανονισμός αυτός ήταν επαρκέστατος και μάλιστα υποδείκνυε και στοιχεία για την δομική αντισεισμική σύνθεση του φέροντος οργανισμού του κτιρίου. Λειτουργούσε ως ένα είδος διδακτικού εγχειριδίου. Όμως, η περίοδος αυτή (1959-1984) συμπίπτει με την ραγδαία οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της Χώρας, με αποτέλεσμα την ανάγκη άμεσης απόκτησης στέγης και γενικώς, ανοικοδόμησης με την εφαρμογή του συστήματος της αντιπαροχής. Δημιουργήθηκαν απαιτήσεις για μεγάλους χώρους χωρίς ενδιάμεσα υποστυλώματα και δοκάρια, για καταστήματα πάσης φύσεως, για κλειστούς χώρους στάθμευσης, χώρους άθλησης, θεαμάτων κ.τ.τ. Ταυτόχρονα, προσφέρθηκε από την πολιτεία (περί τα μέσα της 10-ετίας του 1970) η δυνατότητα προσθήκης ενός ακόμη ορόφου υπό τη μορφή της πιλοτής στο ισόγειο, δηλαδή χωρίς να υπάρχουν οι διαχωριστικές τοιχοποιίες της ανωδομής. Αυτά τα χαρακτηριστικά – προφανώς – δεν λήφθηκαν και ούτε ήταν δυνατόν να ληφθούν υπόψη κατά τη σύνταξη του εν λόγω Αντισεισμικού Κανονισμού. Ένα στοιχείο το οποίο για τη συγκεκριμένη περίπτωση θεωρώ ότι είναι μάλλον θετικό, είναι το ότι τα κτίρια σε κάθε οικοδομικό τετράγωνο ήταν σε επαφή μεταξύ τους (δηλαδή χωρίς τον αντισεισμικό αρμό που, δικαίως, εφαρμόστηκε στις νεότερες κατασκευές). Πέραν αυτών όμως, παρατηρήθηκαν και κάποιες αυθαιρεσίες – υπερβάσεις δόμησης και καταστροφική έλλειψη συντήρησης. Λίγο πρίν από το 1970, λόγω του μεγάλου φόρτου για στατικό ελέγχου από τις Πολεοδομίες, η μελέτη εγκρινόταν με σφραγίδα η οποία ανέφερε: «η μελέτη υπόκειται εις μελλοντικόν υπό της Υπηρεσίας έλεγχον». Παρά ταύτα, θεωρώ ότι η πλειονότητα των κατασκευών που έχουν κατασκευαστεί στην εν λόγω χρονική περίοδο, παρουσιάζουν ασφάλεια έναντι σεισμικών καταπονήσεων, υπό την προϋπόθεση ότι έχει εφαρμοστεί η αρχική μελέτη, η κατασκευή είναι άρτια από κάθε πλευρά, δεν έχουν γίνει προσθήκες, ή άλλου είδους άστοχες επεμβάσεις και η συντήρησή της είναι συνεχής και τεχνικώς ορθή. Άλλωστε, η θετική αυτή άποψη επιβεβαιώνεται και μακροσκοπικά στην πράξη, διότι παρά την έντονη σεισμικότητα της Χώρας μας, οι παρατηρούμενες βλάβες στο δομικό ιστό είναι σχετικώς μικρές. Το ποσοστό των κτιρίων αυτής της περιόδου κατέχει περίπου το 48 % του δομικού πλούτου της Χώρας μας.
Η τρίτη περίοδος αρχίζει από το 1984, με τροποποιήσεις στον υπάρχοντα Κανονισμό μέχρι το 1994, όπου διαμορφώθηκε ένας εντελώς Νέος Αντισεισμικός Κανονισμός με διαδοχικές επικαιροποιήσεις κατά καιρούς. Ο Κανονισμός αυτός εξακολουθεί να ισχύει. Το ποσοστό των κτιρίων αυτής της περιόδου που διανύουμε είναι το υπόλοιπο περίπου 22 % του δομικού πλούτου της Χώρας μας. Αυτά τα κτίρια, μελετημένα, κατασκευασμένα και δεόντως συντηρημένα, χωρίς βέβαια άστοχες επεμβάσεις – προσθήκες κ.τ.τ., μπορούν να χαρακτηριστούν ως αντισεισμικά (με τον ορισμό που δόθηκε πάρα πάνω).
-Σε τι κατάσταση είναι τα “κίτρινα” κτίρια της Αττικής μετά τον σεισμό του ‘99; Έχουμε εικόνα αν έγιναν οι αναγκαίες επισκευές;
Εξ όσων γνωρίζω, τα χαρακτηρισμένα ως ‘’κίτρινα΄΄ κτίρια αποχαρακτηρίστηκαν με δύο διαδικασίες. Η μία έγινε μετά από αυτοψίες Μηχανικών της Υπηρεσίας Αποκατάστασης Σεισμοπλήκτων και περιλαμβάνει περί τα 30.000 κτίρια. Για τα υπόλοιπα, ακολουθήθηκε, πάντοτε υπό τον έλεγχο της Υπηρεσίας, μια άλλη διαδικασία, η οποία περιελάμβανε αυτοψίες από ιδιώτες Μηχανικούς και, στη συνέχεια, υποβολή των σχετικών τεχνικών εκθέσεων – υπεύθυνων δηλώσεων των Μηχανικών και των Ιδιοκτητών στην Υπηρεσία προς αποχαρακτηρισμό.