Με τον καθηγητή Νομικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας Κώστα Δουζίνα είχαμε συζητήσει τον Δεκέμβρη του 2008, στις πλατείες του 2011, στην κατηλειμμένη ΕΡΤ το 2014, όταν τα πλήθη κατέκλυζαν τους δρόμους και χρειαζόμασταν να ερμηνεύσουμε αυτές τις εξεγερσιακές καταστάσεις.
Συζητάμε ξανά με τον καθηγητή και πρόεδρο του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς για την θεωρία του πλήθους, τα αιτήματα που προκύπτουν, την πολιτικοποίηση της νέας γενιάς, την αλλαγή του πολιτικού τοπίου
Ιωάννα Δρόσου, Παύλος Κλαυδιανός
Φωτογραφία: Μάριος Λώλος
Οι μέρες που ακολούθησαν της πολύνεκρης σύγκρουσης των τρένων είναι ιδιαίτερα φορτισμένες. Πώς ερμηνεύεις την πλημμύρα στους δρόμους κάθε πόλης;
Πέρα από τον πολύ μεγάλο αριθμό διαδηλωτών, κυρίως νέων ανθρώπων, εξίσου εντυπωσιακός είναι ο αριθμός των πόλεων –από πολύ μεγάλες έως πολύ μικρές– όπου πραγματοποιήθηκαν συγκεντρώσεις. Υπάρχει ένα εξεγερσιακό στοιχείο στις κινητοποιήσεις και χαρακτηριστικά της δράσης του πλήθους. Δεν ακολουθούν την κλασική πολιτική διαδικασία των κινητοποιήσεων, που έχουν ένα κυκλικό χαρακτήρα (π.χ. Πρωτομαγιά, γενικές απεργίες, επετειακές διαδηλώσεις), αλλά το αυθόρμητο στοιχείο του συμβάντος και την πολιτική του πλήθους.
Να τα δούμε ένα ένα. Γιατί βγήκαν στους δρόμους τόσα νέα παιδιά;
Υπάρχει ένα ηλικιακό χαρακτηριστικό. Η εξέγερση ήταν πανεθνική και νεανική. Τα περισσότερα θύματα ήταν συνομήλικοί τους, νέες και νέοι που πήγαιναν στις σπουδές τους, τα παιδιά μας. Η νέα γενιά έχει μεγαλώσει μέσα στις κρίσεις, βιώνοντας αλλεπάλληλες καταστροφές. Οι μαθητές και οι φοιτητές των πρώτων ετών έχουν περάσει μεγάλο μέρος της ζωής τους μπροστά από μία οθόνη, λόγω πανδημίας, απομονωμένοι. Έχουν συσσωρευθεί πολλά στην πλάτη τους: η ανεργία, η επισφάλεια, η φτώχεια, ο αποκλεισμός τους από την παιδεία, μια πνευματική μιζέρια. Οι μεγαλύτερες γενιές έχουν ζήσει και καλές στιγμές, αλλά όπως πολλοί πιστεύουν «δανείστηκαν» από το μέλλον και τώρα το πληρώνουν οι νέοι. Η γενιά των εικοσάρηδων σήμερα δεν έχει να ανατρέξει σε μνήμες ωραίου παρελθόντος, ούτε έχει μεγάλες προσδοκίες για το μέλλον. Όσοι νέοι βγήκαν στους δρόμους – μαθητές, φοιτητές, εργαζόμενοι – και δεν ανήκουν σε κομματικές νεολαίες και κοινωνικά κινήματα, είναι μέρος μια αόρατης γενιάς, χωρίς κάποια πολιτική εκπροσώπηση, ζουν στο πολιτικό περιθώριο. Το καταστροφικό συμβάν οδήγησε τους νέους στον δρόμο. Η κινητοποίηση ήταν αυθόρμητη, απρόσμενη. Όταν συμβαίνει κάτι τέτοια αλλάζει τον κόσμο. Χρειάζεται μία σπίθα που βάζει φωτιά, διότι το εύφλεκτο υλικό είναι διάχυτο. Το ζήσαμε τον Δεκέμβρη του 2008, το 2011 ή στις ΗΠΑ με την δολοφονία του George Floyd και το Black Lives Matter. Μια δολοφονία πυροδοτεί ένα κίνημα, αυτό ζούμε και τώρα.
Βλέπεις να διαμορφώνεται ένα αίτημα ή μένει στην καταγγελία και στο αίσθημα ανασφάλειας, σε αυτό το «”στείλε όταν φτάσεις”- δεν έφτασε ποτέ», που λέει και το μαθητικό σύνθημα;
Πολλές φορές οι εξεγερμένοι νέοι μπορεί να μην διεκδικούν κάτι συγκεκριμένο. Απλώς λένε «φτάνει πια, ως εδώ και μη παρέκει». Είναι η διατύπωση μιας γενικευμένης απαξίωσης του κόσμου που ζούμε. Τα Τέμπη έδειξαν κάτι που ξέραμε. Δεν υπάρχει τίποτε σταθερό και σίγουρο σ’ αυτή την χώρα. Οι διαδηλώσεις με εξεγερσιακό χαρακτήρα παίζουν το ρόλο ενός πολιτικού βαπτίσματος, βγάζουν νέα παιδιά χωρίς πολιτική ταυτότητα στους δρόμους, για πρώτη φορά. Από εκεί και πέρα, το αίτημα για ασφάλεια είναι υπαρξιακό και συλλογικό. Η λέξη ασφάλεια στα ελληνικά μεταφράζει δύο λέξεις στα αγγλικά και τα γαλλικά: safety και security. Security είναι αυτό για το οποίο μιλά η κυβέρνηση, με το οποίο προσπάθησε να απαντήσει στη νεολαία που ξεχύνεται στους δρόμους, στέλνοντας τις δυνάμεις καταστολής. Safety είναι το να μπορώ να ζω τη ζωή μου. Αυτό που έβγαλε τον κόσμο έξω είναι η συνειδητοποίηση ότι δυστυχώς το ελληνικό κράτος δίνει πολύ μεγαλύτερη αξία στην ασφάλεια με την έννοια security, της αστυνομίας, της καταστολής, των υποκλοπών, παρά με την έννοια safety, που είναι το απαραίτητο για να μπορεί να λειτουργεί μια κοινωνία. Η κοινωνία του ρίσκου χρειάζεται εμπιστοσύνη ότι η ζωή σου δεν θα καταστραφεί από την μια στιγμή στην άλλη. Η εμπιστοσύνη ότι υπάρχει ασφάλεια αποτελεί καίριο αίτημα και προσδοκία. Επομένως, το αίτημα που διαμορφώνεται είναι να μπορούμε να ζούμε τη ζωή μας, εγώ μαζί με τους άλλους, εγώ και οι άλλοι, με έναν τρόπο ο οποίος δεν διακινδυνεύει την ύπαρξή μας. Είναι ένα μεγάλο πολιτικό αίτημα. Το είδαμε και στην πανδημία, η χρησιμοποίηση της ασφάλειας της δημόσιας υγείας ως safety και η μεταφορά της σε ασφάλεια ως security, αστυνομική ασυδοσία, καταστολή, κατάργηση πολιτικών δικαιωμάτων.
Αναφέρθηκες στα πλήθη του 2008 και του 2011. Βλέπεις ομοιότητες, τότε και σήμερα;
Η ομοιότητα με τον Δεκέμβρη του 2008 είναι η σπίθα, ο θάνατος συνομήλικων. το αποτέλεσμα ήταν το 2009 να χάσει τις εκλογές η κυβέρνηση. Αντίστοιχα, οι μεγάλες διαδηλώσεις του 2011 γέννησαν τους «Αγανακτισμένους», την αμεσοδημοκρατική θεσμοποίηση του πλήθους, που έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο για τις εκλογές του 2012. Είχαμε μια σαφή αλλαγή του πολιτικού κλίματος, σε αυτά τα δύο συμβάντα, και ήταν τόσο τραυματικά για τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Κάθε φορά που θέλουν να επιτεθούν στην Αριστερά μνημονεύουν με πρωτοφανή κακία το Σύνταγμα και το πλήθος. Υπάρχουν λοιπόν ομοιότητες. Είναι απολύτως βέβαιο ότι θα υπάρξει αλλαγή στο πολιτικό σκηνικό. Ποια θα είναι αυτή, δεν το ξέρω. Το σίγουρο είναι ότι έχουμε ένα νέο μεγάλο κύμα πολιτικοποίησης νέων παιδιών, κάτι που γίνεται πάντα με τους νέους. Η συζήτηση περί συντηρητικοποίησης των νέων είναι μια ιστορική και θεωρητική ανοησία. Η αυτονόμηση των νέων περνάει μέσα από την αμφισβήτηση της «πατρικής» εξουσίας. Νόμοι, σύστημα, ο συντηρητισμός του «τα πράγματα ήταν καλύτερα στα χρόνια μου». Πότε θα δούμε το αποτέλεσμα και ποιο θα είναι, στις εκλογές που έρχονται ή αργότερα, δεν το ξέρω. Αλλάξαμε όμως πλατό.
Η πολιτικοποίηση μπορεί και να μην οδηγήσει σε πολιτική συμμετοχή, αλλά να ενισχύσει φαινόμενα μεταπολιτικής. Η Αριστερά δεν πρέπει τους επόμενους μήνες να οργανώσει μια καμπάνια που να αντιμετωπίζει τον κίνδυνο αποχής από τις εκλογές;
Αυτός είναι ένας διαχρονικός ρόλος της Αριστεράς, ανεξαρτήτως συγκυρίας. Όταν το πλήθος από ένα σύνολο σωμάτων, ατόμων, μοναδικοτήτων με κοινή επιθυμία και συναισθήματα βρίσκονται στον ίδιο χώρο και χρόνο και συμπράττουν, αλλάζουν τον κόσμο. Αργότερα το πλήθος γίνεται λαός, μία ενιαία οντότητα αντικαθιστά την πολλαπλότητα, τα άτομα γίνονται ψηφοφόροι. Η ενέργεια που δημιουργήθηκε, το νέο σκηνικό, πολλές φορές λειτουργεί πολιτικά, όπως το 2009 και το 2012. Το ερώτημα για τον παρατηρητή δεν είναι αν θα πάνε να ψηφίσουν αυτοί που αποτελούν το πλήθος, αλλά σε ποιο βαθμό αυτή η ενέργεια που δημιουργήθηκε αλλάζει το πολιτικό σκηνικό, την ισορροπία πολιτικών δυνάμεων που υπήρχε τη στιγμή που συνέβη το απρόβλεπτο. Η απάρνηση, η απόρριψη αυτού του κράτους που έγινε υποχείριο κομματικών μηχανισμών και πεδίο πελατειακών σχέσεων είναι μια λογική συνέπεια. Υπάρχει, επομένως, ένα αντισυστημικό στοιχείο και αντικρατικιστικό στοιχείο σε αυτές τις διαδηλώσεις.
Και πώς να μην υπάρχει; Για μήνες αποκαλύπτεται πώς εργαλειοποίησε η κυβέρνηση το κράτος και τους μηχανισμούς του για να εξασφαλίσει την εξουσία της και πώς οι ισχυροί είναι αυτοί που θα αποφύγουν τη δίωξη ή την καταδίκη ή την έκτιση ποινής για αδικήματα που έχουν διαπράξει εις βάρος όλων μας. Μέσα από το πλήθος ξεπροβάλλει και η δικαιοσύνη.
Η δικαιοσύνη τους τελευταίους ιδιαίτερα μήνες έχει χρησιμοποιηθεί ως κάτι που εξασφαλίζει, εντείνει και βαθαίνει την εξουσία αυτού του είδους των πολιτικών που μας κυβερνούν. Όταν αποκαλύφθηκαν οι υποκλοπές –και πολύ καλά έκανε η αντιπολίτευση, και μάλιστα με τη συμπαράσταση όλων των συνταγματολόγων και ανέδειξε το ζήτημα– δεν βγήκε ο κόσμος στους δρόμους. Τα Τέμπη μίλησαν στη βασική έννοια της ασφάλειας και όχι στη θεσμική εγκυρότητα της λειτουργίας του κράτους. Η ζωή μας που εξαρτάται τόσο πολύ από τις ενέργειες άλλων και κυρίως του κράτους, δεν είναι πια ασφαλής. Όταν ανατρέπεται η οντολογική προϋπόθεση μιας κοινωνίας που είναι αναπτυγμένη με εκτεταμένο καταμερισμό εργασίας και εξειδίκευσης, τότε η αγανάκτηση και η οργή του «ως εδώ και μη παρέκει», τα πιο ηθικο-πολιτικά συναισθήματα, γίνεται σπίθα εξέγερσης που εμπεριέχει τη συσσώρευση όσων έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια.
Έρχεται στην επικαιρότητα και η αξία των κοινών και των δημόσιων αγαθών; Μπορούν αυτά να αποτελέσουν ένα αίτημα, μια διεκδίκηση;
Απολύτως. Επιτρέψτε μου μια αναδρομή πρώτα. Ο καπιταλισμός στηρίζεται σε ένα διαχωρισμό δημοσίου και ιδιωτικού. Ιστορικά αυτός ο διαχωρισμός εμφανίζεται ως δύο διαφορετικές μορφές ιδιοκτησίας. Ξεκίνησε τον 16ο αιώνα όταν έγινε ο εγκλεισμός των κοινών γαιών στη δυτική Ευρώπη από ανερχόμενους γαιοκτήμονες. Ταυτόχρονα, το δικαίωμα στην ιδιοκτησία έγινε η βασική και αδιαπραγμάτευτη αρχή του πολιτικού και νομικού συστήματος. Επειδή κάθε ιδιοκτησία έπρεπε να έχει έναν ιδιοκτήτη, έγινε ιδιοκτήτης της δημόσιας περιουσίας το κράτος. Και εδώ έχουμε μια γλωσσολογική σύγχυση, επειδή ο ιδιοκτήτης του δημοσίου εμφανίστηκε να είναι το κράτος, είχαμε μια ορολογική μετάβαση από το «δημόσιο» στο «κρατικό». Η εξίσωση του δημοσίου με το κρατικό χρησιμοποιήθηκε για να γίνονται συνεχώς επιθέσεις στο κράτος και τους δημόσιους υπαλλήλους και κάθε ενέργεια του κράτους που προωθεί τα λαϊκά συμφέροντα να κατακρίνεται ως απαράδεκτος κρατισμός. Στην Ελλάδα, το κράτος έγινε υποχείριο κομματικών μηχανισμών, πεδίο πελατειακών σχέσεων, χάνοντας ένα μέρος του κύρους του και της εμπιστοσύνης του κόσμου. Και αυτό βόλεψε το νεοφιλελεύθερο μοντέλο, που χρησιμοποίησε την ιδιωτικοποίηση και την απορρύθμιση, για να μεταφέρει κεφάλαιο και εξουσία από το δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα. Εδώ μπαίνει ένας τρίτος όρος –πέρα από το δημόσιο και ιδιωτικό– τα κοινά αγαθά, που αναφέρονται στους βασικούς υλικούς και άυλους πόρους που είναι απαραίτητα για την ανθρώπινη ζωή: ο αέρας που αναπνέουμε, το νερό που πίνουμε, η θάλασσα που κολυμπάμε, η σκέψη μας, ο πολιτισμός, η τέχνη, τα συναισθήματά μας. Όλα αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο ιδιοκτησίας, γιατί όλοι τα χρειαζόμαστε και όλοι τα χρησιμοποιούμε. Αυτά τα κοινά αγαθά βρίσκονται υπό τεράστια επίθεση από τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό. Έχουμε νέους εγκλεισμούς της φύσης, του νερού, ακόμα και του γενετικού μας υλικού. Σε αυτού του είδους την ιδιωτικοποίηση παίζεται η φυσική μας ζωή, αλλά και η συμβολική μας επιβίωση. Και εδώ είναι η μεγάλη υποχρέωση της Αριστεράς. Το μεγάλο ερώτημα είναι κατά πόσο θα μπορέσουμε ξανά να εξηγήσουμε στον κόσμο –αφού το καταλάβουμε πρώτα εμείς, βέβαια– πόσο σημαντικό είναι για την ανθρώπινη επιβίωση –υλική και συμβολική– να ξαναγυρίσουμε σε μία αίσθηση ότι αυτά που είναι απαραίτητα σε όλους τους ανθρώπους, αυτά που είναι κοινά, πρέπει να ξαναγίνουν δημόσια.
Η αρχή έχει γίνει εδώ και χρόνια, και πάλι από τους νέους, με την αντίδραση στην κλιματική κρίση, για την προστασία του υπέρτατου κοινού αγαθού, του πλανήτη μας…
Στο τελευταίο μου βιβλίο «Καταστάσεις εξαίρεσης» κάνω δύο παρατηρήσεις. Η πανδημία ήταν η πρώτη παγκόσμια κρίση. Ενώ οι κυβερνήσεις μας είχαν πει ότι μπορούν να κάνουν λίγα για την κλιματική κρίση -δεν μπορούν να πάρουν παγκόσμια μέτρα- με την πανδημία κατέβηκε ο γενικός. Ο κόσμος κατάλαβε ουσιαστικά τι σημαίνει παγκοσμιοποίηση στη ζωή του, ότι ένα ιός πέρασε τα σύνορα και διαχύθηκε σε όλο τον κόσμο. Το δεύτερο χαρακτηριστικό της πανδημίας ήταν ότι έζησε για πρώτη φορά την αντίφαση ασφάλειας και ελευθερίας, από την ελευθερία της σωματικής κίνησης έως την ασφάλεια της δημόσιας υγείας. Σε όλο τον κόσμο σχεδόν αυξήθηκαν οι εξουσίες του κράτους και οι δυνάμεις καταστολής και παρακολούθησης, για να αντιμετωπίσει τον επόμενο μεγάλο κύκλο λαϊκών εξεγέρσεων, που όλοι εκτιμούν ότι θα προκληθεί από την κλιματική κρίση. Μέχρι τώρα κανένα κόμμα δεν έχει κάνει κεντρικό του στόχο τη διάσωση του πλανήτη, απέναντι στην παγκόσμια απειλή της ασφάλειας της ζωής. Όταν συνεχιστούν όλες αυτές οι φυσικές καταστροφές, εκεί φαίνεται να είναι η επόμενη μεγάλη σύγκρουση, η οποία θα έχει μέσα της και ταξικά στοιχεία αλλά και γενικότερα κοινωνικά, ταυτοτικά και έμφυλα. Ετοιμάζεται η Αριστερά;
Ο νομιμοποιητικός μύθος της «ουδετερότητας των δικαστών»
Ακούσαμε επανειλημμένα τον περασμένο μήνα την κραυγή «υπάρχουν δικαστές στην Αθήνα;» Συνήθως από αυτούς που δεν τους άρεσαν δικαστικές αποφάσεις. Η σχέση δίκαιου και πολιτικής και ο ρόλος των δικαστών μπήκαν στο κέντρο της δημόσιας συζήτησης.
Ας θυμίσουμε μερικές αποφάσεις τις περιόδου 2012-2019: Το πρώτο και δεύτερο μνημόνιο ήταν συνταγματικά. Πολλές πλευρές του τρίτου όχι. Αντισυνταγματικοί οι νόμοι για την αδειοδότηση τηλεοπτικών καναλιών, για την επιλογή διευθυντών στα σχολεία, η παράταση των συμβάσεων συμβασιούχων στους ΟΤΑ, το νέο πρόγραμμα του μαθήματος θρησκευτικών, επειδή δεν έχει ορθόδοξο κατηχητικό χαρακτήρα και δίνει πληροφορίες για άλλα δόγματα και θρησκείες. Αντισυνταγματική η πρακτική του Δημοσίου να παρατείνει την δυνατότητα φορολογικού ελέγχου φυσικών και νομικών προσώπων που εμπλέκονται στις λίστες φοροδιαφυγής, η μείωση αποδοχών των δικαστικών λειτουργών, στρατιωτικών και αστυνομικών αλλά όχι των πανεπιστημιακών. Το ΣΤΕ κατάργησε την υπουργική απόφαση που επέβαλε σε δικαστές την υποβολή δηλώσεων “πόθεν έσχες”. Η μη καταβολή δεδουλευμένων, ακόμη και μακροχρόνια, από εργοδότες δεν αποτελεί βλαπτική μεταβολή της συμβατικής σχέσης. Αντισυνταγματικός ο νόμος για την ιδιωτική διαμεσολάβηση του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ομόφωνα συνταγματικός ο ίδιος νόμος της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Η ολομέλεια πάλι αποφάσισε πρόσθετα την υπόθεση για τους πλειστηριασμούς εκθέτοντας χιλιάδες δανειολήπτες στον κίνδυνο να χάσουν το σπίτι τους. Η απόφαση και ο τρόπος της δημοσίευσης της έδειχνε την πρωτοφανή ‘πρεμούρα’ των δικαστών να κάνουν δώρο στις τράπεζες και τα ‘κοράκια’ funds. Νομοθετήματα που ακουμπούσαν τον πυρήνα των προγραμματικών δεσμεύσεων της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ακυρώθηκαν, ενώ χειρότερα των προηγούμενων και της επόμενης κυβέρνησης επιβραβεύτηκαν.
Τα σύγχρονα δικαστήρια επανειλημμένα υποστηρίζουν τα «ανθρώπινα» δικαιώματα πολυεθνικών εταιριών ενάντια στα δικαιώματα πραγματικών ανθρώπων. Το Συμβούλιο Επικρατείας ήταν η πιο αποτελεσματική αντιπολίτευση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ο Άρειος Πάγος παίρνει το μέρος των τραπεζιτών. Αυτές οι δικαστικές αποφάσεις δεν οφείλονται αποκλειστικά στην ιδεολογία των δικαστών την οποία, άλλωστε, μπορούμε μόνο να υποθέσουμε. Οι δομικές προτεραιότητες του φιλελεύθερου δικαίου οδηγούν σ’ αυτές τις αποφάσεις ανεξάρτητα από τις προτιμήσεις των δικαστών.
Οι περισσότερες κρίσιμες δικαστικές αποφάσεις υποκαθιστούν λειτουργικά τη νομοθετική εξουσία – που ανήκει βέβαια στην κυβέρνηση ουσιαστικά και στην Βουλή εικονικά και τη λαϊκή κυριαρχία. Οι δικαστές συστηματικά νομοθετούν υπό το πρόσχημα ότι ερμηνεύουν τον νόμο. Οι νομικοί το ξέρουν, αλλά δυσκολεύονται να παραδεχτούν ότι η δικαστική «νομοθέτηση» προωθεί συγκεκριμένες πολιτικές απόψεις. Έτσι, επιλέγουν τον μύθο της «ουδετερότητας» και της «αντικειμενικότητας» του δικαίου. Αλλά οι δικαστές δεν είναι μόνο ερμηνευτές, αλλά διαμορφωτές των νόμων.
Αυτό είναι αποδεκτό από την αμερικανική πολιτική και θεωρία. Γι’ αυτό στις προεδρικές εκλογές η δυνατότητα του Προέδρου να επιλέξει δικαστές αλλάζοντας την ιδεολογική σύνθεση του Ανώτατου Δικαστηρίου αποτελεί κεντρικό διακύβευμα. Η διαδικασία επιλογής τους από το Κογκρέσο επικεντρώνεται στις πολιτικές και ιδεολογικές απόψεις των υποψηφίων. Εδώ υποκριτικά αυτό δεν συζητείται στην Βουλή, αλλά μόνο πίσω από κλειστές πόρτες από κυβέρνηση και αντιπολίτευση. Είδαμε τον αγώνα του πρόεδρου Τραμπ να επιβάλει τρεις δεξιούς δικαστές έπειτα από άγρια διαμάχη στο Κογκρέσο για τις πολιτικές απόψεις των υποψηφίων. Οι τρεις δημιούργησαν την 5-4 πλειοψηφία που κατάργησε πέρσι το δικαίωμα στην άμβλωση.
Σε υποθέσεις με μεγάλο πολιτικό διακύβευμα η ουδετερότητα των δικαστών είναι αδύνατη. Αλλά ο ισχυρισμός περί ουδετερότητας δεν είναι ούτε ψέμα ούτε απάτη αλλά νομιμοποιητικός μύθος. Οι μύθοι αποτελούν τις «ιερές» ιστορίες του παρόντος: αποκαλύπτουν «αυτονόητες» αλήθειες στους «πιστούς» τους, που τους επιτρέπουν να βλέπουν τον κόσμο συνεκτικά από τη σκοπιά των συμφερόντων τους, και προφανείς παρανοήσεις στους αντιπάλους. Οι «πιστοί» έχουν επενδύσει πολλά στον μύθο τους και αδυνατούν να τον αναγνωρίσουν ως τέτοιο, βάζοντας κάτω από το χαλί ό,τι τον υποσκάπτει. Δεν είναι, λοιπόν, ο μύθος μια ψεύτικη κατανόηση του κόσμου, αλλά η περιγραφή του από μία μόνο προοπτική που εμφανίζεται ως καθολική.