Το τρίτο άρθρο κριτικής στην εξωτερική πολιτική της ΝΔ του πρώην Υπουργού Εξωτερικών, Νίκου Κοτζιά:
Ελληνοτουρκικές σχέσεις και τα αδιέξοδο της ΝΔ
Η πολιτική της ΝΔ απέναντι στα προβλήματα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, χαρακτηρίζεται, πρώτον, από έλλειψη επάρκειας ανάλυσης του προβλήματος με βάση τα συμφέροντα της χώρας.
Δεύτερον, έλλειψη σταθερού προσανατολισμού στην αντιμετώπιση των τουρκικών πρακτικών. Ποιος δεν θυμάται τον Ελληνα ΥΠΕΞ να διαβεβαιώνει τον ελληνικό λαό ότι «η εποχή των κανονιοφόρων τελείωσε», το ένα άκρο της νεοδημοκρατικής άποψης, και μετά από δύο χρόνια να μας εξηγεί γιατί είναι απαραίτητη η αγορά των γαλλικών κανονιοφόρων, το άλλο άκρο.
Τρίτον, η ΝΔ στις επίσημες συναντήσεις τα έβρισκε με την Τουρκική ηγεσία, ενώ δημόσια έκανε καταγγελίες για πράγματα που δεν είχαν καν θιγεί στις κατά ιδίαν συνομιλίες. Αποδεχόντουσαν σειρά προκλήσεων της Άγκυρας, αλλά επικοινωνιακά εμφάνιζαν εαυτούς ως Κολοκοτρωναίους στα καλύτερά τους.
Τέταρτο, δεν ενδιαφερόντουσαν να σταματήσουν την τουρκική επιθετικότητα (αφήνω απέξω το μεταναστευτικό). Όποτε αυτή εκδηλωνόταν την αποσιωπούσαν, λέγανε γελοίες δικαιολογίες ή προσπαθούσαν να την αποσιωπήσουν. Ποιος δεν θυμάται τον «άνεμο και το κακό συναπάντημα» που τάχα παρέσυρε τα τουρκικά πολεμικά και ερευνητικά πλοία μέσα στα ελληνικά χωρικά ύδατα και στην ΑΟΖ;
Ποιος μπορεί να ξεχάσει την κατάληψη της αμμονησίδας στον Έβρο, που ανήκει στην Ελλάδα με απόφαση διεθνούς διαιτησίας από το 1926, η οποία εμφανίστηκε ως ένα γεγονός άνευ σημασίας καθότι επρόκειτο για νησίδα «κάποιων τετραγωνικών μέτρων», όπως «διευκρίνισε» ο νυν ΥΠΕΞ. Ακόμα χειρότερα, το αναφέρω ως παράδειγμα, για πρώτη φορά τουρκικά πολεμικά αεροπλάνα παραβίασαν τον ελληνικό εναέριο χώρο πάνω από ηπειρωτικά εδάφη. Πολεμικά πλοία της Τουρκίας έφτασαν στο Σούνιο (!) χωρίς να κάνουν τον πλω τους υπό το καθεστώς «αβλαβούς διέλευσης».
Η ουσία από όλα τα πιο πάνω είναι ότι η κυβέρνηση της ΝΔ αρνήθηκε να αντιμετωπίσει ουσιαστικά τις καινούργιες τουρκικές προκλήσεις. Προκειμένου δε, να καλύψει την ανικανότητα και υποχωρητικότητά της εισήγαγε «την διπλωματία της στρουθοκαμήλου».
Πέμπτο, η κυβέρνηση της ΝΔ δεν επιθυμούσε να κάνει σοβαρές διεθνείς συνομιλίες, ήταν, όμως, πρωταθλήτρια στην πολυλογία στα μικρόφωνα. Όταν πάλι συνομιλούσε, δεν κατανοούσε το τι έδινε από πλευράς της.
Έκτο, η ΝΔ δεν αντιλαμβάνεται ότι η Τουρκία έχει μέθοδο στις παραβιάσεις που κάνει και έτσι έχασε την μεγάλη εικόνα, ενώ αδυνατεί να αποτρέψει τις προκλήσεις στην «αφετηρία» τους. Η Τουρκία, όπως έχω πολλάκις εξηγήσει, ακολουθεί έναν τυφλοσούρτη: πρώτο προκαλεί πάνω από μια περιοχή. Μετά αμφισβητεί τα ελληνικά δικαιώματα σε αυτήν. Στην συνέχεια εντείνει τις προκλήσεις και τις αμφισβητήσεις. Κατόπιν ανάγει αυτή την περιοχή σε γκρίζα ζώνη και στο τέλος εμφανίζει μια υποτιθεμένη γκρίζα ζώνη ως ανήκουσα στην Τουρκία, επικαλούμενη, μάλιστα, με τρόπο συνειδητά στρεβλό το Διεθνές Δίκαιο.
Η πιο ακραία περίπτωση της τέτοιας τουρκικής μεθόδευσης, ήταν εκείνη της ψευδοΑΟΖ της Τουρκίας με την Λιβύη. Με το Casus Belli, παραβιάζοντας τον διεθνή νόμο πολλαπλώς, «απαγόρευσε» στην Ελλάδα την χρήση των δικαιωμάτων της που απορρέουν από το Δίκαιο της Θαλάσσης. Παράνομα έθεσε «απαγορευτικά» στην επέκταση της Ελληνικής Αιγιαλίτιδας ζώνης στην ΝΑ Κρήτη, ενώ επ΄αυτής, παρανόμως, βέβαια, όρισε δική της ΑΟΖ.
Έβδομο, η ΝΔ δεν τόλμησε να αξιοποιήσει στις ελληνοτουρκικές σχέσεις τα δικαιώματά που απορρέουν για την Ελλάδα από το Διεθνές Δίκαιο. Περιορίζεται να το επικαλείται μόνο ως προς ορισμένες παραβιάσεις, μη αξιοποιώντας τις θετικές δυνατότητες που παρέχει. Για αυτό και δεν επέκτεινε τα χωρικά μας ύδατα στα ΝΑ της Κρήτης.
Συνολικά, η κυβέρνηση της ΝΔ είχε διαμορφώσει μια ειδικού τύπου πολιτική διγλωσσία και υποκρισία. Αφενός «ηρωικές» δηλώσεις χωρίς ουσία για να γοητεύσουν την εγχώρια κοινή γνώμη και αφετέρου υποσχέσεις υποχωρήσεων τόσο στην τουρκική κυβέρνηση, όσο και στον ξένο παράγοντα. Έκαναν δε την αφόρητα λανθασμένη επιλογή να θέσουν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις υπό την εποπτεία της ιστορικά συνήθως τουρκόφιλης Γερμανίας. Πρόκειται για παράδοση της αυτοτέλειας της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και την εναπόθεση της σε τρίτους.
Η πολιτική του Μητσοτάκη, της Ελλάδας «ως δεδομένου σύμμαχου», ότι και αν της κάνουν, δίνουν τα περιθώρια να πληρώσει η πλάτη μας κάθε διαφορετική επιλογή τρίτων. Η ΝΔ δεν αντιλαμβάνεται ότι αν κάποια στιγμή οι αγγλοσάξονες αποφασίσουν να τα βρουν με τον Ερντογάν, ή αν και όταν αυτός αλλάξει, θα τρέξουν να τα βρουν μαζί του σε βάρος των συμφερόντων μας. Και η πληρωμή θα είναι βαριά, εάν η Ελλάδα δεν διεκδικεί και δεν παλεύει με δεδομένα τα δικά της συμφέροντα και ανάγκες.
Η Ελλάδα «δεδομένος σύμμαχος» είναι η χώρα που «υπομένει» να παραβιάζει η τουρκική κυβέρνηση το διεθνές δίκαιο, αλλά ακόμα και τις συμφωνίες της Μαδρίτης που λανθασμένα αποδέχτηκε ο Σημίτης. Η Τουρκία με την συμφωνία για την ψευδοΑΟΖ με την Λιβύη ουσιαστικά επέφερε σοβαρή αλλαγή στο Αιγαίο και σε συνορεύουσες με αυτό θάλασσες. Και ακόμα περισσότερο παραβίασε την Συμφωνία της Μαδρίτης και το διεθνές δίκαιο με τον εσωτερικό νόμο που υπερψήφισε και απέδωσε παρανόμως εις εαυτόν το δικαίωμα της «έρευνας και της διάσωσης» μέχρι το μέσο του Αιγαίου.
Με βάση την τετραετή πείρα από την εξωτερική πολιτική της ΝΔ, σημειώνω συγκριτικά, ότι
α) Η Τουρκία δεν έκανε επί της προηγούμενης διακυβέρνησης τόσες και τέτοιες προκλήσεις που έκανε τα τέσσερα τελευταία χρόνια. Και αυτό γιατί είμασταν, ταυτόχρονα, φιλικά ευθείς και αυστηρά σαφείς. Παρά τις διαφορές και διαφωνίες μας επιδιώκαμε να δημιουργούμε ένα κλίμα ελάχιστης εμπιστοσύνης και να επιβάλλουμε την προτεραιότητα της διπλωματίας.
Β) Οι διαφορές υπήρχαν, αλλά δεν αφήναμε να διογκωθούν και να οξυνθούν. Είχαμε κάνει σαφές, με λόγο και πράξεις ότι δεν θέλαμε την χρήση αμυντικών συστημάτων στις μεταξύ μας σχέσεις, αλλά δεν θα διστάζαμε αν οι συνθήκες το απαιτούσαν να κάνουμε χρήση τους. Εξηγούσαμε δε στην Τουρκία ότι σε οποιαδήποτε εκδήλωση επεισοδίου θα είχε η ίδια βαρύτατο κόστος. Ενώ αντίθετα, από την ειρήνη και την καλή γειτνίαση είχαμε να κερδίσουν και οι δύο πλευρές.
Γ) Προωθούσαμε μια πολιτική που οριοθετούσε με σαφήνεια τα δίκαια και τα δικαιώματα της Ελλάδας και του ελληνισμού, χωρίς παραλογισμούς και κενές φράσεις.
Συμπέρασμα ένα και απλό: Η ζωή δικαιώνει τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη που έχει δηλώσει ότι η Δεξιά, δηλαδή η ΝΔ, δεν μπορεί να κάνει ουσιαστική εξωτερική πολιτική.