Τις δύο τελευταίες εβδομάδες το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα βρέθηκε στην περιδίνηση μια νέας πιθανής κρίσης με αφορμή την κατάρρευση της Silicon Valley Bank (SVB) μετά τη μαζική εκροή καταθέσεων όταν έγινε γνωστό ότι η τράπεζα είχε υποστεί μεγάλες απώλειες στο χαρτοφυλάκιο ομολόγων της με την άνοδο των επιτοκίων.
Του Θεόδωρου Μητράκου*
Πρόκειται για την 16η μεγαλύτερη τράπεζα των ΗΠΑ με δραστηριότητες επικεντρωμένες στην εξυπηρέτηση του κλάδου υψηλής τεχνολογίας και δεσπόζουσα θέση στο οικοσύστημα της Silicon Valley. Η κατάρρευσή της ήταν η μεγαλύτερη τραπεζική πτώχευση στις ΗΠΑ από το 2008, μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers, και η δεύτερη μεγαλύτερη συνολικά σε όρους ονομαστικής αξίας. Είχε όμως διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά από τις δεκάδες πτωχεύσεις της περιόδου της χρηματοπιστωτικής κρίσης, καθώς στην περίπτωση της SVB δεν υπήρχε δανεισμός σε επισφαλείς οφειλέτες, ούτε έκθεση σε αδιαφανή προϊόντα υψηλού κινδύνου. Αντίθετα, υπήρχε μεγάλη έκθεση σε ομόλογα μακροπρόθεσμης διάρκειας που ήταν εκτεθειμένα σε υψηλό κίνδυνο από αύξηση επιτοκίων. Για την αποφυγή της διάχυσης των συνεπειών από την κατάρρευση αυτή και τη διαφύλαξη του τραπεζικού συστήματος η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) ανακοίνωσε άμεσα πρόγραμμα εξασφάλισης όλων των καταθέσεων της SVB, καθώς και άλλων τραπεζών με παρόμοια προβλήματα.
Παρά την άμεση παρέμβαση των αμερικανικών αρχών, οι κλυδωνισμοί από την κατάρρευση της SVB, καθώς και της Signature Bank που ακολούθησε, πέρασαν γρήγορα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, θέτοντας σε κίνδυνο ιστορικά, αλλά με σοβαρά προβλήματα, ευρωπαϊκά τραπεζικά ιδρύματα στην καρδιά του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η Credit Suisse, μια από τις 30 πιο σημαντικές τράπεζες παγκοσμίως, βρέθηκε στο επίκεντρο της περιδίνησης, με εκροή καταθέσεων περίπου 10 δισεκ. λίρες Ελβετίας ημερησίως. Οι ελβετικές αρχές, παρεμβαίνοντας άμεσα, ενορχήστρωσαν την εξαγορά της Credit Suisse από την UBS και παρείχαν ρευστότητα για να καμφθούν οι επίμονα αυξημένες εντάσεις στην αγορά. Οι άμεσες αυτές παρεμβάσεις των ελβετικών αρχών χαιρετίστηκαν από την Ευρωπαϊκή Κεντρική τράπεζα, την Fed και τις άλλες μεγάλες κεντρικές τράπεζες, οι οποίες συντονίστηκαν γρήγορα για δικές τους παρεμβάσεις κυρίως μέσω πιο συχνών πάγιων συμφωνιών ανταλλαγής ρευστότητας (σε δολάρια ΗΠΑ). Κοινός στόχος αυτών των ‒ καθημερινών πλέον ‒ παρεμβάσεων είναι η αποκατάσταση των συνθηκών της αγοράς για τη στήριξη της ρευστότητας και η διασφάλιση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, που επηρεάζει όλες τις οικονομίες.
Δύο σημαντικά διδάγματα προκύπτουν από την κατάρρευση της SVB και τη συνακόλουθη διαχείριση των συνεπειών της. Πρώτον, ο ιδιαίτερα σημαντικός ρόλος των ρυθμιστικών και εποπτικών αρχών, καθώς και των ανάλογων ρυθμιστικών πολιτικών που στοχεύουν στη μείωση του συστημικού κινδύνου στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Για παράδειγμα, η υποχρέωση για διενέργεια τακτικών ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress test) στους ισολογισμούς των τραπεζών μπορεί να οδηγήσει στην έγκαιρη λήψη μέτρων σε περίπτωση κινδύνων. Αν η SVB υπαγόταν σε ένα αυστηρότερο ρυθμιστικό πλαίσιο, πιθανόν να είχε αναγκαστεί να αντισταθμίσει τον κίνδυνο επιτοκίου στον οποίο είχε εκτεθεί και να είχε αποφύγει την απώλεια στον ισολογισμό της από την αύξηση των επιτοκίων. Το δεύτερο δίδαγμα από την πρόσφατη αναταραχή των αγορών είναι η αδήριτη ανάγκη για άμεση και αποτελεσματική παρέμβαση των αρμόδιων εποπτικών αρχών και του Δημοσίου για την αποτροπή της διάχυσης των συνεπειών και τη διαφύλαξη της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος. Η παρέμβαση αυτή θα πρέπει να είναι γρήγορη, δυναμική και κυρίως να μπορεί να πείσει τις αγορές ότι οι αρμόδιες αρχές θα κάνουν ό,τι χρειαστεί για να διασφαλίσουν τη σταθερότητα. Θα πρέπει επίσης να είναι συντονισμένη μεταξύ των επιμέρους εθνικών αρχών, διεθνών οργανισμών και κυβερνήσεων. Η απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου και της κίνησης των κεφαλαίων διεθνώς καθιστούν πλέον ανίσχυρες τις μεμονωμένες κρατικές παρεμβάσεις στο να αποτρέψουν τη διάχυση των αρνητικών συνεπειών μιας τοπικής κρίσης, ιδιαίτερα όταν αυτή συνδέεται με το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Τέλος, είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι, σύμφωνα με όλες τις επίσημες δηλώσεις, ο τραπεζικός τομέας της ζώνης του ευρώ παραμένει ανθεκτικός, με ισχυρή κεφαλαιακή επάρκεια και υψηλούς δείκτες ρευστότητας. Επιπλέον, σε σχέση με την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, τα διαθέσιμα εργαλεία πολιτικής του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού είναι πιο διευρυμένα και πιο αποτελεσματικά στο να παρέχουν ρευστότητα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της ζώνης του ευρώ, στη συχνότητα και την ένταση που ενδεχομένως θα χρειαστεί για να διαφυλαχθούν η χρηματοπιστωτική σταθερότητα και η ομαλή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής. Ανάλογα θωρακισμένες, αν και με χαμηλότερους δείκτες επάρκειας κεφαλαίων και ρευστότητας, φαίνεται να είναι και οι ελληνικές τράπεζες, χωρίς έκθεση στα ομόλογα της Credit Suisse και των άλλων τραπεζών που κατέρρευσαν. Οι εγχώριες τράπεζες έχουν εξάλλου μεταφέρει τον μεγάλο όγκο των μη εξυπηρετούμενων δανείων εκτός του ισολογισμού τους, ενώ καταγράφουν ήδη αξιόλογα κέρδη που στηρίζουν την κεφαλαιακή τους βάση.
Παρ’ όλα αυτά, το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, που ανέρχεται σε 100 περίπου δισεκ. ευρώ, παραμένει σημαντικό εμπόδιο για το δυναμισμό και την ισόρροπη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, επιχειρήσεις και νοικοκυριά, βρίσκεται εγκλωβισμένο στο τεράστιο απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, που δεν φαίνεται να αντιμετωπίζεται εύκολα τα επόμενα χρόνια. Η μικρή, ανοικτή ελληνική οικονομία παραμένει ιδιαίτερα ευάλωτη στις διεθνείς αναταράξεις, καθώς έχει ακόμα να διανύσει σημαντική απόσταση για να προσεγγίσει, ως προς κρίσιμες μεταβλητές (ΑΕΠ, διαθέσιμο εισόδημα, ανεργία κ.ά.) τον μέσο όρο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βρίσκεται, για παράδειγμα, στο 65% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της ευρωζώνης, με το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας, τον υψηλότερο λόγο χρέους προς ΑΕΠ, αλλά και το τρίτο υψηλότερο ποσοστό κινδύνου φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού. Το σαθρό παραγωγικό της μοντέλο αυξάνει την πιθανότητα για πιο συχνές και παρατεταμένες περιόδους ύφεσης, καθώς στηρίζεται στην υπέρμετρη συμμετοχή της ιδιωτικής κατανάλωσης, τη μονομέρεια του τουριστικού προϊόντος, τις χαμηλές και άνισες αμοιβές μη ποιοτικών θέσεων εργασίας, αλλά και στη δημιουργία ελλειμμάτων στο ισοζύγιο πληρωμών.
*Οικονομολόγος,
πρώην Υποδιοικητής της
Τράπεζας της Ελλάδος