Αν κάποιος γεννήθηκε στη σκιά κάποιου άλλου, αυτός ήταν ο Joseph Reinhardt, ο αδελφός του Django Reinhardt ο οποίος έπαιξε ανιδιοτελώς τον ρόλο του ρυθμικού κιθαριστή στο πλευρό του διάσημου αδερφού του, παρόλο που ήταν σπουδαίος κιθαρίστας και συνθέτης, ο ίδιος.
O Joseph βρέθηκε να συνοδεύει τον αδερφό του σε καφέ – μπαρ και στις αίθουσες bal – musette, είτε με κιθάρα, είτε με μπάντζο και σύντομα προσχώρησε ως μέλος στην Palm Beach Orchestra του Louis Volas. Έως το 1933 ήταν δημοφιλής και βρέθηκε να παίζει σε διάφορα μουσικά σχήματα «hot jazz». Σε πολλές περιπτώσεις αντικαταστούσε τον αδερφό του όταν, ο Django δεν εμφανιζόταν.
Έως το 1934 ήταν κιθαριστής πλήρους απασχόλησης στο Le Quintette du Hotclub de France μαζί με τον αδερφό του. Κάποια στιγμή αποφάσισε να παρατήσει το ρόλο του φύλακα των εφεδρικών χορδών της κιθάρας του Django καθώς και του αντικαταστάτη του αδελφού του, το 1937.
Το 1943 δημιούργησε το δικό του γκρουπ ηχογραφώντας με τον βιολιστή Claude Laurence (γνωστός και ως Andre Hodeir).
Το 1947 βρέθηκε να παίζει ηλεκτρική κιθάρα με τους Hot Four του Stephane Grappelli.
Την ίδια χρονιά, ο Django, ακολούθησε τον αδελφό του και άρχισε να παίζει ηλεκτρική κιθάρα, όμως, με λιγότερο θετικά αποτελέσματα, από εκείνον.
Ο Joseph, ζούσε τη νομαδική ύπαρξη των προγόνων του και απολάμβανε τη φύση από πρώτο χέρι και έδειξε, μάλιστα, αυτή την αγάπη του για τη φύση ζωγραφίζοντας διάφορους πίνακες με σκηνές τροχόσπιτων, φωτιές, άλογα κ.λπ.
Μετά τον θάνατο των αδελφών του, το 1953, ο Joseph εγκατέλειψε τις δημόσιες εμφανίσεις του τις οποίες άρχισε ξανά, το 1957. Στο διάστημα αυτό προσπάθησε να ολοκληρώσει την ημιτελή τεχνοτροπία Messe Gitane, του Django, η οποία χαρακτήριζε τον ήχο των τσιγγάνων.
Το 1958, εμφανίστηκε στο ντοκιμαντέρ «Django Reinhardt» το οποίο στη συνέχεια τον οδήγησε και στην εμφάνισή του σε μια μικρού μήκους ταινία «Paris Blues», το 1961. Εκείνη την εποχή σχημάτισε το δικό του κουϊντέτο εγχόρδων και ηχογράφησε δύο LP.
Η δεκαετία του ’60 ήταν μια αρκετά ενεργή περίοδος για τον Joseph, ηχογραφώντας με το δικό του κουιντέτο εγχόρδων στο «Blue Jazz Museum» με τους τακτικούς του συμμετέχοντες καλλιτέχνες: Dingo Adel και Jacques Montagene (Hot Club Records – «Live in Paris 1966»).
Εμφανίστηκε σε πολλές συναυλίες. Περιστασιακά έπαιζε σε διάφορα νυχτερινά μαγαζιά του Παρισιού με τον μικρό, Babik Reinhardt και κάποια στιγμή επισκέφτηκε το Ηνωμένο Βασίλειο, παίζοντας και ηχογραφώντας με τον Diz Disley.
Στη δεκαετία του 1970 οι δημόσιες εμφανίσεις του είχαν μειωθεί, ωστόσο, συμμετείχε στο Φεστιβάλ της Samois.
Σχεδόν σε όλη τη δουλειά που παρουσίασε, μετά το Hot Club Quintet, ο Joseph Reinhardt χρησιμοποίησε μια πολύ περίεργη κιθάρα την οποία κατασκεύασε μόνος του και είχε έναν πολύ ωραίο ακουστικό τόνο, τον οποίο πολλές φορές ενίσχυε με ηλεκτρικούς μαγνήτες.
Το πρώιμο σόλο του ήταν λιγότερο επιδεικτικό από αυτό του Django, αλλά, στη συνέχεια ανέπτυξε ένα σύγχρονο στυλ τζαζ που θυμίζει την ηλεκτρική προσπάθεια του αδερφού του, ‘47 με ‘48. Πάνω από όλα, ήταν ένας λυρικός ερμηνευτής ικανός να παράγει αρκετά στοιχειωτικά ηχοχρώματα στις συνθέσεις του.
Ο Nin-Nin πέθανε στις 24 Φεβρουαρίου 1982 και θάφτηκε δίπλα στον Django στο νεκροταφείο της Samois, ίσως, δημόσια καταδικασμένος να παραμείνει στη σκιά του ένδοξου αδερφού, αιωνίως ή, εξασφάλισε μια μεταθανάτια αναγνώριση που διαφορετικά δεν θα την περίμενε;
Μετάφραση από άρθρο του Mark Heller