Θωμάς Κοροβίνης «Μπέμπης», εκδόσεις Άγρα, 2022
Για τον Μπέμπη μού πρωτομίλησε ο Μπούμπης, ο μεγάλος Στέλιος Κηρομύτης, περιγράφοντας μου και τον καρασεβντά –«αυτό δεν ήταν έρωτας, ήταν χαλασμός, κατακλυσμός»– του Μπέμπη για την Μπέμπα, την Μπέμπα Μπλανς. Πόσο αστεία ηχούν αυτά τα μωρουδίστικα χαϊδευτικά για τα περπατημένα λαϊκά ινδάλματα της εποχής, που τόσο συνηθίζονταν εκείνα τα χρόνια.
Με τον Μπέμπη Στεργίου λίγοι έχουν ασχοληθεί, λίγα έχουν γραφτεί, λίγοι τον αναφέρουν, λίγοι τον ξέρουν καν, σε σύγκριση με τον μύθο που πάντα τον περιέβαλε – για το πάντα δεν είμαι τόσο σίγουρη. Οι γνώστες λένε πως δεν έγινε γνωστός διότι δεν κυνήγησε τη δισκογραφία που θα τον απαθανάτιζε στα σίγουρα. «Εγώ γραμμόφωνο δεν γίνομαι. Όσοι θέλουν να μ’ ακούσουν να έρθουν το βράδυ στο μαγαζί». Η αντίδρασή του αυτή, όπως την περιγράφει ο Θωμάς Κοροβίνης, μου θυμίζει την αντίστοιχη αντίδραση του πατέρα του Κηρομύτη όταν ανακάλυψε ότι ο γιος του ο Στέλιος είχε βγάλει τον πρώτο του δίσκο: «Τον παλιάνθρωπο! Να πάει να γίνει μπαλαρίνα στα γραμμόφωνα», είπε έξαλλος κι έκανε χρόνια να του ξαναμιλήσει.
Και καλά ο πατέρας Κηρομύτης, όμως ο Μπέμπης, στην εποχή της φουλ γραμμοφώνησης, γιατί; Είχε πάει και στην Αμερική, είχε επηρεαστεί δίχως άλλο από τις εκεί συνθήκες και την κάπως «τουριστική» πια προσέγγιση του ρεμπέτικου από ομογενείς και άλλους μπρούκληδες. Γιατί αυτή η εμμονή στην άρνηση της δισκογραφίας;
Προσωπικά, ως μη γνωρίζουσα και μη αναγνωρίζουσα τα της δεξιοτεχνίας και της ταχύτητας επί των οργάνων, από τον Μπέμπη, εκτός από ένα δυο οργανικά (το «Παράπονο» ή τις «Πενιές») θυμόμουν μόνο εκείνο το εξαιρετικό – με την έννοια ότι εξαιρετικό είναι το διαφορετικό: την κιθαριστική πανδαισία των δυο βαρόνων του μπουζουκιού, του ίδιου και του Χιώτη δηλαδή, στην εκτέλεση του Βουνού – που με το βουνό ποτέ δεν σμίγει. Κάτι το αλλιώτικο δηλαδή.
Γιατί είναι λοιπόν τόσο εμβληματικός μύθος ο Μπέμπης. Νομίζω διότι είναι άγνωστος, ανοίκειος, αφού δεν έχει γίνει οικείος στην ακοή μας μέσω πολλών ηχογραφήσεων. Και το άγνωστο εύκολα δαιμονοποιείται ή αγιοποιείται.
Διότι είναι αλλιώτικος. Και επίσης ασυγχώρητα όμορφος και ακόμα πιο ασυγχώρητα αρρενωπά σαγηνευτικός.
Με το ένα πόδι στο σύστημα και το άλλο στο περιθώριο
Επίσης, η –ίσως– κάποια ενδόμυχη υπεροψία του ως σπουδαγμένου ανάμεσα στους λαϊκούς αυτοδίδακτους μουσικούς του παταριού, να διευκόλυνε τη δημιουργία μιας ιδιότυπης, αντιφατικής αυτοεικόνας αλλά και προβαλλόμενης εικόνας –την οποία άψογα αποδίδει ο Κοροβίνης στο βιβλίο– ενός ναρκισσιστή με το ένα πόδι στο σύστημα και το άλλο στο περιθώριο και στην άρνηση της πραγματικότητας, την οποία βοηθούσε αποφασιστικά το απύθμενο αλκοόλ. Όλα συστατικά της αποπλάνησης.
«Τι κάνεις λοιπόν εσύ, ξοδιάζεσαι ολονυχτίς σε επιδείξεις της βιρτουοζιτέ σου, συνοδεία αλκοόλης, από κάτω ρίχνουν τις γυροβολιές τους στις πίστες, σε πιστεύουν σαν είδωλό τους, κι εσύ όλο πριονίζεις τον εαυτό σου, κρίμα απ’ το Θεό. Και τη ζεμπεκιά σου όταν χορεύεις, για κάθε βόλτα σου έπρεπε να καταθέτουν τον οβολό τους» […] «αφοσιωνόμουν στην εφεύρεση αυτοσχεδιασμών. Καθώς τα δάχτυλά μου χόρευαν και το όργανο έπαιρνε φωτιά, να μη σου πω ότι έβλεπα και τις φλόγες που το κύκλωναν, κι άμα θες, πίστεψέ με, οι στροφές της μελωδίας που σχεδίαζα, τα μυστήρια ταξίμια μου, που ξεκινούσαν ήρεμα και γλυκά σιγά σιγά μετατρέπονταν σε θύελλα, έτσι που ένιωθα καθαρά πως επιδρούσα στους ακροατές και θεατές μου, απ’ την έκπληξη και την αγωνία που διάβαζα να ζωγραφίζεται στη ματιά τους, έβαζα πλώρη για λιμάνια ονειρικά, βυθιζόμουν σ’ έναν ωκεανό ομορφιάς και έξαρσης, ανεβοκατεβαίνοντας απ’ τον αφρό ως τον πάτο, εκεί μέσα εξαφανιζόταν κάθε δαιμόνιο, κάθε θλιβερή σκιά, γινόμουν ο καραβοκύρης του εαυτού μου, ο κυρίαρχος του κόσμου, θέλει μεγάλη μαγκιά να παίζεις και παράλληλα να φτιάχνεσαι, το μυαλό να σχεδιάζει και η ψυχή να λιγώνεται, και να αντιστοιχείς την τέχνη σου και το αίσθημά σου με τις χαμηλές και τις ψηλές νότες της ψυχολογίας των ανθρώπων που σε παρακολουθούν, να τους κερδίζεις και να απολαμβάνεις το ότι μπαίνουν ολόκληροι στο παιχνίδι σου, ζώντας μια εμπειρία πρωτόγνωρη, γιατί το βίωμά τους δεν είναι η ακρόαση μιας μουσικής που τους προξενεί θαυμασμό, αυτό είναι συνηθισμένο, το παθαίνουμε όλοι μας συχνά, είναι η γνωριμία των ψυχών τους με την ψυχή μου, το δυνατό αλισβερίσι ανάμεσα στα δικά τους και τα δικά μου μυστικά, το ότι βλέπουν μια καρδιά να αιμορραγεί μπροστά τους, χωρίς ντροπή και δίχως φόβο, άνθρωποι λογιώ λογιώ, ξένοι μεταξύ τους, γίνονται ένα, και καθώς τους μαγνητίζει ο ήχος, βρίσκουν μια θαλπωρή, μια ελπίδα, ελευθερώνονται και πετούν, όπως πετάω κι εγώ, όσο κρατάει αυτό το πανηγυράκι, δεν είναι φιγούρα, δεν είναι καραγκιοζλίκι, δεν είναι για τον παρά, είναι σα να κάναμε μεταξύ μας, ο καθένας και όλοι μαζί, ελεύθερο έρωτα, είναι ένας άλλος πυρετός, μια αποκάλυψη, ένα θαύμα».
Χαρισματικός και αυτοκαταστροφικός
Δεν χρειαζόταν πολύ περισσότερα ο πυρετικός Κοροβίνης για να βρει το νέο αντικείμενο του έρωτά του, μετά τον Ασλάν Καπλάν.
Ήταν «το ραντεβού δυο βαθιά ερωτευμένων», λέει ο κατά Κοροβίνη Μπέμπης για τον δεσμό του με το μπουζούκι. Ένα αντίστοιχο ραντεβού, λέω εγώ, ήταν και η συνάντηση του Θωμά Κοροβίνη με τον Μπέμπη. Το πρώτο ραντεβού έφτιαξε τον θρύλο του μυστηριώδους δεξιοτέχνη, Δημήτρη Στεργίου – Μπέμπη. Το δεύτερο ραντεβού, που κράτησε μερικά παθιασμένα χρόνια στη ζωή του Κοροβίνη, έφτιαξε το ερωτικό βιβλίο-ντοκουμέντο του για τον χαρισματικό, πανέμορφο, αυτοκαταστροφικό και αυτοσπαταλημένο Μπέμπη.
Θεωρώ τον Κοροβίνη –και του τό ’χω ξαναπεί– Παζολίνι της λογοτεχνίας μας με ιδιοσυγκρασιακά συγγενικούς του τους καταραμένους ήρωές του, καλλιτέχνες και συγγραφείς, ανθρώπους υπαρκτούς της ιστορίας αλλά και μισο-πλαστούς μισο-αληθινούς ανθρώπους της διπλανής πόρτας, κατατρεγμένους της φτώχειας και της μπέσας, του καλντεριμιού και των τεχνητών παραδείσων, της παρανομίας, της μαγκιάς, της λεβεντιάς, της ομορφιάς. «Εγώ είμαι άνθρωπος του περιθωρίου και της διανόησης, λούμπεν προλεταριακός, λαϊκός, και από την άλλη μεριά στοχαστικός, αν θέλεις», λέει κάπου ο ίδιος.
Σ’ αυτό τον χώρο του σαγηνευτικού για κείνον περιθωρίου, ακροβατεί μέσω της γραφής του, τολμώντας να ανασκαλεύει τα κατάβαθα της γλώσσας, να αγκαλιάζει τη λούμπεν αργκό του πεζοδρομίου και της λαϊκής βωμολοχίας. Αλλά και μέσω της μουσικής του, των στίχων και του τραγουδιού του σε τόσες γλώσσες.
Με τα πολλαπλά του χαρίσματα στη γραφή και στη μουσική, αυτός ο ασυμβίβαστος, ριψοκίνδυνος, τολμηρός και γενναιόδωρος πολιούχος της διαχρονικής, κοσμοπολίτικης Θεσσαλονίκης, την οποία ποτέ δεν πρόδωσε κι ας πλάνταξε από πόθο για την άλλη ερωτούπολη και ηδονούπολη, την Πόλη/Ισταμπούλ, έρχεται τώρα να γίνει και πάλι ο αφηγητής της αστικής λαϊκής μουσικής, της πειραιώτικης και αθηναϊκής μουσικής πιάτσας στην εποχή της ακμής του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού.
Με τη μορφή μιας καταιγιστικής εξομολόγησης του Μπέμπη προς έναν φανταστικό συμπότη, καταιγιστικής σαν το ίδιο το παίξιμο του, για να περικλείσει προστατευτικά την ολοκληρωτική αποκάλυψη της μύχιας σχέσης του Μπέμπη με το μπουζούκι, τη «φωλιά της αγάπης, που χωράει όλα τα σεκλέτια του ντουνιά» και που ως πάθος καθόρισε τη σύντομη ζωή του, ο Θωμάς Κοροβίνης στήνει ένα σκηνικό μερικών δεκαετιών, μια «μουσική εφημερίδα», όπως τη χαρακτήρισε ο Νίκος Ορδουλίδης, όπου με φράσεις σφικτοπλεγμένες με στίχους ιστορούνται τόποι, πρόσωπα και γεγονότα, στον Περαία, στη Σμύρνη, στην Αθήνα ή την Αμερική, στις γειτονιές και τους προσφυγομαχαλάδες, περνούν σε ακατάσχετη ροή τα μαγαζιά και τα πάλκα, οι μουσικοί, τα τραγούδια, τα μαντολίνα και τα τετράχορδα, τα δάχτυλα, τα λαρύγγια, οι μελωδίες, οι νότες, οι στίχοι, οι αμανέδες και η Κάστα Ντίβα, οι έρωτες, οι μπαμπεσιές, τα πάθη, οι νίκες και οι ήττες, όλη η ζωή κι η καθημερινότητα μ’ άλλα λόγια της προπολεμικής και μεταπολεμικής Ελλάδας, φτιάχνοντας κυριολεκτικά τη συναρπαστική εποποιία μιας λατρεμένης εποχής.
Όπως κάνει πάντα ο Κοροβίνης, καταφέρνει με τις λεπτομερείς γνώσεις και, τούτη τη φορά, και με τη μάγκικη-λυρική αργκό του, να μετατρέψει αυτο-μυθιστορηματικά (επιτρέψτε μου τον νεολογισμό) τις μεγάλες Απουσίες σε πάλλουσα παρουσία.
Το κείμενο παρουσιάστηκε στην εκδήλωση για το μυθιστόρημα του Θωμά Κοροβίνη «Μπέμπης», που έγινε στις 18.1.2023 στη Μουσική Σκηνή «Χαμάμ».
Πηγή: Εποχή