Κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες της παγκοσμιοποίησης των οικονομιών παρατηρούνται, μεταξύ άλλων, σημαντικής σημασίας μετασχηματισμοί στην τεχνολογία( συρρίκνωση της «ζωντανής» εργασίας σε όφελος της «νεκρής» εργασίας), στην παραγωγή (αλλαγή των κανόνων οργάνωσης της παραγωγής και της εργασίας) και στην εργασία (αλλαγές ειδικοτήτων, ανεργία, ευελιξία, εργασιακή ανασφάλεια).
Των Σάββα Γ. Ρομπόλη – Βασίλειου Γ. Μπέτση
Πιο συγκεκριμένα, αναφορικά με την εργασία οι συντελούμενες αλλαγές, κατά βάση νεοφιλελεύθερης έμπνευσης, στην παραγωγή επέφεραν, κατά κανόνα, την απώλεια της αυτονομίας των εργαζομένων με την εφαρμογή αυτοματοποιημένων αυταρχικών μεθόδων σε βαθμό που να δημιουργούν συνθήκες καταναγκαστικής βελτίωσης του επιπέδου της παραγωγικότητας της εργασίας. Παράλληλα, στους χώρους εργασίας συρρικνώθηκε σταδιακά η μαζική απασχόληση, διευρύνθηκαν όλες οι μορφές ευελιξίας της απασχόλησης ( συμβάσεις εργασίας, αμοιβές, χρόνος εργασίας, εξατομίκευση κοινωνικής ασφάλισης και ιατρικής περίθαλψης, κ.λ.π.) και αυξήθηκαν οι εισοδηματικές ανισότητες και η εργασιακή ανασφάλεια.
Στις εργασιακές αυτές συνθήκες καθώς και στην ρηχή παραγωγικο-τεχνολογική διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας, εδράζεται, κατά βάση, το φαινόμενο της έλλειψης προσωπικού τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, όπου οι κενές θέσεις σταδιακά αυξάνονται στο επίπεδο του 5% (200.000) της συνολικής απασχόλησης (Δεκέμβριος 2022). Παράλληλα, η δυναμική των προαναφερόμενων βασικών αιτίων εκτιμάται ότι στο μέλλον θα συμβάλλει στον μετασχηματισμό αυτής της εποχιακής ή συγκυριακής στρέβλωσης της αγοράς εργασίας σε διαρθρωτικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας. Από την άποψη αυτή είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι η ΕΛΣΤΑΤ (Ελληνική Στατιστική Αρχή) ως κενή θέση εργασίας θεωρεί μία μισθωτή νεοδημιουργούμενη θέση ή μία ήδη κενή θέση ή μία θέση που πρόκειται να κενωθεί σύντομα για την οποία η επιχείρηση προβαίνει χωρίς αποτέλεσμα στις απαραίτητες ενέργειες για να βρεθεί κατάλληλος υποψήφιος εκτός της συγκεκριμένης επιχείρησης.
Σύμφωνα με την έρευνα, αναφορικά με τους χαμηλής εξειδίκευσης εργαζόμενους το πρόβλημα συναντάται κατά κανόνα στον τουρισμό (55.000 το 2022), τις κατασκευές και την αγροτική οικονομία.Παράλληλα ο Σύνδεσμος Βιομηχανικών Επιχειρήσεων καταγράφει ότι στην μεταποίηση παρατηρείται το πρόβλημα της έλλειψης προσωπικού μεσαίας ή υψηλής εξειδίκευσης στις τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνίας, στην ενέργεια, στα logistics, στην εφοδιαστική αλυσίδα, στα τηλεπικοινωνιακά δίκτυα. Όμως, οι επισημάνσεις για την έλλειψη προσωπικού στους προαναφερόμενους τομείς και κλάδους οικονομικής δραστηριότητας εφόσον εδράζονται στην αποσιώπηση των ευθυνών των επιχειρήσεων και των ασκούμενων πολιτικών στην οικονομία και την αγορά εργασίας δεν συμβάλλουνεπουδενί στην αντιμετώπιση του συγκεκριμένου προβλήματος. Κι’ αυτό γιατί σ’ ένα εν εξελίξει διαρθρωτικό πρόβλημα στην ελληνική οικονομία και την αγορά εργασίας η λύση δεν βρίσκεται στη μονομερή απόδοση ευθυνών προς την πλευρά της ζήτησης (εργασία) την στιγμή που τα βασικά αίτια του συγκεκριμένου προβλήματος ( εργασιακές σχέσεις, έλλειμμα τεχνολογικής αναβάθμισης) εστιάζονται αντικειμενικά προς τη πλευρά της προσφοράς (επιχειρήσεις) και των ασκούμενων δημόσιων πολιτικών.
Πράγματι, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, το ιδιαίτερο, μεταξύ άλλων, χαρακτηριστικό της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα είναι η αποδυνάμωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και η μείωση (2021) του αριθμού των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, γεγονός που έχει επιφέρει σημαντικές μειώσεις στον κατώτατο και μέσο μισθό και επέκταση όλων των μορφών ευελιξιών στις εργασιακές σχέσεις.
Από την άποψη αυτή είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι το 2021 στην Ελλάδα υπογράφηκαν 16 εθνικές κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές συμβάσεις εργασίας, 9 τοπικές ομοιοεπαγγελματικές και 182 επιχειρησιακές συμβάσεις εργασίας, καλύπτοντας μόνο το 25% του συνόλου των εργαζομένων, όπως στην Λετονία και την Σλοβακία. Αντίθετα στις χώρες της βόρειας και κεντρικής Ευρώπης τα ποσοστά κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας υπερβαίνουν το 70% (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, 2023). Παράλληλα, σύμφωνα με σχετική μελέτη (Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας, 2021) «η χαμηλή ποιότητα των θέσεων εργασίας των ελληνικών επιχειρήσεων, εάν δεν είναι αυτή που παράγει πρωτογενώς, τότε είναι σίγουρα αυτή που αναπαράγει τα ελλείμματα του εργατικού δυναμικού», με την έννοια της μη αξιολόγησης των προσόντων που κατέχουν οι εργαζόμενοι σε σύγκριση με το επίπεδο των δεξιοτήτων που απαιτούν οι θέσεις εργασίας οι οποίες τους προσφέρονται.
Στις συνθήκες αυτές, η επίλυση του συγκεκριμένου διαρθρωτικού προβλήματος δεν βρίσκεται στις βραχυχρόνιες ή εποχιακές επιλογές για παράδειγμα των διακρατικών συμφωνιών που θα παρατείνουν τις στρεβλώσεις στην οικονομία και την αγορά εργασίας αλλά στην άμεση, θεσμική και ολοκληρωμένη αποκατάσταση του προτύπου των εργασιακών σχέσεων καθώς και στην τεχνολογική αναβάθμιση και παραγωγική αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας.