Κάποιος καλεσμένος σε τηλεοπτική εκπομπή –δεν έχει σημασία ποιος– αναρωτήθηκε πρόσφατα «γιατί συνεχίζουν» οι νέες και οι νέοι κυρίως να βγαίνουν στο δρόμο. «Η θλίψη και ο θυμός τους καταγράφηκαν», ισχυρίστηκε. Επομένως, γιατί επιμένουν;
Θα μπορούσε κανείς να γράψει πολλά διερμηνεύοντας τα συναισθήματα των νέων ανθρώπων που βρίσκονται αυτές τις σχεδόν τρεις εβδομάδες στο δρόμο. Θα μπορούσε επίσης κάποιος –ειδικά αν είναι, όπως η γράφουσα, έστω στα άνω όρια της με την ευρεία έννοια νεολαίας, που αναγκαστικά έχουμε υιοθετήσει– να απαντήσει επί του προσωπικού και να εξηγήσει τους λόγους που βγαίνει στο δρόμο.
Αντί γι’ αυτά, παρακάτω θα προσπαθήσουμε να δώσουμε μια εικόνα όσων συνέβαιναν εντός της γενιάς αυτής, όπως καταγράφηκαν στην ετήσια έρευνα του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς και της Prorata, το πρόσφατο κύμα της οποίας για το 2023 ολοκληρώθηκε λίγες μόνο μέρες μετά το δυστύχημα στα Τέμπη.
Η γενιά της κρίσης και η ζωή της
Τα «παιδιά του τρένου», οι φίλοι και οι φίλες, οι συνομήλικοί τους που αυτές τις μέρες ζητούν δικαίωση για τα θύματα των Τεμπών, ήταν επίσης η γενιά της κρίσης. Ή μάλλον των πολλών κρίσεων, που διαδέχονται η μία την άλλη και διαπλέκονται μεταξύ τους.
Τα αποτελέσματα γνωστά: Μια γενιά που δυσκολεύεται να ενηλικιωθεί και να ζήσει ανεξάρτητα, όχι γιατί δεν το θέλει ή γιατί «βολεύεται» στο παιδικό δωμάτιο, αλλά γιατί –ακόμα κι όταν καταφέρνει να βρει μια θέση εργασίας– ο μισθός δεν φτάνει και ο μήνας δεν βγαίνει. Περίπου το 40% –που μειώνεται μόλις σε 30% μεταξύ των άνω των 25 ετών– ζει ακόμα στη γονική εστία, ενώ το 60% αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες και λαμβάνει σταθερά ή περιστασιακά οικονομική βοήθεια από τους γονείς.
Μια γενιά που ζει σε μόνιμο καθεστώς ανασφάλειας. Έξι στους δέκα δήλωσαν ότι αισθάνονται «λίγο» ή «καθόλου» σίγουροι/ες για το προσωπικό τους μέλλον, με τους κύριους παράγοντες ανησυχίας να είναι σταθερά από το 2020 που πραγματοποιήθηκε πρώτη φορά η έρευνα οι χαμηλοί μισθοί και οι συνθήκες εργασίας, η έλλειψη στέγης και τα ακριβά ενοίκια και η ανεργία.
Μια γενιά που –όπως καταγράφηκε στο κύμα του 2022– τρέφει σε συντριπτικά ποσοστά αρνητικά συναισθήματα. Εκτός του θυμού και της απογοήτευσης, αποκαλυπτικό ήταν το 30% όσων δήλωσαν ότι αισθάνονται απελπισία.
Μια γενιά που αντιλαμβανόταν, ήδη πριν το δυστύχημα, αυτό που στη συνέχεια έγινε σύνθημα στις συγκεντρώσεις της, το «ήταν η κακιά η (χ)ώρα», αφού το 70% δήλωνε πως η χώρα κινείται προς τη λάθος κατεύθυνση.
Το ενδιαφέρον της για την πολιτική και η συλλογική διέξοδος
Και πολιτικά;
Πρώτα απ’ όλα, η γενιά αυτή –παρά την εμπειρία των επάλληλων κρίσεων ή, ίσως, εξαιτίας αυτής– επιδεικνύει μερικά αξιοσημείωτα κοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά. Όλα τα ευρήματα δείχνουν –και οι πρόσφατες κινητοποιήσεις το επιβεβαιώνουν– ότι επιλέγει το δρόμο της συλλογικής διεκδίκησης, αντί της παραίτησης ή της ιδιώτευσης. Το ενδιαφέρον της γενικά για την πολιτική είναι σχεδόν καθολικό, με ποσοστά που αγγίζουν κάθε χρονιά το 70-80%, ενημερώνεται και παρακολουθεί πολιτικές συζητήσεις και ομιλίες σε ποσοστό περίπου 70% και εκδηλώνει υψηλά ποσοστά ενδιαφέροντος για τις επικείμενες εκλογές.
Η γενιά αυτή ζητά από την πολιτική κατά προτεραιότητα περισσότερη διαφάνεια και λογοδοσία σε ποσοστό σχεδόν 35% – κάτι που έλειψε όχι μόνο στην περίπτωση του δυστυχήματος των Τεμπών, αλλά και στη συνολική διακυβέρνηση της περιόδου Μητσοτάκη, με χαρακτηριστικότερο μότο το «ο πρωθυπουργός δεν ήξερε». Αλλά και άμεσα εφαρμόσιμες προτάσεις για τη ζωή της (20%), αφού είναι σαφές από τα παραπάνω ότι σε πολλούς τομείς «δεν πάει άλλο».
Αγανακτεί και θλίβεται με τις διαφορετικές εκφάνσεις της κοινωνικής αδικίας, τάσσεται συντριπτικά υπέρ του αιτήματος για «δικαιοσύνη», αλλά και για «αλλαγή» και επιζητά μια πολιτική ηγεσία που θα χαρακτηρίζεται κυρίως από τρία στοιχεία: εντιμότητα και ακεραιότητα (42%), κοινωνική ευαισθησία (31%) και όραμα (28%).
Αν και η εν γένει πολιτικοποίηση και η κοινωνική κινητοποίηση των νέων σήμερα έχει ιδιαιτερότητες, αντιφάσεις και ασυνέχειες –και διαφέρει σε πολλά από το κύμα πολιτικής κινητοποίησης και κομματικής ένταξης της νεολαίας σε προηγούμενες ιστορικές περιόδους, όπως λ.χ. τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης–, παρ’ όλα αυτά παραμένει ισχυρή. Φέρνει νέα γνωρίσματα στο προσκήνιο -την οριζοντιότητα, τη διαθεματικότητα κλπ.-, χωρίς να κόβει παρ’ όλα αυτά τους δεσμούς της και με την παραδοσιακή πολιτική: η κριτική των νέων και η δυσπιστία τους προς το σύνολο σχεδόν των θεσμών της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής είναι ένα παγιωμένο πια χαρακτηριστικό, ωστόσο το εύρημα αυτό συνυπάρχει και με την έκφραση εγγύτητας για τουλάχιστον ένα κόμμα, αλλά και με τη σχεδόν καθολικά εκφραζόμενη πρόθεση συμμετοχής σε εκλογές.
Παρά την απογοήτευση από πολλές πλευρές της πολιτικής ζωής, το «όλοι ίδιοι είναι» δεν φαίνεται να κυριαρχεί εντός της νεολαίας, που παίρνει σαφή θέση και εκφράζει προτίμηση, και μάλιστα προς γενικά προοδευτικές και αριστερές λύσεις – κάτι εξάλλου που γνωρίζουμε και από την καταγεγραμμένη στα exit polls της τελευταίας δεκαετίας εκλογική συμπεριφορά της.
Το λάθος όσων ελπίζουν στην απόσυρση
Αν αυτά ήταν σε αδρές γραμμές τα χαρακτηριστικά των νέων ανθρώπων ως το τραγικό βράδυ της 28ης Φεβρουαρίου, μπορεί κανείς να κατανοήσει κι όλα όσα ακολούθησαν και εξακολουθούν να συμβαίνουν κάθε μέρα σε όλη την Ελλάδα, όσο κι αν είναι νωρίς ακόμα για να καταλήξουμε σε συμπεράσματα για το αποτύπωμα αυτού του αδιανόητου συμβάντος.
Το βασικό χαρακτηριστικό της νεανικής πολιτικοποίησης σήμερα, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς, είναι η διασύνδεση προσωπικού και συλλογικού. Οι νέοι και οι νέες –στον αντίποδα της λογικής της «ατομικής ευθύνης», αλλά και της ατομικής διεξόδου– φαίνεται να συνειδητοποιούν ότι η λύση στα προβλήματα και στα αδιέξοδα που βιώνουν μπορεί να έρθει μόνο μέσα από μια συνολική αλλαγή, την οποία και επιζητούν. Και ταυτόχρονα, η γενιά αυτή εισέρχεται στο κοινωνικό και πολιτικό προσκήνιο –και το κάνει ηχηρά και δυναμικά– μόνο όταν κάτι νιώθει ότι την αφορά προσωπικά.
Αυτός είναι και ο λόγος –για να επανέλθουμε στο ερώτημα της εισαγωγής– που οι νεότεροι ειδικά άνθρωποι τις μέρες αυτές δεν αρκέστηκαν σε μια συμβολική καταγραφή της δυσφορίας τους, αλλά βγαίνουν στο δρόμο ξανά και ξανά. Γιατί το θέμα τους/τις αφορά προσωπικά.
Γι’ αυτό κάνει λάθος όποιος και όποια υπολογίζει ότι αυτή η κινητικότητα θα «ξεφουσκώσει» από μόνη της. Όχι μόνο γιατί το συμβάν που την πυροδότησε ήταν τόσο τραγικό και τόσο οικείο σε όλες και όλους και ζητά απαντήσεις και δικαίωση. Αλλά και γιατί το υπόβαθρο της διαμαρτυρίας είναι πολύ βαθύ και το διακύβευμα πολύ προσωπικό για καθέναν και καθεμία που αυτές τις μέρες βρέθηκε σε έναν δρόμο ή σε μια πλατεία, για να εξαφανιστεί «έτσι απλά». Άλλωστε, ίσως όχι με την ένταση και τη μαζικότητα των προηγούμενων ημερών, αλλά η νεολαία πρωταγωνίστησε όλο το προηγούμενο διάστημα στην κοινωνική διαμαρτυρία, τυπική και άτυπη: από τις κατειλημμένες δραματικές σχολές και τις συναυλίες αλληλεγγύης στους καλλιτέχνες, μέχρι τις κινητοποιήσεις για την εκπαίδευση και την πανεπιστημιακή αστυνομία, τις απεργίες των επισφαλώς εργαζόμενων σε κλάδους όπως η εστίαση, οι ταχυμεταφορές (ντελίβερι, κούριερ), αλλά και η έρευνα, καθώς και σε κάθε άλλη ευκαιρία.
Ακόμα μεγαλύτερο λάθος θα κάνει, τέλος, όποιος και όποια πιστέψει –τη στιγμή που το κύμα των διαμαρτυριών θα υποχωρήσει– ότι «ξεμπέρδεψε». Οι νέοι και οι νέες που βρέθηκαν στο δρόμο, ακόμα κι όταν φύγουν από αυτόν, δεν πρόκειται να αποσυρθούν από το πολιτικό προσκήνιο προς την απάθεια ή την αντιπολιτική. Δεν υπάρχει κανένα ερευνητικό δεδομένο, αλλά και κανένα λογικό πολιτικό επιχείρημα που να στηρίζει κάτι τέτοιο μετά από όσα έχουν μεσολαβήσει. Θα είναι παρόντες και παρούσες και με ακόμα περισσότερες απαιτήσεις. Κι αυτό δεν αφορά μόνο τις επικείμενες εκλογές, αλλά και την επόμενη μέρα. Για να επιβάλλουν την αλλαγή που επιθυμούν και έχουν ανάγκη.
* Η Δανάη Κολτσίδα είναι διευθύντρια του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς.
** Η έρευνα «Νεολαία. Συνήθειες, αντιλήψεις και πολιτική συμπεριφορά» από την οποία προέρχονται όλα τα δεδομένα που παρατίθενται εδώ, πραγματοποιείται κάθε χρόνο από το 2020 από το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς σε συνεργασία με την εταιρία ερευνών Prorata. Είναι διαθέσιμη ΕΔΩ.
πηγή: ieidiseis.gr