Οι κινήσεις της Κίνας το τελευταίο χρονικό διάστημα καταδεικνύουν την «επένδυση» της χώρας και στη γεωπολιτική, δείχνοντας ότι δεν αρκεί η «ήπια ισχύς» για ενίσχυση της θέσης της ασιατικής χώρας στον κόσμο και την εμπέδωσή της ως υπερδύναμης σε όλα τα επίπεδα.
Aνάλυση του Βαγγέλη Βιτζηλαίου, Συντονιστή Κύκλου Διεθνών & Ευρωπαϊκών Αναλύσεων ΕΝΑ, Υποψήφιου Διδάκτορα Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας, Πανεπιστήμιο Πειραιώς – Το κείμενο περιλαμβάνεται στο 12ο Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του ΕΝΑ
Οι γεωπολιτικές φιλοδοξίες της Κίνας και ο ρόλος του ειρηνοποιού
Η επανεκλογή του Σι Τζινπίνγκ για τρίτη κατά σειρά θητεία στο τιμόνι της Κίνας –ο πρώτος ηγέτης μετά τον Μάο Τσετούνγκ που ξεπερνά τη δεκαετία– και το πρόσφατο «άνοιγμα» της χώρας έπειτα από «περιχαράκωση» τριών ετών εξαιτίας της πολιτικής καταπολέμησης του COVID-19 έχουν οδηγήσει το Πεκίνο σε μία ακόμη πιο ενεργή στάση και σε διαρκή επίδειξη πολιτικής αυτοπεποίθησης. Παράλληλα, οι πρόσφατες κινήσεις-παρεμβάσεις του Πεκίνου σε κρίσεις και γεωπολιτικές αντιπαραθέσεις, καθώς και η όξυνση της ρητορικής απέναντι στην Ουάσιγκτον, καταδεικνύουν την πρόθεση της χώρας να αξιοποιήσει τις συνθήκες και την απόσυρση της φυσικής παρουσίας των ΗΠΑ από σημεία που είχαν παρουσία ανά τον κόσμο τα προηγούμενα χρόνια ή την ανακατεύθυνση του ενδιαφέροντος τους σε άλλα– και να αποτελέσει καταλυτικό παράγοντα εξελίξεων σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο.
Η πρόσφατη ειρηνευτική πρωτοβουλία και η δημοσιοποίηση των κινεζικών θέσεων για την Ουκρανία, καθώς και η επίσκεψη του Προέδρου της Κίνας στη Ρωσία κατόπιν πρόσκλησης του Ρώσου ομολόγου του του Βλαντίμιρ Πούτιν (20-22 Mαρτίου), καταδεικνύουν ότι το Πεκίνο θέλει να αποτελέσει έναν ισχυρό παίκτη, τουλάχιστον σε περιοχές που το αφορούν άμεσα ή έμμεσα. Oι κινήσεις αυτές όμως -ιδιαίτερα το πρώτο ταξίδι του Κινέζου Προέδρου στο εξωτερικό μετά την επανεκλογή του, στην «απομονωμένη» Ρωσία- αποτελούν και ένα σαφές μήνυμα προς τη Δύση και τις ΗΠΑ περί πολυεπίπεδης στήριξης προς τη σύμμαχο Ρωσία, αλλά και βούληση για αύξηση της επιρροής της Κίνας διεθνώς.
Η συμφωνία Σαουδικής Αραβίας – Ιράν για αποκατάσταση των διπλωματικών τους σχέσεων, με την Κίνα να αποτελεί τη γέφυρα μεταξύ των δύο πλευρών, αποτελεί ένα σημείο αναφοράς για το Πεκίνο και μία εκ των πραγμάτων ιστορικών διαστάσεων αμφισβήτηση της ηγεμονίας των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή. H εξέλιξη αυτή πυροδοτεί συζητήσεις για μία αντίστοιχη πρωτοβουλία την οποία θα μπορούσε να αναλάβει το Πεκίνο, αναλαμβάνοντας τον ρόλο του ειρηνοποιού, για να γεφυρώσει ένα ακόμη μεγαλύτερο και ιστορικότερο χάσμα δύο γειτονικών χωρών, της Ινδίας και του Πακιστάν, αν και στην περίπτωση αυτή τα δεδομένα είναι ακόμη πιο πολύπλοκα. Μετά τη συμφωνία Σ. Αραβίας και Ιράν, ο Πρόεδρος της Κίνας διαμήνυσε ότι η χώρα του «θα πρέπει να συμμετάσχει ενεργά στο μετασχηματισμό και στην οικοδόμηση του συστήματος παγκόσμιας διακυβέρνησης» και να προωθήσει «πρωτοβουλίες παγκόσμιας ασφάλειας», καθώς κάτι τέτοιο θα προσέθετε, όπως υποστήριξε, δίνοντας ένα στίγμα του στρατηγικού πλάνου του, «θετική ενέργεια στην παγκόσμια ειρήνη και ανάπτυξη».
Αιχμηρότερη ρητορική απέναντι στις ΗΠΑ και έμφαση σε άμυνα – ασφάλεια
Οι σινοαμερικανικές σχέσεις τα τελευταία χρόνια αναμφίβολα χαρακτηρίζονται από έντονες διακυμάνσεις. Στην παρούσα φάση βρίσκονται εκ νέου στο ναδίρ, με χαρακτηριστική την αιχμηρότερη ρητορική του Πεκίνου προς την Ουάσιγκτον. Πρόσφατα, με την κατάρριψη από τις Ηνωμένες Πολιτείες κινεζικού μπαλονιού που θεωρήθηκε κατασκοπευτικό, αλλά και με το ταξίδι της Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ Νάνσι Πελόζι στην Ταϊβάν τον περασμένο Αύγουστο, η ένταση συνεχίστηκε. Μιλώντας στην κινεζική Βουλή στις 6 Μαρτίου ο Σι Τζινπίνγκ κατηγόρησε ευθέως τις ΗΠΑ για στρατηγική ανάσχεσης (containment), περικύκλωσης (encirclement) και καταστολής (suppression) απέναντι στην Κίνα, όροι ιδιαίτερα ιδεολογικοπολιτικά φορτισμένοι, που θυμίζουν την εποχή του Ψυχρού Πολέμου[1].
H κλιμάκωση του σινοαμερικανικού ανταγωνισμού επαναφέρει διαρκώς τις προβλέψεις και εκτιμήσεις περί «νέου Ψυχρού Πολέμου» και επιστροφής του πλανήτη στον διπολισμό. Ωστόσο, χρειάζεται μία νηφάλια προσέγγιση της σχέσης των δύο υπερδυνάμεων με το βλέμμα στραμμένο στον (κομβικής σημασίας) τομέα της οικονομίας. Έκθεση της εταιρείας logistics DHL σχετικά με τον Παγκόσμιο Δείκτη Συνδεσιμότητας (Global Connectedness Index) τόνισε ότι, παρά τις λιγότερες ροές ΗΠΑ – Κίνας, δεν διαφαίνεται περαιτέρω κερματισμός της παγκόσμιας οικονομίας σε αντίπαλα μπλοκ, τουλάχιστον όχι ακόμα. Συγκεκριμένα, επισημαίνεται ότι οι ροές ανάμεσα στις δύο χώρες «μειώνονται, αλλά η αλλαγή είναι σχετικά μικρή σε σύγκριση με τις συνολικές ροές μεταξύ των δύο χωρών και του κόσμου. Λαμβάνοντας υπόψη ένα δείγμα 11 τύπων ροών εμπορίου, κεφαλαίων, πληροφοριών και ανθρώπων, το μερίδιο των ροών των ΗΠΑ προς και από την Κίνα ήταν 9,3% το 2016 και τώρα υπολογίζεται σε 7,3%, με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία. Εν τω μεταξύ, το μερίδιο των ροών της Κίνας προς και από τις ΗΠΑ μειώθηκε από 17,8% σε 14,3%. Ωστόσο, οι ΗΠΑ και η Κίνα παραμένουν συνδεδεμένες με πολύ μεγαλύτερες ροές από οποιοδήποτε άλλο ζευγάρι χωρών που δεν έχουν κοινά σύνορα». Είναι ενδεικτικό ότι η αξία του εμπορίου αγαθών μεταξύ των δύο μεγάλων οικονομιών ανερχόταν το 2022 στα 690,6 δισ. δολάρια.
Ταϊβάν και στρατιωτική αναβάθμιση της Κίνας
Παρά την υπαρκτή οικονομική αλληλεξάρτηση των δύο υπερδυνάμεων, ωστόσο, στον αμυντικό τομέα διαφαίνεται μία έντονη κινητικότητα, που αντικατοπτρίζει την ένταση μεταξύ Κίνας και Δύσης (ΗΠΑ) στην περιοχή της Ανατολικής Ασίας και του Ινδικού – Ειρηνικού.
Υπενθυμίζεται ότι τον Ιούνιο του 2022 για πρώτη φορά το ΝΑΤΟ συμπεριέλαβε την Κίνα στις συστημικές προκλήσεις ασφαλείας για τη Βορειοατλαντική Συμμαχία. «Οι δεδηλωμένες φιλοδοξίες της Κίνας και η δυναμική στάση της συνιστούν συστημικές προκλήσεις για τη διεθνή, βασιζόμενη σε κανόνες, τάξη και για τους τομείς που σχετίζονται με την ασφάλεια της συμμαχίας», ανέφερε χαρακτηριστικά το ανακοινωθέν.
Η Κίνα, με αιχμή την Ταϊβάν, για την οποία έχει επανειλημμένα θέσει «κόκκινες γραμμές» –θεωρώντας τη de facto κομμάτι της, διαμηνύει ουσιαστικά ότι θα παρέμβει στρατιωτικά εφόσον υπάρξουν αμερικανικές κινήσεις στην κατεύθυνση της ανεξαρτησίας της. Θα πρέπει να σημειωθεί, επίσης, η πρόσφατη έντονη αντίδραση της Κίνας στη συμφωνία AUKUS (Αυστραλίας – Ηνωμένου Βασιλείου – ΗΠΑ), για την οποία σχολίασε ότι οι τρεις χώρες «βαδίζουν σε επικίνδυνο μονοπάτι λαθών». Η συμφωνία προβλέπει την αγορά πυρηνοκίνητων υποβρυχίων από την Αυστραλία με στόχο την αντιμετώπιση των κινεζικών φιλοδοξιών στην περιοχή του Ινδικού και του Ειρηνικού Ωκεανού.
Στην πρώτη του ομιλία στη χώρα μετά την ανανέωση της προεδρικής του θητείας ο Σι Τζινπίνγκ διαμήνυσε ότι «θα πρέπει να προωθήσουμε τον εκσυγχρονισμό της εθνικής μας άμυνας και των ενόπλων δυνάμεών μας και να οικοδομήσουμε τον λαϊκό στρατό σε ένα μεγάλο τείχος από ατσάλι που θα μπορεί να προστατεύσει αποτελεσματικά την κυριαρχία, την ασφάλεια και τα συμφέροντα της ανάπτυξης του έθνους μας». Ενδεικτικό των προθέσεων της κινεζικής ηγεσίας είναι το γεγονός ότι για τη φετινή χρονιά προβλέπεται αύξηση των αμυντικών δαπανών κατά 7,2%, η οποία οφείλεται κατά πολύ στην Ταϊβάν.
Συμπερασματικά, όπως διαφαίνεται από τις παραπάνω εξελίξεις, η Κίνα εφαρμόζει μία τακτική παρεμβάσεων και θωράκισης των συμφερόντων της, με στόχο την αύξηση της επιρροής της τόσο στην περιοχή της (Νοτιοανατολική Ασία και Ινδικός – Ειρηνικός Ωκεανός) όσο και σε παραδοσιακά ευαίσθητες περιοχές, όπως η Μέση Ανατολή. Η διαφορά όμως σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν είναι ότι το Πεκίνο υπερβαίνει τη χρηματοπιστωτική και επενδυτική προσέγγιση, δίνοντας πλέον έμφαση στο γεωπολιτικό κομμάτι, ιδιαίτερα σε αυτό της άμυνας και της ασφάλειας. Το εάν η… διαβόητη «παγίδα του Θουκυδίδη», δηλαδή η αναπόφευκτη σύγκρουση μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ, θα γίνει πραγματικότητα μένει να φανεί.
[1] Το 1947 το Δόγμα Τρούμαν έθεσε το πολιτικό και ιδεολογικό πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, με κεντρικό σημείο την ανάσχεση της Σοβιετικής Ένωσης από τις ΗΠΑ.