Η κυβέρνηση Μπάιντεν ενέκρινε χθες το σχέδιο εξόρυξης πετρελαίου από τη βόρεια Αλάσκα, με την ονομασία Willow Project, κόστους 8 δισ. δολαρίων, το οποίο θα αναλάβει ο πετρελαϊκός κολοσσός ConocoPhillips και θα πραγματοποιηθεί στις ακτές του Αρκτικού Ωκεανού. Το εν λόγω σχέδιο είχε αρχικά εγκριθεί από την κυβέρνηση Τραμπ το 2020, αλλά απορρίφθηκε από δικαστήριο.
Το Willow Project, συνολικής διάρκειας 30 ετών, θα αντλεί περίπου 200.000 βαρέλια πετρελαίου την ημέρα, ποσότητα που αντιστοιχεί σχεδόν στο 1,6% της ετήσιας αμερικανικής παραγωγής, ενώ το οικολογικό αποτύπωμα εκτιμάται σε περίπου 287 εκατομμύρια τόνους διοξειδίου του άνθρακα και άλλων αερίων που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου, ποσότητα που ισοδυναμεί με προσθήκη επιπλέον δύο εκατομμυρίων βενζινοκίνητων αυτοκινήτων στη χώρα ή 30 εργοστασίων που καίνε ορυκτό καύσιμο.
Γι’ αυτούς τους λόγους οι φωνές που αντιτίθενται στο σχέδιο, εντός και εκτός ΗΠΑ, είναι πολλές και διαρκώς πληθαίνουν. Ο δημοκρατικός Αλ Γκορ, πρώην αντιπρόεδρος της χώρας επί προεδρίας Μπιλ Κλίντον, χαρακτήρισε το σχέδιο «εξωφρενικά ανεύθυνο», τονίζοντας πως η εξόρυξη στην τούνδρα της βόρειας Αλάσκας «όχι μόνο θα θέσει σε κίνδυνο το οικοσύστημα και τους κατοίκους, αλλά η μόλυνση που θα παράγει μας απομακρύνει πάρα πολύ από τους στόχους της μηδενικής ατμοσφαιρικής ρύπανσης που είχαμε θέσει για το μέλλον». «Το τελευταίο πράγμα που χρειαζόμαστε αυτή την εποχή είναι να ενισχύσουμε τη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων με ένα πρότζεκτ τριών δεκαετιών», πρόσθεσε.
Από τη μεριά της η Earthjustice, ΜΚΟ με έδρα τις ΗΠΑ που ασκεί σημαντική επιρροή όσον αφορά περιβαλλοντικά ζητήματα, δήλωσε πως θα κινηθεί νομικά ενάντια στο σχέδιο εξόρυξης. «Δεν μπορούμε να καταδείξουμε αρκετά τις βλαβερές συνέπειες της απόφασης του προέδρου Μπάιντεν», είπε ο διευθυντής της οργάνωσης σε δήλωσή του χθες, μετά την έγκριση του έργου. «Επιτρέποντας στην ConocoPhillips να προχωρήσει σε αυτή την επιχείρηση, ο ίδιος και η κυβέρνησή του έχουν καταστήσει σχεδόν αδύνατη την επίτευξη των κλιματικών στόχων που έθεσαν. Θα υφιστάμεθα τις συνέπειες αυτής της επιλογής για δεκαετίες», δήλωσε ακόμη.
Το Willow Project θα δημιουργήσει 3.000 θέσεις εργασίας, αλλά περιβαλλοντικές οργανώσεις αντιδρούν για τη ρύπανση που θα προκαλέσει.
Τι θέλουν οι κάτοικοι
Από την άλλη πλευρά, οι κάτοικοι της Αλάσκας διχάζονται επί του θέματος. Αν και αντιλαμβάνονται το οικολογικό κόστος, πολλοί είναι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι το πρότζεκτ θα δημιουργήσει έως και 3.000 θέσεις εργασίας, οι οποίες θα βοηθήσουν στην ανάπτυξη της πολιτείας, ενώ άλλοι επιμένουν πως η καταστροφή του οικοσυστήματος θα σημάνει και το τέλος για ορισμένες κοινότητες που εξακολουθούν να ζουν νομαδικά και να στηρίζουν την επιβίωσή τους στο κυνήγι ειδών όπως το καριμπού.
O Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής από την Αλάσκα, Νταν Σάλιβαν, στήριξε πάντως ολόψυχα την πρωτοβουλία, θεωρώντας πως είναι μια μεγάλη ευκαιρία για οικονομική ανάπτυξη. «Είναι ακριβώς το είδος του σχεδίου που πρέπει να υποστηρίξουν ο Μπάιντεν και η ομάδα του, καθώς συνδυάζει τις πιο περιορισμένες εκπομπές άνθρακα από κάθε άλλο σχέδιο τέτοιου τύπου στον κόσμο και παράλληλα βοηθάει όσο τίποτε άλλο τους κατοίκους της περιοχής», ανέφερε ο Σάλιβαν σε ομιλία του στη Γερουσία.
Διαφωνούν Δημοκρατικοί
Η επιλογή του προέδρου Μπάι-ντεν να εγκρίνει το 30ετές σχέδιο εξόρυξης προκαλεί σημαντικές διχογνωμίες και στους κύκλους του κόμματός του. Περίπου 20 δημοκρατικοί βουλευτές σε επιστολή που συνυπέγραψαν την Κυριακή είχαν ζητήσει από τον πρόεδρο να μην εγκρίνει το Willow Project, καθώς κάτι τέτοιο θα «έθετε σε σοβαρό κίνδυνο την πρόοδο που έχουν κάνει οι Ηνωμένες Πολιτείες στα περιβαλλοντικά ζητήματα». «Εάν εγκρίνετε το σχέδιο εξόρυξης στη βόρεια Αλάσκα, θα έρθετε σε αντίφαση με τις ιστορικές αλλαγές που έχει κατορθώσει η κυβέρνηση όσον αφορά την περιβαλλοντική και κλιματική δικαιοσύνη», αναφέρει η επιστολή, ενώ σε ανακοίνωσή του την 1η Φεβρουαρίου το υπουργείο Εσωτερικών είχε δηλώσει ότι έχει «σοβαρές ανησυχίες» γύρω από το πρότζεκτ.