Στοιχεία της Eurostat δείχνουν την μείωση του ευρωπαϊκού πληθωρισμού και μάλιστα φαίνεται πως στην Ελλάδα έχει πέσει κάτω από τον μέσο όρο. Αυτό όμως στην πράξη καταργείται από τις πατέντες και τα κόλπα που στήνονται στα ράφια των σούπερ μάρκετ με αποτέλεσμα την αισχροκέρδια και την ακρίβεια να μαστίζουν την ελληνική κοινωνία και οικονομία.
Οι τιμές στα ράφια των σούπερ μάρκετ αυξάνονται συνεχώς τον τελευταίο χρόνο. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, η μείωση του πληθωρισμού στην Ελλάδα τον Μάρτιο στο 5,4% σε ετήσια βάση, από 6,5% τον Φεβρουάριο οφείλεται στη μείωση των τιμών ενέργειας κατά 14,7%, ενώ αντίθετα οι τιμές των τροφίμων, του αλκοόλ και του καπνού συνέχισαν να αυξάνονται με διψήφιο ποσοστό 11,8% έναντι αύξησης 12,2% τον Φεβρουάριο αναφέρει σε άρθρο του για το Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο πρόεδρος Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς, Βασίλης Κορκίδης.
Ποιες είναι όμως οι αιτίες της αύξησης των τιμών; Ο Βασίλης Κορκίδης αναφέρει αναλυτικά:
«Το παράδοξο των υψηλών τιμών στα τρόφιμα, είναι πως ενώ το κόστος παραγωγής τους, υποχωρεί παγκοσμίως εδώ και ένα χρόνο, εντούτοις οι τιμές στο ράφι αυξάνονται. Οι αλλεπάλληλες κρίσεις στη παγκόσμια οικονομία έχουν προκαλέσει στρεβλώσεις και ανατροπές, δημιουργώντας ανατρεπτικά χαρακτηριστικά που δύσκολα εξηγούνται με όσα γνωρίζουμε μέχρι σήμερα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ενώ στα τρόφιμα συνεχίζουν να έρχονται από παντού ανατιμήσεις και αφού δεν μειώθηκαν με τις τιμές των καυσίμων σε χαμηλά επίπεδα, δεν προβλέπεται να συμβεί σύντομα. Η όποια διόρθωση για τις υψηλές τιμές των τροφίμων, εγχώριων και εισαγόμενων, υποδηλώνει την ανάγκη για περαιτέρω βελτίωση της διάρθρωσης της παραγωγής, αλλά και της ανταγωνιστικότητας μισθών και τιμών.
Οι τιμές των τροφίμων στην Ελλάδα και όλες τις 27 χώρες της ΕΕ διατηρούνται στα ύψη και καταγράφουν μηνιαίως μεγαλύτερες αυξήσεις από τις τιμές των άλλων ομάδων προϊόντων, συμβάλλοντας περισσότερο στον ευρωπαικό πληθωρισμό. Σύμφωνα με προκαταρκτικά στοιχεία της Eurostat, η μείωση του πληθωρισμού στην Ελλάδα τον Μάρτιο στο 5,4% σε ετήσια βάση, από 6,5% τον Φεβρουάριο οφείλεται στη μείωση των τιμών ενέργειας κατά 14,7%, ενώ αντίθετα οι τιμές των τροφίμων, του αλκοόλ και του καπνού συνέχισαν να αυξάνονται με διψήφιο ποσοστό 11,8% έναντι αύξησης 12,2% τον Φεβρουάριο. Αντίστοιχα στις χώρες της ευρωζώνης, ο πληθωρισμός μειώθηκε στο 6,9% από 8,5%, με την αποκλιμάκωση να οφείλεται επίσης στις τιμές ενέργειας, οι οποίες μειώθηκαν 0,9% έναντι αύξησης 13,7% τον Φεβρουάριο, ενώ οι τιμές στα τρόφιμα, αλκοόλ και καπνό συνέχισαν να αυξάνονται και μάλιστα με ταχύτερο ρυθμό 15,4% έναντι 15% τον Φεβρουάριο.
Την ίδια χρονική συγκυρία, ο ΟΠΕΚ ανησυχώντας από τη συνεχιζόμενη πτώση των τιμών του πετρελαίου, σε σχέση με την περσινή χρονιά που το πετρέλαιο ήταν πολύ φθηνότερο για τις βιομηχανικές χώρες, αποφάσισε τη μείωση της παραγωγής πετρελαίου προκαλώντας άνοδο των τιμών των καυσίμων και διασπορά ανατιμητικών τάσεων σε ολόκληρη την αγορά. Αναλυτές εκτιμούν πως η μείωση θα οδηγήσει την τιμή του βαρελιού κοντά στα 100 δολάρια με τα σενάρια για τις επιπτώσεις στον πληθωρισμό και τα επιτόκια να διατηρούν την ανιούσα. Επί της ουσίας ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι η είσοδος σε ένα σπιράλ χωρίς τέλος όπου η ανατροφοδότηση του πληθωρισμού, μέσω των καυσίμων και ενώ υπάρχει ήδη υψηλός πληθωρισμός των τροφίμων, θα οδηγήσει πιθανότατα σε πιο επιθετικές αυξήσεις επιτοκίων για την ανάσχεσή του.
Για την Ελλάδα οι εξελίξεις στο πετρελαϊκό έρχονται σε μια χρονική συγκυρία κατά την οποία ο πληθωρισμός τον Μάρτιο, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, ακολουθεί πτωτική πορεία με τις τιμές των καυσίμων επί της ουσίας να έχουν συμβάλει στην απορρόφηση πληθωριστικών πιέσεων που όμως συνεχίζουν στα τρόφιμα. Ο κίνδυνος από την εκτόξευση του βαρελιού είναι διπλός, καθώς αφ ενός η αύξηση στις τιμές της βενζίνης και του πετρελαίου στην αντλία θα οδηγήσει πιθανότατα σε αύξηση του κόστους διακίνησης των προϊόντων και πρώτων υλών και αφ ετέρου θα αλλάξει τα δεδομένα και στην τιμή της ενέργειας. Τα νέα δεδομένα αυξάνουν λοιπόν τις ανησυχίες στο οικονομικό πεδίο. Το ενδεχόμενο να διαταραχθεί περαιτέρω το ισοζύγιο προσφοράς και ζήτησης στα επισιτιστικά καταναλωτικά προϊόντα είναι ορατό και οι επιπτώσεις από το σπιράλ που δημιουργούν οι τιμές των καυσίμων, καθιστά αδύνατο προς ώρας να προσδιοριστεί η διάρκεια του υψηλού δείκτη τιμών καταναλωτή των τροφίμων σε Ελλάδα και Ευρώπη.
Οι εξηγήσεις
Η ανοδική πορεία των λιανικών τιμών των τροφίμων στην Ελλάδα και την Ευρωζώνη έχει διάφορες εξηγήσεις.
Κατ’ αρχήν, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ, οι διεθνείς τιμές αύξησαν κατά έξι ποσοστιαίες μονάδες τις λιανικές τιμές των τροφίμων το 2022, εξηγώντας ένα μεγάλο μέρος των αυξήσεων.
Δεύτερον, υπάρχει σημαντική χρονική καθυστέρηση όσον αφορά το πέρασμα των αυξήσεων ή μειώσεων των διεθνών τιμών λιανικής, η οποία εκτιμάται από 6 έως 12 μήνες.
Τρίτον, οι εγχώριες τιμές επηρεάζονται σε σημαντικό βαθμό από τη φύση της παραγωγής των αγροτικών προϊόντων. Είναι χαρακτηριστική η μελέτη του ΔΝΤ για τις τιμές των λιπασμάτων που δείχνει ότι κάθε μεταβολή στις τιμές τους επηρεάζει άμεσα τις διεθνείς τιμές των σιτηρών και άλλων βασικών αγαθών σε ετήσια βάση. Το πανευρωπαϊκό παράδοξο της αύξησης και διατήρησης των υψηλών τιμών στο κλάδο των τροφίμων αναμένεται να μας ταλαιπωρήσει για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί ο Ρώσο-Ουκρανικός πόλεμος, στην αυλή της Ευρώπης».
Ένα χρόνο νωρίτερα, ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη ήταν 7,4%. Ο ετήσιος πληθωρισμός στην ΕΕ ήταν 8,3% τον Μάρτιο του 2023, από 9,9% τον Φεβρουάριο. Ένα χρόνο νωρίτερα, ο πληθωρισμός στην ΕΕ ήταν 7,8%.
Το χαμηλότερο επίπεδο ετήσιου πληθωρισμού καταγράφηκε στο Λουξεμβούργο (2,9%), στην Ισπανία (3,1%), στην Ολλανδία (4,5%), στο Βέλγιο (4,9%) και στην Ελλάδα (5,4%).
Τα υψηλότερα ετήσια ποσοστά πληθωρισμού καταγράφηκαν στην Ουγγαρία (25,6%), τη Λετονία (17,2%) και την Τσεχία (16,5%). Σε σύγκριση με τον Φεβρουάριο, ο ετήσιος πληθωρισμός μειώθηκε σε είκοσι πέντε κράτη-μέλη και αυξήθηκε σε δύο.
Στην Ελλάδα ο ετήσιος πληθωρισμός μειώθηκε στο 5,4% το Μάρτιο από 6,5% το Φεβρουάριο και από 8% το Μάρτιο του 2022.
Τον Μάρτιο του 2023, η υψηλότερη συμβολή στον ετήσιο ρυθμό πληθωρισμού της ζώνης του ευρώ προήλθε από τα τρόφιμα, το αλκοόλ και τον καπνό (+3,12 ποσοστιαίες μονάδες), ακολουθούμενες από τις υπηρεσίες (+2,10 π.μ.), τα μη ενεργειακά βιομηχανικά αγαθά (+1,71 π.μ.) και την ενέργεια (-0,05 π.μ.).
Τέλος στο φαινόμενο των δήθεν προσφορών το οποίο έχει παρατηρηθεί σε πολλά σουπερμάρκετ επιχειρεί να βάλει νέο σχέδιο της κυβέρνησης, το οποίο θα εφαρμοστεί από τις 15 Μαΐου. Σύμφωνα με αυτό, θα είναι πλέον υποχρεωτικό να αναγράφονται στα προϊόντα που βρίσκονται στα ράφια του σούπερ μάρκετ η τιμή ανά τεμάχιο / τιμή μετά την προσφορά, η τιμή ανά μονάδα βάρους (κιλά) καθώς και η τιμή ανά μονάδα όγκου (λίτρα).
Τι προβλέπει το ΦΕΚ που έχει ήδη εκδοθεί
Η πληροφορία που παρέχεται από τον έμπορο προς τον καταναλωτή για τα προϊόντα που διατίθενται προς πώληση πρέπει να είναι:
- Επαρκής,
- σαφής,
- εύκολα αντιληπτή και εύκολα προσβάσιμη από τον καταναλωτή,
- ειλικρινής,
- ακριβής,
- μη παραπλανητική ως προς την τιμή ή την ποσότητα του προϊόντος.
Η πληροφορία που παρέχεται, με οποιονδήποτε τρόπο, από τον έμπορο προς τον καταναλωτή σχετικά με την τιμή του συσκευασμένου προϊόντος που διατίθεται προς πώληση περιλαμβάνει, κατ’ ελάχιστο:
- Την τιμή πώλησης ανά συσκευασία προϊόντος,
- την τιμή πώλησης ανά μονάδα μέτρησης της ποσότητας του προϊόντος και
- την ονομασία του προϊόντος.
Οι εξαιρέσεις
- Τα καταστήματα λιανικών πωλήσεων με εμβαδόν μικρότερο από πενήντα (50) τετραγωνικά μέτρα, εφόσον δεν πωλούν προϊόντα αρτοποιίας,
- τα περίπτερα,
- τα μηχανήματα αυτόματης πώλησης, εφόσον δεν εντάσσονται στο πλαίσιο καταστήματος πώλησης ομοειδών προϊόντων,
- μαγειρεμένα ή ωμά τρόφιμα που προσφέρονται από καταστήματα εστίασης,
- παγωτά καθαρού βάρους έως διακόσια (200) γραμμάρια,
- σοκολάτες καθαρού βάρους έως εκατό (100) γραμμάρια,
- προϊόντα καθαρού βάρους έως πενήντα (50) γραμμάρια, εφόσον πωλούνται κατά συνήθη εμπορική πρακτική με το τεμάχιο,
- προϊόντα καθαρού όγκου έως πενήντα (50) χιλιοστά του λίτρου, εφόσον πωλούνται κατά συνήθη εμπορική πρακτική με το τεμάχιο,
- καλλυντικά και προϊόντα αρωματοποιίας,
- είδη κοσμηματοπωλείου
Το 14,2% των Ελλήνων νέων, ηλικίας 15-29 ετών, στερούνταν το 2021 βασικών αγαθών, υπηρεσιών ή κοινωνικών δραστηριοτήτων, σύμφωνα με έρευνα της Eurostat.
Πρόκειται για το τρίτο μεγαλύτερο ποσοστό στην ΕΕ μετά τη Ρουμανία (23,1%) και τη Βουλγαρία (18,7%), ενώ ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ενωση ήταν πολύ χαμηλότερος (6,1%) έναντι 6,4% για το σύνολο του πληθυσμού, σύμφωνα με το imerisia.gr.
Σύμφωνα με την Eurostat, ένα άτομο θεωρείται ότι στερείται βασικών αγαθών, υπηρεσιών ή κοινωνικών δραστηριοτήτων, εφόσον δεν είναι σε θέση να εξασφαλίσει τουλάχιστον 7 από 13 σχετικές ανέσεις (6 που αφορούν στα ίδια τα άτομα και 7 που σχετίζονται με τα νοικοκυριά).
Οι ανέσεις σε επίπεδο νοικοκυριού είναι οι εξής:
- Δυνατότητα να μπορούν να ανταποκριθούν σε απρόσμενες δαπάνες
- Δυνατότητα να μπορούν να πληρώσουν για μία εβδομάδα διακοπών
- Δυνατότητα να αντιμετωπίζουν ληξιπρόθεσμες οφειλές
- Δυνατότητα να μπορούν να τρώνε κρέας, κοτόπουλο, ψάρια ή αντίστοιχης θρεπτικής αξίας τροφές για τους vegetarian κάθε δεύτερη ημέρα
- Δυνατότητα να συντηρούν το σπίτι τους
- Να μπορούν να έχουν αυτοκίνητο για προσωπική χρήση και
- Αντικατάσταση φθαρμένων υλικών
Οι ανέσεις σε ατομικό επίπεδο αφορούν:
- Να έχουν σύνδεση στο internet
- Να αντικαθιστούν φθαρμένα ρούχα με καινούργια
- Να έχουν δύο ζευγάρια παπούτσια (περιλαμβανομένου ενό ζευγαριού για όλες τις εποχές)\
- Να δαπανούν ένα μικρό ποσό χρημάτων κάθε εβδομάδα για λογαριασμό τους
- Να έχουν τακτικές δραστηριότητες αναψυχής και
- Να βγαίνουν με φίλους ή την οικογένεια για ποτό ή γεύμα τουλάχιστον μία φορά τον μήνα
Κίνδυνος φτώχειας για έναν στους τέσσερις Ελληνες νέους
Στην Ελλάδα εξ άλλου, οι νέοι 15-29 ετών διέτρεχαν το 2021 τον δεύτερο υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας στην ΕΕ, σε ποσοστό 25,3%, με τη Δανία να έχει το υψηλότερο (25,6%) και το μέσο ποσοστό στην ΕΕ να ήταν 20,1%.
Κίνδυνο φτώχειας διατρέχουν τα άτομα με διαθέσιμο εισόδημα χαμηλότερο από το 60% του διάμεσου μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις.
Το ποσοστό του συνολικού πληθυσμού της Ελλάδας που διέτρεχε κίνδυνο φτώχειας ήταν χαμηλότερο (19,6%) και αντίστοιχα ήταν χαμηλότερο το ποσοστό και στην ΕΕ (16,1%).