Με τον πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν να αναζητά (και να μη βρίσκει) μια κοινοβουλευτική έξοδο κινδύνου, τα συνδικάτα να δίνουν τον υπέρ πάντων αγώνα τους και τους διαδηλωτές όλο και περισσότερο να ριζοσπαστικοποιούνται, η Γαλλία βρίσκεται, χωρίς καμία απολύτως αμφιβολία, σε πολιτική κρίση.
Η απόφαση του Γάλλου προέδρου να θέσει με προεδρικό διάταγμα σε ισχύ την αναμόρφωση του συνταξιοδοτικού συστήματος της χώρας, παρακάμπτοντας την Εθνοσυνέλευση, όπου διαθέτει τη σχετική, αλλά όχι την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών, πυροδότησε αντιδράσεις των οποίων η έκβαση δεν είναι προς το παρόν προβλέψιμη.
Ο πρόεδρος Μακρόν ήλπιζε πως η πλειονότητα των περίπου 60 βουλευτών του αντιπολιτευόμενου κεντροδεξιού Ρεπουμπλικανικού κόμματος, (το οποίο παγίως τάσσεται υπέρ της αύξησης της ηλικίας συνταξιοδότησης στα 65 χρόνια) θα στήριζε την πρόταση της κυβέρνησης για συνταξιοδότηση στα 64 χρόνια, από τα 62 που είναι σήμερα. Αν αυτό συνέβαινε θα υπήρχε στη γαλλική Εθνοσυνέλευση πλειοψηφία υπέρ του νομοσχεδίου για την αναμόρφωση του συνταξιοδοτικού συστήματος. Όταν όμως ο Γάλλος πρόεδρος διαπίστωσε πως οι ελπίδες του διαψεύδονται και «τα κουκιά δεν βγαίνουν» επέλεξε την οδό του προεδρικού διατάγματος και όχι της απόσυρσης του νομοσχεδίου, η οποία κατά τη γνώμη του θα συνιστούσε πλήγμα κατά της διεθνούς αξιοπιστίας της Γαλλίας. Η απόφαση αυτή οδήγησε σύσσωμη την αντιπολίτευση στην κατάθεση προτάσεων μομφής κατά της κυβέρνησης που θα εξεταστούν αύριο Δευτέρα. Αν μια από αυτές τις προτάσεις εγκριθεί τότε θα συμπαρασύρει εκτός από την κυβέρνηση της πρωθυπουργού Ελιζαμπέτ Μπορν και την αναμόρφωση του συνταξιοδοτικού συστήματος, αφού το προεδρικό διάταγμα θα ακυρωθεί.
Τους τελευταίους μήνες η γαλλική κυβέρνηση έχει βεβαίως ουκ ολίγες φορές βρεθεί αντιμέτωπη με προτάσεις μομφής που απορρίφθηκαν, αφού τα κόμματα της αριστεράς αρνήθηκαν να συμπαραταχθούν με την άκρα δεξιά. Ωστόσο μια από τις τελευταίες προτάσεις μομφής έχει υποβληθεί από μια ομάδα ανεξάρτητων βουλευτών και έχουν δηλώσει πως θα την υπερψηφίσουν τόσο η αριστερά του Ζαν Λικ Μελανσόν όσο και η άκρα δεξιά της Μαρίν Λεπέν. Αν τους ακολουθήσει και η πλειονότητα των Ρεπουμπλικανών βουλευτών τότε η κυβέρνηση θα πέσει και ο πρόεδρος Μακρόν θα πρέπει στη συνέχεια, είτε να συγκατοικήσει στην άσκηση της εξουσίας με δυνάμεις της αντιπολίτευσης, είτε να παραιτηθεί προκαλώντας προεδρικές εκλογές, είτε να προκηρύξει νέες βουλευτικές εκλογές. Το ενδεχόμενο νέων βουλευτικών εκλογών τρομάζει περισσότερο από όλους τους Ρεπουμπλικανούς βουλευτές που γνωρίζουν πως το κόμμα τους παρουσιάζει εικόνα διάλυσης και κατά πάσα πιθανότητα οι περισσότεροι εξ αυτών δεν θα επανεκλεγούν. Ωστόσο η Μαρίν Λεπέν προχώρησε σε μια κίνηση που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «πολιτική δωροδοκία». Δήλωσε πως αν γίνουν βουλευτικές εκλογές το κόμμα της δεν θα κατεβάσει υποψήφιους στις εκλογικές περιφέρειες των βουλευτών του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος που θα συμβάλουν στην πτώση της κυβέρνησης Μπορν. Έτσι θα αυξηθούν σημαντικά γι αυτούς οι πιθανότητες να επανεκλεγούν.
Με δεδομένες πάντως την κοινοβουλευτική αδυναμία, την αντίθεση της κοινής γνώμης στις προτάσεις του για την αναμόρφωση του συνταξιοδοτικού και τις αυξανόμενες πράξεις βίας στους δρόμους και τις πλατείες της Γαλλίας, ο Εμανουέλ Μακρόν αναμφίβολα διέρχεται τη δυσκολότερη περίοδο της θητείας του στην προεδρία της Δημοκρατίας.
Ως είθισται σε περιόδους κρίσης στη Γαλλία, κάποια στιγμή ο πρόεδρος της Δημοκρατίας λαμβάνει τον λόγο και απευθύνεται στους πολίτες. Σε ότι αφορά τον Εμανουέλ Μακρόν πολλοί αναρωτιούνται ποτέ θα μιλήσει, αλλά πολλοί περισσότεροι αναρωτιούνται τι θα μπορούσε υπό τις παρούσες συνθήκες να πει.