Η εκθετικά αυξανόµενη χρήση ελεύθερα διαθέσιμων λογισμικών, όπως το ChatGPT, από μαθητές και φοιτητές ανά τον κόσμο για την επίλυση προβλημάτων, απάντηση ερωτημάτων, ακόμα και την εξ ολοκλήρου συγγραφή εργασιών, καθιστά το ερώτημα του τίτλου ιδιαίτερα επίκαιρο. Είναι τέτοιου είδους λογισμικά κατάρα ή ευλογία;
Ενώ αρκετοί τηρούν στάση αναμονής για την εξακρίβωση των ρεαλιστικών δυνατοτήτων τέτοιων λογισμικών, ορισμένοι δημόσιοι φορείς έχουν ήδη λάβει αρνητική στάση όσον αφορά τη χρήση τους στον τομέα της εκπαίδευσης. Πρόσφατα παραδείγματα: η απαγόρευση της χρήσης του ChatGPT στα δημόσια σχολεία της Νέας Υόρκης ή ο περιορισμός της χρήσης του στο Πανεπιστήμιο της Τυβίγγης της Γερμανίας. Το πρόβλημα εμφανίζεται με μεγαλύτερη ένταση κατά τη χρήση του ChatGPT στο σπίτι, όπου απουσιάζει η δυνατότητα ελέγχου των μέσων που χρησιμοποιεί ο μαθητής ή ο φοιτητής για την επίλυση ασκήσεων ή την εκπόνηση εργασιών. Για να πιστοποιηθεί κανείς ως νέος χρήστης της εφαρμογής, αρκεί να έχει διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και κινητό τηλέφωνο. Και όλα αυτά γίνονται ταχύτατα και άνευ καταβολής χρηματικού αντιτίμου. Ας προσπαθήσουμε, όμως, να οριοθετήσουμε τα εν πολλοίς ρευστά όρια της έννοιας και της χρήσης του ChatGPT, καθώς και παρόμοιων λογισμικών, στον τομέα της εκπαίδευσης:
Η τεχνολογία Generative pre-trained transformer (GPT), στην οποία βασίζονται τα λογισμικά αυτά, ανήκει στην οικογένεια μεγάλων γλωσσικών μοντέλων, που χρησιμοποιούνται, μεταξύ άλλων, για τη σύνθεση-παραγωγή κειμένου. Η συγκεκριμένη τεχνολογία υπάρχει εδώ και κάποια χρόνια, τίθεται όμως για πρώτη φορά στη διάθεση του ευρέος κοινού. Το ChatGPT αποτελεί, κατ’ ουσίαν, ένα εργαλείο σύνθετης αναζήτησης και επικοινωνίας (chatbot), στο οποίο ο χρήστης θέτει κάποιο ερώτημα και εκείνο συντάσσει την απάντηση στηριζόμενο σ’ ένα πλήθος διαθέσιμων και διαρκώς εμπλουτιζόμενων δεδομένων. Παρέχει εκτενείς και εξατομικευμένες απαντήσεις, αποθηκεύει το ιστορικό της συνομιλίας και δίνει στον χρήστη την εντύπωση αλληλεπίδρασης με φυσικό πρόσωπο.
Βεβαίως, κατά βάσιν, δεν διαφέρει δραματικά από ένα σύγχρονο εργαλείο αναζήτησης πληροφοριών. Και τούτο όχι τόσο από τη σκοπιά της τεχνικής του λειτουργίας, όσο από τη σκοπιά της χρήσης που πρέπει να του επιφυλάσσει ο χρήστης. Ετσι, δεν παύει να είναι, όπως οποιαδήποτε μηχανή αναζήτησης (λ.χ. Google Search), δεκτικό ανθρώπινης αξιολόγησης. Οπως δηλαδή ο χρήστης δεν εμπιστεύεται τυφλά τα αποτελέσματα μιας διαδικτυακής αναζήτησης, αλλά ελέγχει την ακρίβεια και την ορθότητα των συλλεγόμενων πληροφοριών, επιλέγοντας ποιες θα κρατήσει και ποιες θα απορρίψει, η ίδια διαδικασία θα πρέπει να τηρείται αναφορικά με τα αποτελέσματα του ChatGPT (και των παρόμοιων λογισμικών). Συνεπώς, η μακρά εμπειρία που ήδη διαθέτουμε στη διαδικτυακή αναζήτηση μπορεί να αποτελέσει έναν οδηγό ορθής χρήσης λογισμικών όπως το ChatGPT. Ενα τέτοιο λογισμικό μπορεί, δηλαδή, να αποτελέσει μία πρώτη πηγή πληροφόρησης επί ενός θέματος. Ο μαθητής ή ο φοιτητής θα πρέπει, όμως, στη συνέχεια να εξετάζει προσεκτικά την ακρίβεια των παρασχεθεισών πληροφοριών, να αναζητεί την πηγή προέλευσής τους και να αξιολογεί κριτικά τη βασιμότητά τους, συνθέτοντας τελικά την προσωπική του απάντηση και το δικό του κείμενο.
Από την άλλη μεριά, προφανώς και δεν θα πρέπει να υποτιμηθούν και οι σοβαροί κίνδυνοι που γεννά η χρήση του ChatGPT στον τομέα της εκπαίδευσης. Χωρίς τις αναγκαίες παρεμβάσεις, είναι πολύ πιθανόν να αυξηθεί η συγγραφή εργασιών με τη συμβολή τρίτου μέρους (χρήση μηχανής), να εξασθενήσουν η πρωτότυπη πνευματική δημιουργία και η κριτική σκέψη (με την υιοθέτηση της λογικής copy-paste), όπως και να αναπαράγονται γενικόλογες θέσεις χωρίς βάθος ή ακόμη και οι προκαταλήψεις του ίδιου του συστήματος (υπάρχουσες, δηλαδή, προκαταλήψεις που ενσωματώνει το σύστημα λόγω εκπαίδευσης με ελαττωματικό σύνολο δεδομένων – γνωστές και ως «coded bias»). Συγχρόνως, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι τα λογισμικά αυτά τελούν υπό συνεχή εξέλιξη, ενώ νέα γλωσσικά μοντέλα αναμένεται να αναδυθούν στο εγγύς μέλλον, εξέλιξη που προοιωνίζεται μάλλον διεύρυνση της χρήσης τέτοιων εφαρμογών (βλ. σχετικές επιχειρηματικές πρωτοβουλίες τεχνολογικών κολοσσών, όπως οι Amazon και Google στις ΗΠΑ και η Baidu στην Κίνα).
Υπάρχουν, τελικά, κάποιες ισορροπημένες λύσεις στο διαφαινόμενο πρόβλημα; Και αποτελεί η πλήρης απαγόρευση του ChatGPT και παρόμοιων εφαρμογών στον τομέα της εκπαίδευσης μία από αυτές; Η άσκηση ισορροπίας είναι, ομολογουμένως, δύσκολη. Η απαγόρευση χρήσης στο δίκτυο του σχολείου ή του πανεπιστημίου, ένα από τα πρώτα μέτρα που λήφθηκαν, μπορεί να συμβάλει στη διαφύλαξη της δημιουργικής σκέψης και της πρωτότυπης πνευματικής δημιουργίας κατά τη διάρκεια διεξαγωγής των μαθημάτων. Δεν μπορεί, ωστόσο, να είναι αποτελεσματική κατά την ιδιωτική χρήση: όπως συνέβαινε παλαιότερα με την απαγόρευση χρήσης της αριθμομηχανής στο σχολείο, έτσι και τώρα δεν μπορεί να διασφαλιστεί η μη χρήση τέτοιων βοηθημάτων στο σπίτι. Η ματιά μας, επομένως, πρέπει να είναι ευρύτερη και πιο ρεαλιστική.
Πρώτον, απαιτείται να κατανοήσουν οι εκπαιδευτικοί τι είναι ακριβώς το ChatGPT (και συναφείς εφαρμογές) και να έχουν υπόψη τους ότι ένα μέρος των εργασιών μπορεί να προέρχεται πλέον από ένα τέτοιο μηχανικό χέρι. Υστερα, μαθητές και φοιτητές δεν θα πρέπει να ξεχνούν τη σημασία του προσωπικού μόχθου, του «στυψίματος» του μυαλού, για την απόκτηση ουσιαστικών δεξιοτήτων, που θα είναι εξαιρετικά χρήσιμες στον μετέπειτα βίο τους. Οι τρέχουσες εξελίξεις αναδεικνύουν την αξία της πλήρους αναγραφής των βιβλιογραφικών πηγών για τον έλεγχο της αξιοπιστίας του εκάστοτε κειμένου και του «ποσοστού ιδιοκτησίας» του αναφερόμενου ως συγγραφέα επ’ αυτού, την ανάθεση εργασιών που καθιστούν πρωταρχικό ζητούμενο τη διατύπωση κριτικής άποψης, αντί της απλής παράθεσης πληροφοριών, καθώς επίσης και την ανάγκη αλλαγής ορισμένων τρόπων εξέτασης (λ.χ. σύντομη προφορική υποστήριξη εργασιών, εξετάσεις εντός τάξης, διενέργεια προφορικών εξετάσεων, κ.ά.).
Λύσεις, ασφαλώς, μπορεί να προσφέρει και η ίδια η τεχνολογία κατά την προσφυή αγγλική έκφραση «technosolutionism» (τεχνοεπίλυση). Μία τέτοια λύση είναι η δημιουργία τεχνολογιών αναγνώρισης μηχανικά παραγόμενου κειμένου, οι οποίες μπορούν να τεθούν στη διάθεση των εκπαιδευτικών μονάδων. Ηδη, άλλωστε, υπάρχουν διαθέσιμες τέτοιες τεχνολογίες και είναι βέβαιο ότι στο μέλλον θα εξελιχθούν περαιτέρω.
Περαιτέρω, θα πρέπει να αναληφθεί δράση και σε ρυθμιστικό επίπεδο, προκειμένου να καλυφθούν τα υφιστάμενα κενά. Το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο για την τεχνητή νοημοσύνη στην Ε.Ε., η λεγόμενη Πρόταση Κανονισμού για την Τεχνητή Νοημοσύνη (AI Act), που τελεί υπό διαμόρφωση, δείχνει τον δρόμο. Μόλις ψηφισθεί, θα καθιερώνει υποχρεώσεις διαφάνειας για συστήματα τεχνητής νοημοσύνης που προορίζονται για αλληλεπίδραση με φυσικά πρόσωπα (συστήματα, δηλαδή, όπως το ChatGPT). Θα επιβάλλει, επίσης, την υιοθέτηση πρακτικών διακυβέρνησης και διαχείρισης δεδομένων για όσα συστήματα μπορεί να προκαλέσουν υψηλό κίνδυνο για τα έννομα αγαθά των πολιτών – θα φανεί δε στην πράξη αν το ChatGPT και τα παρόμοια λογισμικά μπορούν να προκαλέσουν έναν τέτοιον υψηλό κίνδυνο.
Στο ερώτημα που θέσαμε στον τίτλο του άρθρου η απάντηση έχει πλέον διαφανεί: είναι στο χέρι της εκπαιδευτικής κοινότητας να δώσει στο ChatGPT και σε παρόμοιες εφαρμογές τη θέση που τους προσήκει στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής διαδικασίας και αυτή δεν είναι άλλη, κατά τη γνώμη μας, από εκείνην ενός βοηθητικού εργαλείου, που πρέπει να χρησιμοποιείται προσεκτικά και κυρίως με όρους διαφάνειας. Προς αυτήν την κατεύθυνση θα συμβάλουν τόσο νέα τεχνολογικά εργαλεία ελέγχου των εφαρμογών αυτών όσο και η πολυαναμενόμενη ρυθμιστική παρέμβαση της Ε.Ε. στο πεδίο της Τεχνητής Νοημοσύνης.
Ο κ. Αντώνης Γ. Καραμπατζός είναι καθηγητής στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ.
Η κ. Δανάη Σκεύη είναι υποψ. διδάκτωρ στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ.