Η σημερινή μέρα είναι παγκοσμίως αφιερωμένη σε ένα περίεργο πλάσμα των υδάτων, τον μανάτο ή αλλιώς γνωστό και ως θαλάσσια αγελάδα. Είναι καλή ευκαιρία να μάθουμε λίγα πράγματα για το συγκεκριμένο ζώο όπως την ιστορία του και την σχέση του με τους ανθρώπους, όπως και για τους κινδύνους που διατρέχει και αυτό από την περιβαλλοντική καταστροφή.
Οι θαλάσσιες αγελάδες είναι μεγάλα, αργά, υδρόβια θηλαστικά που ανήκουν στην τάξη των σειρηνοειδών. Υπάρχουν τρία είδη με το κάθε ένα να ζει στην Ινδία, την Αφρική και την Νότια και κεντρική Αμερική. Είναι τα μόνα εξ’ ολοκλήρου φυτοφάγα θαλάσσια θηλαστικά και τρέφονται με μια ποικιλία υδρόβιων φυτών. Βρίσκονται σε ζεστά, ρηχά νερά κατά μήκος των ακτών και τις εκβολές ποταμών, τις λιμνοθάλασσες της Καραϊβικής Θάλασσας, του Κόλπου του Μεξικού, του Αμαζονίου και της Δυτικής Αφρικής. Δεν έχουν φυσικούς θηρευτές και είναι γενικά ήρεμα γύρω από τον άνθρωπο. Ωστόσο, απειλούνται από την καταστροφή των οικοσυστημάτων τους, τα σκάφη και την ανεύθυνη αλιεία. Καταβάλλονται προσπάθειες για την προστασία και τη διατήρηση των πληθυσμών τους, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας προστατευόμενων περιοχών, ορίων ταχύτητας σκαφών και εκπαιδευτικών προγραμμάτων για βαρκάδες και ψαράδες.
Ιστορία και εξέλιξη
Η εξελικτική ιστορία των θαλάσσιων αγελάδων αρχίζει στην Ηώκαινο εποχή, περίπου 50 εκατομμύρια χρόνια πριν, όταν οι πρόγονοί τους, τα σειρηνοειδή, εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στο αρχείο απολιθωμάτων. Τα σειρηνοειδή ήταν μια ποικιλόμορφη ομάδα ημι-υδρόβιων θηλαστικών που ζούσαν σε ρηχές θάλασσες και ποτάμια και ενώ είναι συγγενικά πιο κοντά στους ελέφαντες, ζούσαν σαν ιπποπόταμοι.
Κατά την προϊστορική εποχή, υπήρχαν πολλά είδη γιγάντων θαλάσσιων αγελάδων που τριγυρνούσαν στους ωκεανούς. Μερικά από τα πιο γνωστά είδη περιλαμβάνουν τη θαλάσσια αγελάδα του Steller (Hydrodamalis gigas). Η θαλάσσια αγελάδα του Steller ανακαλύφθηκε το 1741 από τον Ρώσο εξερευνητή Georg Steller και κυνηγήθηκε σε σημείο εξαφάνισης μέχρι το 1768. Ήταν το μεγαλύτερο σειρηνοειδές, έφτανε τα 9 μέτρα σε μήκος και ζύγιζε έως και 11 τόνους. Ζούσε στα κρύα νερά της Αλάσκας και πιθανότατα τρέφονταν με φύκια.
Η μελέτη των προϊστορικών σειρηνοειδών είναι σημαντική για την κατανόηση της εξελικτικής ιστορίας αυτών των ζώων και του τρόπου με τον οποίο έχουν προσαρμοστεί στα μεταβαλλόμενα περιβάλλοντα με την πάροδο του χρόνου. Παρά την περιορισμένη θέση τους στον πλανήτη, αυτά τα ζώα έχουν παραμείνει σχετικά απαράλλακτα τα τελευταία 20 εκατομμύρια χρόνια, με το σχήμα του σώματος, τη διατροφή και τη συμπεριφορά τους να παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ίδια. Αυτό υποδηλώνει ότι είναι καλά προσαρμοσμένα στο περιβάλλον τους και έχουν πετύχει στον τομέα τους ως ήρεμα φυτοφάγα στα ρηχά νερά των τροπικών περιοχών.
Ο μύθος της γοργόνας
Οι μανάτοι συνδέονται με τον μύθο της γοργόνας εδώ και αιώνες. Μερικοί έχουν υποθέσει ότι οι ναυτικοί περνούσαν αυτά τα ζώα για γοργόνες λόγω του μεγάλου μεγέθους τους, του σχήματος της ουράς τους και της συνήθειας τους να κολυμπούν κοντά στην επιφάνεια του νερού.
Η πρώτη καταγεγραμμένη περίπτωση αυτής της σύγχυσης συνέβη το 1493 όταν ο Χριστόφορος Κολόμβος ανέφερε ότι είδε γοργόνες στα ανοικτά των ακτών της Αϊτής. Περιέγραψε τα πλάσματα ως «όχι τόσο όμορφα όσο απεικονίζονται, γιατί κατά κάποιο τρόπο στο πρόσωπο μοιάζουν με άνδρες».
Στην πραγματικότητα, ο Κολόμβος και το πλήρωμά του πιθανότατα έβλεπαν μανάτους, οι οποίοι υπήρχαν σε αφθονία στην περιοχή. Ωστόσο, η ιδέα των γοργόνων συνέχισε να ιντριγκάρει τη λαϊκή φαντασία και ο μύθος παρέμεινε στη λαογραφία και τη λογοτεχνία.