Η σημερινή εποχή χαρακτηρίζεται από έναν ρευστό κομματικό ανταγωνισμό, που εκδηλώνεται με τις αντιφατικές συνδέσεις των πολιτών με τις κομματικές παρατάξεις.
Οι πολλαπλές κρίσεις που υποσκάπτουν τη σταθερότητα των πολιτικών συστημάτων, αλλά και η εδραιωμένη πλέον δυσπιστία των πολιτών απέναντι στα κόμματα και τους πολιτικούς θεσμούς, δεν επιτρέπουν να σχηματίζονται μόνιμοι και διαρκείς κομματικοί δεσμοί, ένα γεγονός που σίγουρα επιδρά στους κομματικούς και εκλογικούς συσχετισμούς. Ιδίως σε ό,τι αφορά στην ελληνική περίπτωση, ο ατελής δικομματισμός που σχηματίστηκε στις εκλογές του 2019 φαίνεται πως θα δοκιμαστεί, θετικά ή αρνητικά, στις επερχόμενες εκλογές.
Η κομματική ταύτιση συνιστά σημαντικό εννοιολογικό εργαλείο της πολιτικής επιστήμης, καθώς εξηγεί τους μηχανισμούς βάσει των οποίων διαμορφώνονται συναισθηματικού τύπου δεσμοί (ταυτίσεις) ανάμεσα στους πολίτες και τα πολιτικά κόμματα.
Στις πρώτες δεκαετίες μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στον ευρωπαϊκό χώρο, οι κομματικές ταυτίσεις ήταν ισχυρές και καθοριστικές για τον πολιτικό ανταγωνισμό. Από τη δεκαετία του 1970 και μετά άρχισαν να φθίνουν, οδηγώντας, σε συνάφεια με άλλους παράγοντες, στη λεγόμενη κρίση του κομματικού φαινομένου. Στα καθ’ ημάς ο καθοριστικός ρόλος που εκπλήρωσαν τα κόμματα για τον εκδημοκρατισμό και την εμπέδωση της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας τα κατέστησαν, για τουλάχιστον τρεις δεκαετίες, δέκτες ισχυρών θετικών ταυτίσεων. Ωστόσο, στην περίοδο της κρίσης –ιδίως σε ό,τι αφορά το πάλαι ποτέ κραταιό ΠΑΣΟΚ–, οδηγώντας στη μεγάλη αποευθυγράμμιση του «εκλογικού σεισμού» του 2012.
Τα κοινωνικοπολιτικά περιβάλλοντα πόλωσης των τελευταίων ετών, όχι μόνο στον ελληνικό χώρο, επώασαν μια διαφορετικού τύπου ταύτιση, η οποία βασίστηκε σε σώρευση αρνητικών συναισθημάτων απέναντι σε κάποιο συγκεκριμένο κόμμα, που λειτούργησε σαν προσδιοριστικός παράγοντας της ψήφου. Η αρνητική κομματική ταύτιση, σύστοιχο φαινόμενο της κρίσης εκπροσώπησης και εμπιστοσύνης στην πολιτική, υποδηλώνει εκλογικές συμπεριφορές που δεν απορρέουν από θετικές στοιχίσεις και, άρα, θετικές αποτιμήσεις προγραμμάτων και προτάσεων.
Οι ψηφοφόροι έχουν την τάση να διαμορφώνουν στάσεις επί συναισθημάτων αντιπάθειας, κάτι που προσπαθούν, ως ένα βαθμό, να εργαλειοποιήσουν και τα ίδια τα κόμματα στην πολιτική τους παρέμβαση – βλ. στα καθ’ ημάς το περίφημο «αντιΣΥΡΙΖΑ ρεύμα». Βέβαια, όπως έχουν αναλύσει οι Μ. Τσατσάνης και Γ. Τσίρμπας σε πρόσφατο κείμενό τους[i], οι εκλογές του 2019 έχουν σηματοδοτήσει την επανάκαμψη της θετικής κομματικής ταύτισης, μετά από μια περίοδο ρευστότητας στο κομματικό σύστημα.
Αυτό είναι κάτι που επιβεβαιώνεται και στην πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, σε συνεργασία με την εταιρεία ερευνών Prorata (Φεβρουάριος 2023), όπου το 76% των ερωτώμενων δήλωσε αυθόρμητα ότι συμπαθεί κάποιο κόμμα. Παράλληλα, όμως, το 88% δήλωσε ότι αντιπαθεί κάποιο κόμμα, κάτι που δείχνει ότι η ενίσχυση της θετικής ταύτισης δεν συνοδεύτηκε από αντίστοιχη υποχώρηση των συναισθημάτων αντιπάθειας. Θετικότητα και αρνητικότητα αλληλοτροφοδοτούνται, επιδρώντας στις κομματικές επιλογές.
Οι πρώτες εκλογές που θα τελεστούν με αναλογικό εκλογικό σύστημα θέτουν στο επίκεντρο το ερώτημα της πιθανής μετεκλογικής σύγκλισης ανάμεσα στα κόμματα. Αυτό σαν ενδεχόμενο είναι κάτι που μπορεί να προσεγγιστεί και μέσα από τη σύγκριση των ταυτίσεων ανάμεσα σε διαφορετικές ομάδες ψηφοφόρων.
Όπως φαίνεται από τη στήλη της συνολικής συμπάθειας στον παραπάνω πίνακα, που προέρχεται από την προαναφερόμενη έρευνα του ΕΝΑ, η ΝΔ συγκεντρώνει το 35,5% της αυθόρμητης συμπάθειας, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ το 29% και το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ το 10%. Σε συσχέτιση με την πρόθεση ψήφου, όλα τα κόμματα κινούνται σε ποσοστά συμπάθειας μεταξύ 85%-95% στη δυνητική βάση των ψηφοφόρων τους. Άρα, η πρόθεση ψήφου χαρακτηρίζεται προς το παρόν από μια σχετική ομοιογένεια απαντήσεων. Από την άλλη πλευρά, στη συσχέτιση της συμπάθειας με την προηγούμενη ψήφο του 2019 τα ποσοστά υποχωρούν: τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ συμπαθεί το 77% των προηγούμενων ψηφοφόρων τους, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ το 65%, το ΚΚΕ το 85%, την Ελληνική Λύση το 38% και το ΜΕΡΑ25 το 57%.
Η πιο αξιοσημείωτη απώλεια συμπάθειας από τη βάση της ΝΔ το 2019 είναι προς τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ (7%) και από τη βάση του ΣΥΡΙΖΑ προς το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ (7%). Από τη βάση του ΚΙΝΑΛ του 2019 παρατηρείται μια ισοδύναμη κίνηση προς ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, της τάξης του 15%, ενώ στις περιπτώσεις των βάσεων ΚΚΕ και ΜΕΡΑ25 η κίνηση αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ (8% και 17% αντίστοιχα). Τέλος, το 24% των προηγουμένων ψηφοφόρων της Ελληνικής Λύσης δηλώνει πως συμπαθεί το κόμμα Κασιδιάρη και το 19% κάποιο άλλο κόμμα, πιθανότατα του ακροδεξιού χώρου.
Η δήλωση της συμπάθειας, δηλαδή η θετική κομματική ταύτιση, καταδεικνύει ότι: α) ο σκληρός πυρήνας της ψήφου για τα κόμματα στις προσέχεις εκλογές της αναλογικής χαρακτηρίζεται από ισχυρή ταύτιση με αυτά και β) ενώ ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και ΚΚΕ συγκρατούν το μεγαλύτερο μέρος της συμπάθειας των ψηφοφόρων της προηγούμενης εκλογικής αναμέτρησης, η βάση του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ είναι ευάλωτη σε πιέσεις τόσο από τα δεξιά όσο και από τα αριστερά του, του ΜΕΡΑ25 από τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και της Ελληνικής Λύσης από άλλα ακροδεξιά μορφώματα.
Σε ό,τι αφορά την αντιπάθεια, η ΝΔ εμφανίζει το υψηλότερο ποσοστό (38%), ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ακολουθεί κατά πόδας με 36,5% και το κόμμα Κασιδιάρη κινείται στο 10,5%. Η συγκέντρωση της αντιπάθειας προς τους δύο πόλους του κομματικού ανταγωνισμού είναι αναμενόμενη, όπως και το υψηλό ποσοστό του Εθνικού Κόμματος-ΕΛΛΗΝΕΣ, στον απόηχο της καταδίκης της Χρυσής Αυγής.
Τα δύο μεγάλα κόμματα νέμονται, σε επίπεδο πρόθεσης ψήφου, τη μερίδα του λέοντος στις αρνητικές ταυτίσεις – το 84% των δυνητικών ψηφοφόρων της ΝΔ αντιπαθεί τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και το 81% των δυνητικών ψηφοφόρων του τελευταίου τη ΝΔ. Όσον αφορά τους δυνητικούς ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, η μέγιστη αντιπάθεια εντοπίστηκε προς τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ (34%), ακολουθούμενη από αυτή προς τη ΝΔ (25%), το κόμμα Κασιδιάρη (18%) και το ΚΚΕ (11%).
Στους δυνητικούς ψηφοφόρους ΚΚΕ και ΜΕΡΑ25 η μεγαλύτερη αντιπάθεια είναι προς τη ΝΔ (55%) και το κόμμα Κασιδιάρη (15% και 27% αντίστοιχα), ενώ σε αυτούς της Ελληνικής Λύσης προς τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ (42%), τη ΝΔ (33%) και το ΚΚΕ (17%). Με βάση την προηγούμενη ψήφο του 2019, τα ποσοστά της εκατέρωθεν αντιπάθειας μεταξύ των βάσεων ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ είναι στο 71%, ενώ από τους ψηφοφόρους του ΚΙΝΑΛ το 44% δείχνει να αντιπαθεί τον ΣΥΡΙΖΑ και το 26% τη ΝΔ.
Από τα ευρήματα της αρνητικής κομματικής ταύτισης προκύπτει: α) η ξεκάθαρη πόλωση μεταξύ ψηφοφόρων ΝΔ και ΠΑΣΟΚ και β) η ελαφριά επικράτηση της αντιπάθειας προς τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ έναντι αυτής προς τη ΝΔ στους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, απότοκη αναμφίβολα του «αντιΣΥΡΙΖΑ ρεύματος», το οποίο ωστόσο φαίνεται πως βρίσκεται σε σαφή υποχώρηση.
Εν κατακλείδι, η παραπάνω εικόνα δείχνει από τη μία πλευρά ότι η πόλωση της προεκλογικής περιόδου, η οποία λαμβάνει χαρακτηριστικά πολιτικοϊδεολογικού και κοινωνικού ανταγωνισμού, εδράζεται σε σαφείς στοιχίσεις των συσπειρωμένων ψηφοφόρων των δύο μεγάλων κομμάτων, που συμβαδίζουν σε στάσεις υψηλής συμπάθειας και αντιπάθειας. Είναι ενδεικτικό, με βάση μια άλλη διασταύρωση δεδομένων, ότι από αυτούς που δήλωσαν ότι αντιπαθούν τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ το 79% δήλωσε πως συμπαθεί τη ΝΔ και αντίστροφα από αυτούς που δήλωσαν ότι αντιπαθούν την ΝΔ το 64% συμπαθεί τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.
Η αντιΣΥΡΙΖΑ στάση φαίνεται πως εξακολουθεί να τροφοδοτεί σε πολύ μεγάλο ποσοστό θετικές ταυτίσεις με τη ΝΔ, όπως και η αντιΝΔ στάση θετικές ταυτίσεις με τον ΣΥΡΙΖΑ. Από την άλλη πλευρά, στα μικρότερα κόμματα οι αποκλίσεις στη συμπάθεια ακολουθούν την ιδεολογική τους ταυτότητα –προς δεξιά/ακροδεξιά κόμματα οι ψηφοφόροι της Ελληνικής Λύσης, προς ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ οι ψηφοφόροι ΚΚΕ και ΜΕΡΑ25– ενώ, ως προς τις αντιπάθειες, οι δεύτεροι είναι πρωταρχικά αντιδεξιοί και οι πρώτοι κυρίως αντιαριστεροί.
Τέλος, στη βάση του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ υπάρχει εγγενής αμφιθυμία, στο βαθμό που συνυπάρχουν δεξιόστροφες και αριστερόστροφες τάσεις, με το αποτύπωμα όμως του «αντιΣΥΡΙΖΑ ρεύματος» να είναι εμφανές. Προς το παρόν, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, για να νομιμοποιήσει το αίτημα κάποιας πιθανής συμμαχικής σύγκλισης μετεκλογικά, έχει να ελπίζει σε ερείσματα στις εκλογικές βάσεις των δύο άλλων κομμάτων της ριζοσπαστικής Αριστεράς –παρά την αρνητική στάση που διατηρούν ενάντια σε μια τέτοια προοπτική οι ηγεσίες αυτών των κομμάτων– και σε τμήματα της βάσης του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. Η δε ΝΔ, η οποία άλλωστε προωθεί το αίτημα της αυτοδυναμίας, θα μπορούσε να διεκδικήσει υποστήριξη από μέρος της βάσης του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ και της Ελληνικής Λύσης.
[i] Μάνος Τσατσάνης και Γιάννης Τσίρμπας, «Κομματική ταύτιση και σταθεροποίηση του κομματικού συστήματος στη μεταμνημονιακή περίοδο» στο Βάλια Αρανίτου, Βασιλική Γεωργιάδου και Μάνος Τσατσάνης (επιμ.), Η Εκλογική Συμπεριφορά των Ελλήνων: Ανάμεσα στα Μνημόνια και την Πανδημία, Αθήνα: Gutenberg, 2022.
*Ο Κώστας Ελευθερίου είναι Επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του ΔΠΘ, Συντονιστής Κύκλου Πολιτικής Ανάλυσης Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ.