Το 1933 η γερμανική δημοκρατία ήταν ανυπεράσπιστη απέναντι στους Εθνικοσοσιαλιστές, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν τις αδυναμίες του συστήματος για να εγκαθιδρύσουν ένα ολοκληρωτικό καθεστώς. Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Γερμανία δημιούργησε μια Δημοκρατία ικανή να υπερασπίζεται τις αρχές και τις αξίες της. Μια Δημοκρατία, η οποία, όταν απειλείται, είναι και σε θέση να περιορίζει το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης και την ελευθερία του συνέρχεσθε για να προστατευθεί η συνταγματική τάξη.
Στη Γερμανία οργανώσεις μπορούν κατά συνέπεια να απαγορευτούν εάν οι στόχοι ή οι δραστηριότητές τους στρέφονται κατά της συνταγματικής τάξης. Στηριζόμενες σε αυτό το νομικό θεμέλιο οι αρχές έχουν απαγορεύσει τα τελευταία χρόνια πολλές ακροδεξιές, ακροαριστερές και άλλες εξτρεμιστικές ομάδες. Ακόμα και πολιτικά κόμματα μπορούν να απαγορευτούν, τα κριτήρια ωστόσο είναι πολύ αυστηρότερα.
Από την ίδρυση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας το 1949 έχουν απαγορευθεί κυρίως ακροδεξιές οργανώσεις. Σύμφωνα με την ιδεολογία τους η αξία ενός ατόμου καθορίζεται από το αν ανήκει σε συγκεκριμένη εθνοτική ομάδα ή έθνος. Αυτή η ιδέα έρχεται σε αντίθεση με το γερμανικό σύνταγμα, σύμφωνα με τον οποίο η ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι απαραβίαστη και η προστασία της αποτελεί κρατικό καθήκον.
Η Γερμανία συνιστά μια «militant» Δημοκρατία, όπως χαρακτηρίζεται από την πολιτική επιστήμη, κάτι που σημαίνει ότι πολύ συνειδητά διαθέτει θεσμικά εργαλεία και διαδικασίες για να αντιμετωπίσει οργανώσεις και κόμματα που υποσκάπτουν ή αμφισβητούν το πολίτευμα. Δεκάδες ακροδεξιές οργανώσεις με λιγότερο ή περισσότερο έντονη παρουσία «στον δρόμο» έχουν απαγορευθεί τα τελευταία χρόνια στη χώρα. Έτσι, η περίπτωση να μετεξελιχθεί μια ακτιβίστικη οργάνωση σε κόμμα είναι σπάνια.
Το 1950 δεν δίστασε να απαγορεύσει το ναζιστικό Σοσιαλιστικό Κόμμα της Αυτοκρατορίας, αλλά το ίδιο δεν συνέβη το 2017 στην περίπτωση του νεοναζιστικού Εθνικού Δημοκρατικού Κόμματος (National Democratic Party – NPD). Το NPD κατηγορήθηκε ότι «αντίκειται στη φιλελεύθερη, δημοκρατική τάξη» και οδηγήθηκε στο Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσρούης, με το αίτημα να κηρυχθεί αντισυνταγματικό να στηρίζεται από έξι ομόσπονδα κρατίδια. Ωστόσο, η τελική κρίση ήταν ότι δεν αποτελεί πραγματικό κίνδυνο για τη Δημοκρατία, καθώς δεν έχει τις απαραίτητες δυνάμεις για να ανατρέψει το πολίτευμα. Αν και η υπόθεση με το NPD είναι ιδιαίτερη, καθώς σε αυτό είχαν διεισδύσει στελέχη των υπηρεσιών ασφαλείας, κάτι που περιέπλεξε τα πράγματα στη δίκη, γεγονός είναι ότι η Γερμανία «διδάσκει» δράση όπου χρειάζεται, αλλά παράλληλα νηφαλιότητα.
Οι νόμοι κατά του ρατσισμού και του ναζισμού
Η Γερμανία έχει αυστηρούς νόμους κατά της ναζιστικής προπαγάνδας προκειμένου να αποτρέψει την αναζωπύρωση των ακροδεξιών εξτρεμιστικών κινημάτων και της ρητορικής μίσους. Μερικοί από τους κύριους νόμους περιλαμβάνουν:
Ποινικός Κώδικας: Το άρθρο 86α του Γερμανικού Ποινικού Κώδικα απαγορεύει τη χρήση συμβόλων, σημαιών, στολών και συνθημάτων που σχετίζονται με αντισυνταγματικές οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένου του ναζιστικού κόμματος.
Ο νόμος Volksverhetzung: Αυτός ο νόμος, επίσης γνωστός ως νόμος υποκίνησης μίσους, καθιστά παράνομη την υποκίνηση μίσους εναντίον οποιασδήποτε εθνικής, φυλετικής, θρησκευτικής ή εθνικής ομάδας με τρόπο που θα μπορούσε να διαταράξει την ειρήνη.
Το StGB 130: Αυτό το τμήμα του Γερμανικού Ποινικού Κώδικα απαγορεύει τη διάδοση προπαγανδιστικού υλικού που προωθεί το μίσος εναντίον μιας συγκεκριμένης ομάδας ανθρώπων με βάση τη φυλή, τη θρησκεία ή την εθνικότητά τους.
Νόμος για την Προστασία των Νέων: Αυτός ο νόμος περιορίζει τη διανομή υλικού που θα μπορούσε να είναι επιβλαβές για τους νέους, συμπεριλαμβανομένης της ναζιστικής προπαγάνδας.
Ο νόμος της αποναζιστοποίησης: Αυτός ο νόμος, ο οποίος ψηφίστηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε στόχο να αφαιρέσει όλες τις ναζιστικές επιρροές από τη γερμανική κοινωνία, συμπεριλαμβανομένων των μέσων ενημέρωσης, του εκπαιδευτικού συστήματος και της κυβέρνησης.
Η παραβίαση αυτών των νόμων μπορεί να οδηγήσει σε πρόστιμα, φυλάκιση ή και τα δύο. Η γερμανική κυβέρνηση λαμβάνει πολύ σοβαρά αυτούς τους νόμους και εργάζεται ενεργά για την καταπολέμηση της εξάπλωσης της ναζιστικής προπαγάνδας και της ρητορικής μίσους.
Το γερμανικό Σύνταγμα, γνωστό και ως Βασικός Νόμος, περιλαμβάνει πολλά άρθρα που απαγορεύουν συγκεκριμένα τη ναζιστική προπαγάνδα και υποστηρίζουν τις δημοκρατικές αρχές. Μερικά από τα βασικά άρθρα περιλαμβάνουν:
Άρθρο 1: Αυτό το άρθρο κατοχυρώνει τα θεμελιώδη δικαιώματα και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια όλων των ατόμων και θεσπίζει την αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου.
Άρθρο 20: Αυτό το άρθρο καθιερώνει τον δημοκρατικό και ομοσπονδιακό χαρακτήρα του γερμανικού κράτους, καθώς και τις αρχές του κράτους δικαίου, της κοινωνικής πρόνοιας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Άρθρο 3: Αυτό το άρθρο απαγορεύει τις διακρίσεις λόγω φυλής, φύλου, θρησκείας ή άλλων παραγόντων και θεσπίζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης ενώπιον του νόμου.
Άρθρο 4: Αυτό το άρθρο προστατεύει την ελευθερία της θρησκείας και της συνείδησης, αλλά επίσης απαγορεύει κάθε δραστηριότητα που παραβιάζει τη συνταγματική τάξη ή απειλεί τη δημόσια ασφάλεια.
Άρθρο 5: Αυτό το άρθρο προστατεύει την ελευθερία του λόγου, του τύπου και του συνέρχεσθαι, αλλά αναγνωρίζει επίσης όρια σε αυτές τις ελευθερίες σε περιπτώσεις υποκίνησης σε βία ή ρητορική μίσους.
Συνολικά, αυτά τα συνταγματικά άρθρα ενισχύουν τη δέσμευση του γερμανικού κράτους στις δημοκρατικές αρχές και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και παρέχουν ένα νομικό πλαίσιο για την καταπολέμηση της ναζιστικής προπαγάνδας και των εξτρεμιστικών ιδεολογιών.
«Sturmbrigarde 44»
Γνωστή και ως «Wolfsbrigade 44» η οργάνωση «Ταξιαρχία Καταιγίδα 44» ιδρύθηκε το 2016. Τα μέλη της φορούν μπουφάν με εικόνες από κρανία και σύμβολα της Βέρμαχτ. Ο αριθμός 44 σχετίζεται με το τέταρτο γράμμα του λατινικού αλφάβητου και παραπέμπει στα αρχικά DD της «Division Dirlewanger», μιας ειδικής μονάδα των SS που ευθύνονταν για μαζικές δολοφονίες κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η οργάνωση απαγορεύτηκε τον Δεκέμβριο του 2020. Κατά τη διάρκεια των αστυνομικών εφόδων κατασχέθηκαν όπλα και μαχαίρια καθώς και διακριτικά των ναζί, όπως σβάστικες. «Όποιος μάχεται τις θεμελιώδεις αξίες της ελεύθερης κοινωνίας μας θα έρθει αντιμέτωπος με την αποφασιστική αντίδραση του κράτους δικαίου», δήλωσε ο ομοσπονδιακός υπουργός Εσωτερικών Χορστ Ζεεχόφερ» στην ανακοίνωση απαγόρευσης της οργάνωσης.
«Αετός του βορά»
Η οργάνωση «Nordadler» («Αετός του βορά») απαγορεύθηκε τον Ιούνιο του 2020. Η αστυνομία πραγματοποίησε εφόδους σε αρκετά ομόσπονδα κρατίδια. Σύμφωνα με την Ομοσπονδιακή Εισαγγελία, η ακροδεξιά οργάνωση είχε προγραμματίσει επιθέσεις και προσπάθησε να προμηθευτεί οπλισμό, πυρομαχικά και εκρηκτικά. Επιπλέον, λέγεται ότι τα μέλη της είχαν ετοιμάσει ένα κατάλογο με ονόματα πολιτικών, οι οποίοι κατά την άποψή τους, θα καλούνταν “να λογοδοτήσουν” σε περίπτωση κατάρρευσης του κράτους.
«Πολίτες του Ράιχ»
Τον Μάρτιο του 2020, ο υπουργός Εσωτερικών Χορστ Ζεεχόφερ απαγόρευσε την ένωση του ακροδεξιού Κινήματος Πολιτών Ράιχ («Reichsbürger»). To αυτοαποκαλούμενο κίνημα αρνείται την ύπαρξη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της γερμανικής κυβέρνησης. Τα μέλη της θεωρούν ότι το γερμανικό Ράιχ, συμπεριλαμβανομένων των εδαφών που του ανήκαν πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εξακολουθεί να υπάρχει. Οι ιδέες που προπαγανδίζουν οι Πολίτες του Ράιχ συνδυάζουν ακροδεξιά πιστεύω με θεωρίες συνωμοσίας. Από το 2016 το κίνημα παρακολουθείται από την Υπηρεσία Προστασίας του Συντάγματος λόγω υποψίας αντισυνταγματικών δραστηριοτήτων.
Combat 18
Η οργάνωση Combat 18 ιδρύθηκε στη Μεγάλη Βρετανία το 1992. Παρακλάδια της εμφανίστηκαν λίγα χρόνια αργότερα στη Γερμανία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Καναδά και άλλες χώρες. Η κωδική ονομασία 18 αντιστοιχεί στο πρώτο και το όγδοο γράμμα του λατινικού αλφαβήτου A και H: τα αρχικά του Αδόλφου Χίτλερ. Στη Γερμανία η οργάνωση διένειμε ακροδεξιά τραγούδια και διοργάνωνε συναυλίες νεοναζί.
Η “Combat 18 Germany” απαγορεύτηκε τον Ιανουάριο του 2020. Οι φωνές που ζητούν την απαγόρευση της οργάνωσης έγιναν δυνατότερες όταν έγινε γνωστό ότι ο δολοφόνος του χριστιανοδημοκράτη πολιτικού Βάλτερ Λίμπκε στο Κάσελ τον Ιούνιο του 2019 είχε επαφές με μέλη της Combat 18.
«Τρομοκρατική Ομάδα Λευκοί Λύκοι»
Η οργάνωση «Weisse Wölfe Terrorcrew» (WWT) εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο ίντερνετ το 2011. Δραστηριοποιούνταν σε δέκα ομόσπονδα κρατίδια. Σύμφωνα με το υπουργείο Εσωτερικών χαρακτηριστικά της ακραίας οργάνωσης είναι η ετοιμότητα για χρήση βίας και η επιθετικότητα σε βάρος πολιτικών αντιπάλων, ατόμων με μεταναστευτικό υπόβαθρο και εκπροσώπους του κράτους. Στόχος της «Τρομοκρατικής Ομάδας Λευκοί Λύκοι» ήταν η ανατροπή της Δημοκρατίας και η εγκαθίδρυση διακυβέρνησης σε εθνοσοσιαλιστικά πρότυπα. Απαγορεύτηκε το 2016.
Altermedia
Με την απαγόρευση της Altermedia Deutschland το 2016, μια γερμανική αρχή χαρακτήριζε για πρώτη φορά έναν ιστότοπο ακροδεξιά οργάνωση. Μέσω της ιστοσελίδας δημοσιεύονταν ρατσιστικό, ξενοφοβικό, αντισημιτικό, ομοφοβικό και αντιμουσουλμανικό περιεχόμενο. Σύμφωνα με το γερμανικό υπουργείο Εσωτερικών, η διαδικτυακή πύλη τάσσονταν ανοιχτά κατά της συνταγματικής τάξης.
HNG
H «Oργάνωση Αρωγής Εθνικών Πολιτικών Κρατουμένων» («HNG») υπήρξε μέχρι την απαγόρευση της το 2011 τη μεγαλύτερη νεοναζιστική οργάνωση στη χώρα. Τα περίπου 600 μέλη είχαν στενές επαφές με κρατούμενους ακροδεξιούς εξτρεμιστές. Στόχος της οργάνωσης, που ιδρύθηκε το 1979, ήταν να στηρίξει ακροδεξιούς στις φυλακές έτσι ώστε να διατηρηθεί ακλόνητη η πίστη τους στα ναζιστικά ιδεώδη.
Απαγορεύσεις πριν από το 2011
Μεταξύ του 1949 και της Επανένωσης το 1990 απαγορεύθηκαν στη Γερμανία 6 ακροδεξιές οργανώσεις με παγγερμανική δράση. Μια από αυτές ήταν η «Wehrsportgruppe Hoffmann», η οποία έχει συνδεθεί με τη πολύνεκρη επίθεση στη Γιορτή της Μπύρας (Oktoberfest) στο Μόναχο το 1980. Στο διάστημα αυτό απαγορεύθηκαν πολλές άλλες νεοναζιστικές οργανώσεις σε διάφορα γερμανικά κρατίδια. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, όσο αυξάνονταν η βία κατά των μεταναστών και ατόμων με μεταναστευτικό υπόβαθρο, τόσο αυξάνονταν και οι απαγορεύσεις οργανώσεων. Ένα νέο κύμα απαγορεύσεων ακολούθησε στα μέσα της δεκαετίας του 2000, όταν αυξήθηκε η παρουσία και δραστηριότητα ακροδεξιών οργανώσεων στη Γερμανία.
Η ευρωπαϊκή εμπειρία απαγορεύσεων
Και πρώτα από όλα, σε αντίθεση με ό,τι ενδεχομένως θα πίστευε κάποιος, η απαγόρευση κομμάτων είναι κάτι που έχει συμβεί στην πρόσφατη ιστορία της Ευρώπης – και μάλιστα σε αρκετές περιπτώσεις. Συνήθως αφορά μικρότερα κόμματα και οργανώσεις, όπως έχει συμβεί στην Αυστρία και στην Ολλανδία, αλλά και μεγαλύτεροι σχηματισμοί έχουν απαγορευθεί σε χώρες όπως η Γερμανία, η Ισπανία, το Βέλγιο.
Το 1988 απαγορεύθηκε το Nationaldemokratische Partei (NDP) (Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα) με ετυμηγορία του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Αυστρίας καθώς έκρινε ότι οι αρχές του βασίζονται στη ναζιστική ιδεολογία.
To 2002, μετά την απόπειρα δολοφονίας του Ζακ Σιράκ την Ημέρα της Βαστίλης, απαγορεύθηκε η Unité Radicale (Ριζοσπαστική Ένωση) στη Γαλλία καθώς κατηγορήθηκε για την ενέργεια. Το κόμμα προωθούσε ρατσιστική και αντισημιτική ατζέντα, ενώ χρησιμοποιούσε ναζιστικά σύμβολα.
To 1998 διαλύθηκε έπειτα από κυβερνητική πρωτοβουλία και με δικαστική απόφαση το ακροδεξιό κόμμα Centrumpartij ’86 (Κεντρώο Κόμμα) στην Ολλανδία, αφού προηγουμένως είχε επιδείξει έντονο ακτιβισμό στον δρόμο, κάτι που μεταφράστηκε σε (ολιγομελή) εκπροσώπηση στο κοινοβούλιο.
Το 2003 απαγορεύθηκε το βασκικό εθνικιστικό κόμμα Batasuna στην Ισπανία, μετά από δικαστική απόφαση, για χρηματοδότηση της χαρακτηρισμένης ως τρομοκρατική οργάνωση ETA με δημόσιο χρήμα.
Ιδιάζουσα περίπτωση αποτελεί το Vlaams Blok (Φλαμανδικό Μπλόκο), εθνικιστικό κόμμα του Βελγίου, με έντονη ακροδεξιά έκφραση, ένα από τα μεγαλύτερα στην Ευρώπη τότε. Το δικαστήριο έκρινε ότι είχε παραβιάσει την αντιρατσιστική νομοθεσία, μια απόφαση που θα μπορούσε να οδηγήσει σε απόσυρση της κρατικής χρηματοδότησης και περιορισμούς στην πρόσβαση στα μέσα ενημέρωσης, στα δημόσια κτίρια, ακόμη και στις ταχυδρομικές υπηρεσίες. Το 2004 το κόμμα διαλύθηκε, ενώ αργότερα επανεμφανίστηκε ως Vlaams Belang (Φλαμανδικό Συμφέρον).
Πηγές: DW – Πέτερ Χίλε, Athens Voice, ΤΟ ΒΗΜΑ, Ριζοσπάστης