Στις 8 Μαρτίου του 1941, ο Γεώργιος Βλάχος δημοσίευσε στην «Καθημερινή» ένα άρθρο-σταθμό στην ιστορία της ελληνικής δημοσιογραφίας.
Η «Ανοιχτή Επιστολή προς την Α.Ε. τον κ. Α. Χίτλερ, Αρχικαγκελλάριον του Γερμανικού Κράτους» του ιδρυτή της εφημερίδας δημοσιεύτηκε σε μια χρονική στιγμή ιδιαίτερα κρίσιμη για την εξέλιξη του ελληνοϊταλικού πολέμου. Η αδυναμία των ιταλικών δυνάμεων να επιβληθούν των ελληνικών, καθώς και ο φόβος ενός πλήγματος στις πολύτιμες για την οικονομία του Ράιχ πετρελαιοπηγές της Ρουμανίας από βρετανικές δυνάμεις που έδρευαν σε ελληνικά νησιά και της σύμπραξης της Μ. Βρετανίας, της Τουρκίας και της Γιουγκοσλαβίας κατά του Άξονα, ανάγκασαν τη γερμανική ηγεσία να σχεδιάσει την Επιχείρηση «Μαρίτα» με στόχο την «αποκατάσταση της τάξης» στην Ελλάδα. Η ελληνική πλευρά επιχείρησε πολλές φορές να πείσει τη γερμανική ηγεσία ότι η παρουσία των Βρετανών στην Ελλάδα δεν στρεφόταν κατά των Γερμανών, αλλά σχετιζόταν με τη συνέχιση του ελληνοϊταλικού πολέμου. Τελικά, η νίκη της Ελλάδας επί της Ιταλίας εξανάγκασε τη Γερμανία να θέσει υπό τον έλεγχό της τα Βαλκάνια προτού πραγματοποιήσει την επίθεσή της εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης.
Η «Ανοιχτή Επιστολή» του Γεωργίου Βλάχου υπενθύμιζε στον παραλήπτη της, Αδόλφο Χίτλερ, την αρχική πρόθεση της Ελλάδας να μην εμπλακεί στον πόλεμο που είχε ξεσπάσει στην Ευρώπη τον Σεπτέμβριο του 1939: «Δεν ήθελε λοιπόν τον πόλεμον η Ελλάς. Ούτε μόνη, ούτε με Συμμάχους, ούτε με βαλκανικούς, ούτε με Άγγλους. Ήθελε εις την μικράν αυτήν γωνίαν της γης να ζήση κατά δύναμιν ήσυχος, επειδή ήτο κατάκοπος, επειδή είχε πολεμήσει πολύ και επειδή η γεωγραφική της θέσις είναι τοιαύτη ώστε να μη θέλη να έχει εχθρούς ούτε τους Γερμανούς εις την ξηράν, ούτε τους Άγγλους εις την θάλασσαν». Ο Βλάχος τόνισε πως η βρετανική παρουσία στην Ελλάδα δεν συνεπαγόταν και συνεργασία σε αντιγερμανική βάση. «Όταν εν Αγγλικόν αεροπλάνον έπεσεν εις την Θεσσαλονίκην, παρεκαλέσαμεν τους Άγγλους να μη το σηκώσουν αυτοί. Δια να μη παρουσιασθούν εκεί έστω και δέκα Άγγλοι στρατιώται. Δια να μη παρεξηγηθώμεν, δια να μη δώσωμεν αφορμήν».
Συνεχίζοντας ο διευθυντής της «Καθημερινής» τόνισε ότι «Δεν υπήρξε, λοιπόν, απ’ αρχής η κατά της Ελλάδος επιχείρησις εις τον Άξονα αναγκαία. Είναι λοιπόν τώρα;.. Αλλά διατί;… Μήπως διά να μη δημιουργηθή μέτωπον κατά της Γερμανίας εις τα Βαλκάνια; Αλλ’ αυτά είναι μυθιστορήματα. Ούτε η μαχομένη Ελλάς, ούτε η Αγγλία –το λέγει σαφώς το επίσημον ανακοινωθέν της προχθεσινής 6ης Μαρτίου, αλλά το λέγει σαφέστερον ακόμη η λογική– ούτε η Σερβία, ούτε η Τουρκία, έχουν λόγο να προκαλέσουν την εξάπλωσιν του πολέμου».
Κλείνοντας την «Ανοιχτή Επιστολή» του, ο Γεώργιος Βλάχος πρόβαλε τη γενναιότητα των Ελλήνων και την επιθυμία τους να υπερασπιστούν την πατρίδα τους με κάθε κόστος, αναφέροντας «Ο ολίγος ή πολύς Στρατός των Ελλήνων που είναι ελεύθερος, όπως εστάθη εις την Ήπειρον, θα σταθή, αν κληθή, εις την Θράκην. Και τι να κάμη;… Θα πολεμήση. Και εκεί. Και θα αγωνισθή. Και εκεί. Και θ’ αποθάνη. Και εκεί. Και θ’ αναμείνη την εκ Βερολίνου επιστροφήν του δρομέως, ο οποίος ήλθε προς πέντε ετών και έλαβε από την Ολυμπίαν το φως, δια να μεταβάλη εις δαυλόν την λαμπάδα και φέρη την πυρκαϊάν εις τον μικρόν, την έκτασιν, αλλά μέγιστον αυτόν τόπον ο οποίος, αφού έμαθε τον κόσμον όλον να ζη, πρέπει τώρα να τον μάθη και ν’ αποθνήσκη».
Το άρθρο του Βλάχου προκάλεσε μεγάλη εντύπωση, τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και σε διεθνές επίπεδο. Η «επιστολή» φαίνεται πως ενόχλησε και τον ίδιο τον Χίτλερ, ο οποίος υποστήριξε πως μία από τις αφορμές για την επίθεση κατά της Ελλάδας ήταν και η θρασύτητα του Τύπου της. Η γερμανική επίθεση δεν αποφεύχθηκε. Στις 6 Απριλίου η Γερμανία επιτέθηκε εναντίον της Γιουγκοσλαβίας και εναντίον της Ελλάδας μέσω Βουλγαρίας.