Oι προκλήσεις των καιρών και οι νέες ανάγκες απαιτούν ισχυρότερο ευρωπαϊκό προϋπολογισμό και αλλαγές στο Σύμφωνο Σταθερότητας, υπογραμμίζει ο αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και επικεφαλής της Ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, Δημήτρης Παπαδημούλης, στο άρθρο του για το ΑΠΕ-ΜΠΕ ενόψει και της Συνόδου Κορυφής του Μαρτίου, κατά την οποία οι 27 ηγέτες αναμένεται να συζητήσουν το ζήτημα της αναθεώρησης του Συμφώνου Σταθερότητας, αλλά και την αποτελεσματικότητα της πρότασης που κατέθεσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή «για τη δημιουργία ενός πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης για τις μελλοντικές προκλήσεις».
Ο κ. Παπαδημούλης, ως συντονιστής της Ευρωομάδας της Αριστεράς στην Επιτροπή Προϋπολογισμών και μέλος της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής, τονίζει, επίσης, ότι «τόσο η κρίση της πανδημίας όσο και η τρέχουσα ενεργειακή κρίση, ανέδειξαν την επιτακτική ανάγκη η ΕΕ να αποκτήσει μια κεντρική δημοσιονομική ικανότητα με μόνιμα εργαλεία αντιμετώπισης κρίσεων», ώστε «να είναι σε θέση να ανταποκρίνεται αμεσότερα και με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στις όποιες προκλήσεις ανακύπτουν».
«Παράλληλα», όπως αναφέρει, «ένας ισχυρότερος ευρωπαϊκός προϋπολογισμός, με αυξημένους ίδιους πόρους, μπορεί να συμβάλλει αποφασιστικά στην ενίσχυση των πολιτικών συνοχής με τη δημιουργία ενός ισχυρού κοινωνικού πυλώνα, όπως και στην κάλυψη του κενού ζήτησης που δημιουργούν οι υπερβολικά συσταλτικές πολιτικές και τα υπερβολικά πλεονάσματα μεγάλων χωρών, όπως η Γερμανία».
Υπενθυμίζει, δε, ότι η «η δύσκολη πραγματικότητα, όπως διαμορφώνεται σήμερα, πιστοποιεί αυτό που κάποιοι στο Ευρωκοινοβούλιο υποστηρίζουμε σταθερά εδώ και χρόνια: Οι ευρωπαϊκοί προϋπολογισμοί της τάξης του 1% του ΑΕΕ (Ακαθάριστο Εγχώριο Εισόδημα) της ΕΕ δεν φτάνουν. Ούτε στο παρελθόν επαρκούσαν, πόσο μάλλον σήμερα».
Επιπλέον, όπως αναφέρει, «τα δεδομένα που οδήγησαν στην υιοθέτηση του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου 2021-2027 έχουν προ πολλού ανατραπεί» και «γι΄αυτό και χρειάζεται άμεσα μια ριζική αναθεώρηση του τρέχοντος Πλαισίου, εντός του 2023, που θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες του σήμερα», ώστε «να μπορέσουμε να στηρίξουμε επαρκώς τις οικονομίες μας και τις κοινωνίες μας που δοκιμάζονται», αλλά και «για να είμαστε σε θέση, ως ΕΕ, να πιάσουμε τους κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς στόχους, υλοποιώντας τις δεσμεύσεις μας για μια δίκαιη και συμπεριληπτική Ένωση».
Ακολουθεί ολόκληρο το άρθρο του αντιπροέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Δημήτρη Παπαδημούλη, στο ΑΠΕ-ΜΠΕ:
του Δημήτρη Παπαδημούλη *
Ενόψει της Συνόδου Κορυφής στα τέλη Μαρτίου και μέσω μιας συνεχιζόμενης αλληλουχίας κρίσεων, η ΕΕ καλείται για μια ακόμη φορά να δράσει συντονισμένα δίνοντας μια κοινή ευρωπαϊκή απάντηση στις αλλεπάλληλες προκλήσεις των καιρών. Την ώρα που προσπαθούμε να χρηματοδοτήσουμε την αντιμετώπιση των συνεπειών του πολέμου στην Ουκρανία, της ενεργειακής και πληθωριστικής κρίσης και της αύξησης των κοινωνικών ανισοτήτων, με τα χρήματα που αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθούν για την αντιμετώπιση της πανδημίας, οι ανάγκες αυξάνονται ολοένα και περισσότερο. Θετικά έως σήμερα βήματα, όπως το Ταμείο Ανάκαμψης και το Repower EU, αποδεικνύονται πλέον στην πράξη ανεπαρκή. Κι αυτό γιατί οι νέες ανάγκες και στόχοι, πρέπει να χρηματοδοτούνται με νέα κονδύλια και όχι με ανακύκλωση των υπαρχόντων κονδυλίων.
Παραπέμποντας το ζήτημα της αναθεώρησης του Συμφώνου Σταθερότητας στη Σύνοδο Κορυφής που θα πραγματοποιηθεί στις 23 και 24 Μαρτίου, οι «ηγέτες των 27» κατά την προσφιλή τους τακτική έχουν αναβάλλει μέχρι σήμερα τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης σχετικά με την αλλαγή των κανόνων του ξεπερασμένου πλέον από τις εξελίξεις Συμφώνου. Χωρίς αμφιβολία, η προσεχής Σύνοδος θα αποτελέσει ένα σημαντικό κρας τεστ για τις προτάσεις της Κομισιόν. Οι ενστάσεις των κυβερνήσεων της Γερμανίας, της Ολλανδίας και των άλλων «φειδωλών κρατών μελών» αναμένεται, όπως είναι φυσικό, να επηρεάσουν αποφασιστικά το μέλλον των δημόσιων οικονομικών της ΕΕ. Όπως και τα δημόσια οικονομικά και την οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας για τα επόμενα χρόνια, η οποία, παρά την σημαντική ρύθμιση του δημόσιου χρέους που πέτυχε η κυβέρνηση Τσίπρα το 2018, παραμένει η πιο υπερχρεωμένη χώρα της ΕΕ.
Η πρόταση που δημοσιοποίησε η Κομισιόν στις 9 Νοεμβρίου υπό τον τίτλο «Δημιουργία ενός πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης κατάλληλου για τις μελλοντικές προκλήσεις» φιλοδοξεί να αποτελέσει τη βάση διαπραγμάτευσης μεταξύ της Κομισιόν και των κρατών μελών για το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο. Για όλους εμάς που υποστηρίζουμε την ανάγκη να υπάρξει χαλάρωση στους αυστηρούς περιορισμούς του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, αποτελεί ένα θετικό, αν και ανεπαρκές και καθυστερημένο, βήμα.
Πέρα από τον στόχο της βιωσιμότητας του χρέους, προβλέπεται ρητά ότι οι νέοι κανόνες πρέπει να υπηρετούν και τους στόχους της βιώσιμης και συμπεριληπτικής ανάπτυξης. Οι σημερινοί κανόνες που επιβάλλουν το έλλειμμα να μην υπερβαίνει το 3% του ΑΕΠ και το δημόσιο χρέος να μην υπερβαίνει το 60% του ονομαστικού ΑΕΠ διατηρούνται. Ωστόσο, ιδιαίτερα σημαντικό για την Ελλάδα που έχει το υψηλότερο δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ στην ΕΕ, είναι ότι γίνεται πλέον σαφής αναφορά στην αντικατάσταση της κοινής για όλους υποχρέωσης μείωσης του υπερβάλλοντος χρέους κατά 1/20 ετησίως από μια πιο σταδιακή δημοσιονομική προσαρμογή, που θα λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες των κρατών μελών. Καθιερώνεται έτσι μια διαδικασία διαπραγμάτευσης μεταξύ κρατών μελών και Κομισιόν, από την οποία θα προκύπτει το δημοσιονομικό μονοπάτι που θα ακολουθήσει η εκάστοτε χώρα. Στα θετικά σημεία συγκαταλέγεται και το ότι το σύστημα παρακολούθησης απλοποιείται σημαντικά και δεν στηρίζεται πλέον σε μη παρατηρήσιμα μεγέθη (όπως το δυνητικό ΑΕΠ, το παραγωγικό κενό και το διαρθρωτικό αποτέλεσμα), αλλά αποκλειστικά στις καθαρές πρωτογενείς δαπάνες.
Θεμελιώδες πρόβλημα συνιστά το γεγονός ότι η πρόταση της Κομισιόν δεν συνοδεύεται από την αναγκαία δημιουργία μιας ισχυρής κεντρικής δημοσιονομικής ικανότητας στην Ευρωζώνη. Τόσο η κρίση της πανδημίας όσο και η τρέχουσα ενεργειακή κρίση ανέδειξαν την επιτακτική ανάγκη η ΕΕ να αποκτήσει μια κεντρική δημοσιονομική ικανότητα με μόνιμα εργαλεία αντιμετώπισης κρίσεων. Για να είναι σε θέση να ανταποκρίνεται αμεσότερα και με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στις όποιες προκλήσεις ανακύπτουν. Παράλληλα, ένας ισχυρότερος ευρωπαϊκός προϋπολογισμός, με αυξημένους ίδιους πόρους, μπορεί να συμβάλλει αποφασιστικά στην ενίσχυση των πολιτικών συνοχής με τη δημιουργία ενός ισχυρού κοινωνικού πυλώνα, όπως και στην κάλυψη του κενού ζήτησης που δημιουργούν οι υπερβολικά συσταλτικές πολιτικές και τα υπερβολικά πλεονάσματα μεγάλων χωρών, όπως η Γερμανία.
Στα αρνητικά της πρότασης συμπεριλαμβάνεται αν μη τι άλλο και η απουσία ενός ‘’χρυσού κανόνα’’ που θα εξαιρεί από τους κανόνες ορισμένες δημόσιες επενδύσεις, π.χ. για την κλιματική κρίση, την υγεία, την παιδεία, καθώς και η απουσία αυτόματων δημοσιονομικών σταθεροποιητών που θα ενεργοποιούνται σε καιρούς κρίσεων.
Η δύσκολη πραγματικότητα, όπως διαμορφώνεται σήμερα, πιστοποιεί αυτό που κάποιοι στο Ευρωκοινοβούλιο υποστηρίζουμε σταθερά εδώ και χρόνια: Οι ευρωπαϊκοί προϋπολογισμοί της τάξης του 1% του ΑΕΕ (Ακαθάριστο Εγχώριο Εισόδημα) της ΕΕ δεν φτάνουν. Ούτε στο παρελθόν επαρκούσαν, πόσο μάλλον σήμερα. Τα δεδομένα που οδήγησαν στην υιοθέτηση του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου 2021-2027 έχουν προ πολλού ανατραπεί. Γι΄αυτό και χρειάζεται άμεσα μια ριζική αναθεώρηση του τρέχοντος Πλαισίου, εντός του 2023, που θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες του σήμερα. Για να μπορέσουμε να στηρίξουμε επαρκώς τις οικονομίες μας και τις κοινωνίες μας που δοκιμάζονται. Αλλά και για να είμαστε σε θέση, ως ΕΕ, να πιάσουμε τους κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς στόχους, υλοποιώντας τις δεσμεύσεις μας για μια δίκαιη και συμπεριληπτική Ένωση.
Για να φύγουμε από τα «ωραία και παχιά λόγια» και να περάσουμε επιτέλους στις πράξεις, πρέπει να προχωρήσουμε σε συγκεκριμένες βελτιώσεις και απόλυτα ρεαλιστικές αυξήσεις στον Προϋπολογισμό του 2023. Χρειάζεται νέο φρέσκο χρήμα, όπως και νέοι ίδιοι πόροι και πρόσθετος κοινός δανεισμός, για να αντιμετωπίσουμε την ενεργειακή κρίση και φτώχεια, προωθώντας παράλληλα την ενεργειακή αυτονομία της Ευρώπης.
* Ο Δημήτρης Παπαδημούλης είναι αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, επικεφαλής της Ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, συντονιστής της Ευρωομάδας της Αριστεράς στην Επιτροπή Προϋπολογισμών και μέλος της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής του ΕΚ.