Την ώρα που ο πληθυσμός του πλανήτη μας αυξάνεται και θα συνεχίσει να αυξάνεται φθάνοντας περίπου τα 10 δισεκατομμύρια πριν από το τέλος του 21ου αιώνα, σύμφωνα με τα Ηνωμένα Εθνη, η Ευρώπη όχι μόνο δεν θα δει τον πληθυσμό της να αυξάνεται, αντιθέτως θα μειωθεί, σύμφωνα με τα απαισιόδοξα σενάρια, δραματικά.
Η Ελλάδα δεν θα αποτελέσει εξαίρεση. Ηδη, άλλωστε, η χώρα μας βλέπει τα πρώτα σημάδια μείωσης του πληθυσμού να εμφανίζονται, με την κατάσταση – εάν δεν γίνουν γενναία βήματα κυρίως από την πολιτεία – να είναι μη αναστρέψιμη. Οπως επισημαίνει στα «ΝΕΑ» ο διδάκτωρ Δημογραφίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, μεταδιδακτορικός ερευνητής του Ερευνητικού Προγράμματος (ΕΛΙΔΕΚ) «Δημογραφικά Προτάγματα στην Ερευνα και Πρακτική στην Ελλάδα», Γιώργος Κοντογιάννης, κάποιες εξελίξεις έχουν ήδη διαμορφωθεί, κι αυτές είναι ο αριθμός των θανάτων, ο οποίος θα συνεχίσει να είναι υψηλός, αλλά και οι γεννήσεις, που δεν πρόκειται να υπερβούν τους θανάτους.
Γενικά οι δυτικές χώρες, όπως σημειώνει ο κ. Κοντογιάννης, είναι αυτές που καταγράφουν μείωση πληθυσμού. Στη λίστα αυτή εσχάτως εισήλθε και η Κίνα. Είναι ενδεικτικό πως σύμφωνα με την ανακοίνωση τον περασμένο Ιανουάριο της Εθνικής Στατιστικής Αρχής της Κίνας, ο πληθυσμός της το 2022 μειώθηκε κατά περίπου 850.000, από τα 1,4126 δισ. που ήταν στα τέλη του 2021 ήταν 1,4126 δισ. Μάλιστα, δεν ήταν λίγοι οι αναλυτές, οι οποίοι εκτιμούν πως ο πληθυσμός της Ινδίας έχει ήδη ξεπεράσει σε μέγεθος αυτόν της Κίνας. «Στην Ελλάδα εάν δεν έχουμε θετικά μεταναστευτικά ισοζύγια τα επόμενα χρόνια, δηλαδή τα άτομα που εισέρχονται στη χώρα να είναι περισσότερα από εκείνα που φεύγουν, δύσκολα θα μπει φρένο στη μείωση του πληθυσμού». Αξίζει να σημειωθεί πως την περίοδο 2011-2020 η χώρα μας «έχασε» 175.000 άτομα. Είναι ενδεικτικό ότι τα τελευταία 10 χρόνια δήμοι και νομοί της Ελλάδας είδαν τον πληθυσμό τους – με εξαίρεση την Αττική αλλά και τις τουριστικές περιοχές – να μειώνεται 10%, ακόμα και 20%. Μιλάμε, κυρίως, για περιοχές της ηπειρωτικής χώρας, ορεινές και ημιορεινές, στις οποίες ο πληθυσμός παρουσιάζει μεγαλύτερη γήρανση.
«Αυτό που πρέπει να γίνει, και μάλιστα άμεσα, για να δούμε τα αποτελέσματα τα επόμενα χρόνια και ιδίως τις επόμενες δεκαετίες είναι να δοθούν κίνητρα σε Ελληνες οι οποίοι έφυγαν από τη χώρα να επιστρέψουν. Παράλληλα, να προσελκύσει η Ελλάδα πολίτες άλλων χωρών να έρθουν να εγκατασταθούν στη χώρα» τονίζει ο κ. Κοντογιάννης.
Ο πληθυσμός της Ελλάδας, λοιπόν, μέχρι το 2050 θα συνεχίσει να μειώνεται ακόμα και στο πιο αισιόδοξο σενάριο. Η μόνη ηλικιακή ομάδα, σύμφωνα με το Εργαστήριο Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, που θα αυξηθεί είναι αυτή των 65 ετών και άνω. Την ίδια στιγμή, με τη γονιμότητα να είναι σε χαμηλά επίπεδα, ακόμα και αν η έντασή της αυξηθεί, δηλαδή κάθε γυναίκα να γεννά περισσότερα παιδιά, οι γεννήσεις αναμένεται είτε να κυμανθούν ετησίως γύρω από τις 75.000 – ο μέσος όρος τη δεκαετία 2012-2021 ήταν 89.000 – είτε με βάση το αισιόδοξο σενάριο να είναι ελαφρώς περισσότερες. «Αυτό το παράδοξο συμβαίνει γιατί οι γυναίκες στην αναπαραγωγική ηλικία είναι λίγες. Μην ξεχνάμε πως 1 στις 4 γυναίκες που γεννήθηκε τη δεκαετία του ’80 δεν θα παντρευτεί, ενώ το 23% δεν θα κάνει παιδί». Πάντως, όπως προσθέτει ο κ. Κοντογιάννης, η αναλογία 2,4 παιδιά ανά γυναίκα που είχε καταγραφεί το 1956 – χρονιά που υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα – δεν έχει ξεπεραστεί μέχρι σήμερα και σύμφωνα με τις δημογραφικές προβολές δύσκολα θα ξεπεραστεί και στο μέλλον.
Το Δημογραφικό μπορεί να σημάνει αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης έως το 2060 και αύξηση των εισφορών από 20% σήμερα σε 27%.
Το οξύ πρόβλημα του Δημογραφικού δύναται να προσθέσει βάρος σε όσα χρωστάει κάθε έλληνας πολίτης και στα έτη εργασίας. Η δημόσια δαπάνη για συντάξεις, σύμφωνα με μελέτες (Eurobank, IOBE), θα συνεχίσει να απορροφά σημαντικούς οικονομικούς πόρους, σε διψήφιο ποσοστό του ΑΕΠ, έως και το 2070. Το ακαθάριστο ποσοστό αναπλήρωσης για τη σύνταξη γήρατος αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω, έως και περί το 55% το 2060.
Βάσει των σημερινών δημογραφικών συνθηκών, εκτιμάται ότι το 2070 το εργατικό δυναμικό θα μειωθεί σε σχέση με το 2020 κατά 31%, ενώ οι συνταξιούχοι θα αυξηθούν κατά 13% σε σχέση με το 2020. Η γονιμότητα έχει πέσει πλέον σε αρνητικά επίπεδα αντικατάστασης γενεών. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η Ελλάδα θα υποστεί πληθυσμιακή μείωση κατά 24% έως το 2100, ενώ οι μακροχρόνιες δημογραφικές τάσεις αναφέρουν πως κάθε άτομο άνω των 65 ετών αναλογεί σε περίπου 9,3 ή μόλις 1,5 άτομο παραγωγικής ηλικίας το 1960, το 2020 και το 2060.
Η αύξηση του προσδόκιμου ζωής και η χαμηλή γονιμότητα αναμένεται να επηρεάσουν τον δείκτη εξάρτησης της τρίτης ηλικίας, ο οποίος έχει ήδη αυξηθεί στην Ελλάδα από 28,2% το 2009 σε 35,6% το 2021. Η τάση αυτή προβλέπεται να συνεχιστεί έως περίπου το 2050, όταν ο δείκτης αναμένεται να φτάσει 63% και να σταθεροποιηθεί στη συνέχεια σε επίπεδα άνω του 60%.
Γεράσαμε
Οπως αναφέρει μελέτη που δημοσίευσε το Παρατηρητήριο Περιφερειακών Πολιτικών, μέσα σε σχεδόν μία δεκαετία η χώρα μας «γέρασε» κατά 3,5 έτη καταγράφοντας την τρίτη μεγαλύτερη μεταβολή, αφού ο μέσος όρος της ΕΕ είναι τα 2,3. Από το 2010 έως το 2021 η αναλογία θνησιμότητας από το 9,8 «σκαρφάλωσε» στο 13,5, ενώ η ΕΕ κινήθηκε αντιστοίχως κατά μέσο όρο με αύξηση 2 μονάδων, από το 9,9 στο 11,9.
Δημογραφικό: Μετανάστες και πρόσφυγες περιορίζουν το πληθυσμιακό αδιέξοδο της Ελλάδας
Αποθαρρύνει ακόμα και τις αναβαθμίσεις
Σε αυτή την επίπτωση αναφέρθηκε και ο οίκος αξιολόγησης Moody’s κατά την τελευταία αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας, σημειώνοντας ότι το Δημογραφικό αποτελεί έναν από τους παράγοντες για τους οποίους άφησε αμετάβλητη τη βαθμολογία.
Οπως έχει δηλώσει δημοσίως ο πρώην διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιώργος Προβόπουλος, για τη βιωσιμότητα του χρέους έχει ληφθεί υπόψη η υπόθεση από το ΔΝΤ ότι σε βάθος 40 ετών ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης θα είναι 1%. Ομως αυτός ο ρυθμός δεν προκύπτει, καθώς αποτελεί άθροισμα δύο παραγόντων: των δημογραφικών και της παραγωγικότητας. Βάσει των δημογραφικών, μέχρι το 2026 το εργατικό δυναμικό θα μειώνεται κατά 1,1%. Βάσει των ιστορικών δεδομένων 50 ετών, η παραγωγικότητα κεφαλαίου και εργασίας είναι αρνητική κατά 0,4%. Συνεπώς το άθροισμα προκύπτει αρνητικό, δηλαδή επιβράδυνση 0,7% και όχι ανάπτυξη 1%.
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΑ ΝΕΑ