«Επανέρχονται στη διαμόρφωση των κριτηρίων ψήφου και τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά τα οποία σχετίζονται με την πορεία της χώρας, με τις ιδεολογικές απόψεις που κυριαρχούν, με την αίσθηση για την οικονομία, όλα αυτά τα κριτήρια τα οποία συνδιαμορφώνουν την πρόθεση ψήφου» τόνισε στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων της ΕΡΤ ο σύμβουλος στρατηγικής επικοινωνίας, Ευτύχης Βαρδουλάκης κληθείς να σχολιάσει το ότι η ΝΔ, όπως είπε ο δημοσιογράφος, δείχνει να ανακάμπτει και να παίρνει πίσω μέρος του ποσοστού της που είχε χάσει με την υπόθεση των Τεμπών.
Συγκεκριμένα, ο ίδιος επισήμανε: «Αυτό ήταν ένα βασικό ερώτημα το οποίο το είχαμε θέσει από τότε, αν δηλαδή η απώλεια που είχε τότε η Νέα Δημοκρατία θα είχε μόνιμα χαρακτηριστικά ή αν θα ήταν κάτι παροδικό υπό τη σκιά εκείνης της ανείπωτης τραγωδίας. Φαίνεται ότι μάλλον πηγαίνουμε προς το δεύτερο σενάριο διότι αφού απομακρυνόμαστε ένα χρονικό διάστημα».
Ο κ. Βαρδουλάκης τόνισε: «Επανερχόμαστε στην προεκλογική περίοδο, οπότε παύει να είναι μονοθεματική επικαιρότητα. Μπαίνουν όλα τα ζητήματα, βλέπουμε και τη στρατηγική των κομμάτων ότι επεκτείνεται δεν μένει σε ένα μόνο θέμα».
Από την πλευρά του, ο καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής του Παντείου Γεράσιμος Μοσχονάς μιλώντας στην ίδια εκπομπή, υπογράμμισε ότι «Συμφωνώ καταρχάς με τον κ. Βαρδουλάκη. Σας είχα πει σε εκπομπή σας εξαρχής, αμέσως μετά τα Τέμπη σχεδόν, ότι δεν περιμένω να έχουμε μια μεγάλη ανατροπή […] Δεν είναι και δεν θα μπορούσε να είναι κατά τη γνώμη μου ένα τόσο μετασχηματιστικό γεγονός η μεγάλη τραγωδία των Τεμπών. Δεν έχουμε φτάσει όμως στο σημείο που ήμασταν πριν, δηλαδή πριν τον Μάρτιο. Η Νέα Δημοκρατία έχει απώλειες και αυτή τη στιγμή η απόσταση παρά μια μικρή ανάκαμψη στην οποία αναφέρθηκε ο κύριος Βαρδουλάκης εξακολουθεί να έχει απώλειες και αυτή τη στιγμή η απόσταση ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία και στον ΣΥΡΙΖΑ είναι η μικρότερη που είχαμε από τις εκλογές του 2019. Αυτό προσοχή δεν σημαίνει ότι αλλάζει τη γενική τάση. Είμαστε 27 – 28 μέρες πριν τις εκλογές. Έχουμε μια μακράς διάρκειας κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας. Αν δεν κάνει κάτι σημαντικό ο ΣΥΡΙΖΑ, επαναλαμβάνω κάτι σημαντικό, η τάση δεν θα αλλάξει εύκολα στο μέτρο που μπορούμε να εμπιστευτούμε τις δημοσκοπήσεις».
Η αξιοπιστία των γκάλοπ
Σε ερώτηση του κ. Κουβαρά για το αν είναι αξιόπιστα τα γκάλοπ και το ποια είναι αυτά τα δεδομένα τα οποία ζητάει ο ΣΥΡΙΖΑ να δημοσιεύονται και δεν δημοσιεύονται. Όπως είπε ο παρουσιαστής του κεντρικού δελτίου ειδήσεων της ΕΡΤ «λέει ότι πρέπει να δημοσιεύονται κάποια αστάθμητα στοιχεία και θέλω να ρωτήσω υπάρχει πουθενά στον κόσμο γκάλοπ στο οποίο να δημοσιεύονται αστάθμητα στοιχεία γιατί ο ΣΕΔΕΑ λέει στην ανακοίνωσή του ότι αυτό δεν γίνεται πουθενά».
Ο κ. Βαρδουλάκης απάντησε μεταξύ άλλων ότι «Όντως δεν γίνεται πουθενά. Κοιτάξτε και οι ελληνικές εταιρείες δημοσκοπήσεων πάνω κάτω την ίδια μεθοδολογία ακολουθούν όπως ακολουθούν οι περισσότερες χώρες. Υπάρχουν διάφορα μοντέλα που ακολουθεί διαφορετικά κάθε εταιρεία, αλλά δεν δεν είναι θεμελιακά διάφορετικά, δεν είναι εντελώς διαφορετικά, δεν είναι από άλλο κόσμο βγαλμένα[…] Δεν μπορεί να γίνει δημοσκόπηση χωρίς στάθμιση στοιχείων[…] Θα ήταν λάθος να γινόταν (σ.σ. η δημοσίευση αστάθμητων στοιχείων) […] Αντιθέτως, η συζήτηση η οποία γίνεται κατά κανόνα στις δημοσκόπησεις είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ υποεκπροσωπείται στο απλό δείγμα, όταν γίνεται χωρίς σταθμίσεις[…] Δεν αντιλαμβάνομαι για ποιο λόγο σηκώνει αυτό το θέμα. Οι σταθμίσεις ευνοούν τον ΣΥΡΙΖΑ και μάλιστα επειδή αναγνωρίζουν λίγο οι δημοσκόποι ότι στο απλό δείγμα υποεκπροσωπείται φροντίζουν στη στάθμιση αυτό να το συνεκτιμήσουν. Αυτό σημαίνει ότι στο τέλος βάζεις μια ερώτηση “τι είχες ψηφίσει στις προηγούμενες εκλογές;”. Για να θεωρείται το δείγμα σωστό. θα πρέπει στις προηγούμενες εκλογές να πουν ότι ψήφισαν Νέα Δημοκρατία το 39%, ΣΥΡΙΖΑ το 31%, ΠΑΣΟΚ 8%. Εάν όμως στο δείγμα εσύ βρεις ότι έχεις 45% Νέα Δημοκρατία και 25% ΣΥΡΙΖΑ κάνεις μια στάθμιση…».
Ο κ. Μοσχονάς είπε «Κοιτάξτε, υπάρχει ένα πρόβλημα με τις δημοσκοπήσεις. Ξέρουμε ότι στις εκλογές του 2019 τον Ιούλιο, με εξαίρεση -αν τα στοιχεία μου είναι σωστά- δύο εταιρείες οι υπόλοιπες σε ό,τι αφορά το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ “βάρεσαν” λίγο -με συγχωρείτε για τη διατύπωση- στον “γάμο του Καραγκιόζη”. Ξέρουμε επίσης ότι στο δημοψήφισμα έπεσαν έξω. Τι σημαίνει αυτό; Η δημοσκόπηση είναι ένα ερευνητικό προϊόν παρά ταύτα. Ως ερευνητικό προϊόν έχει μειονεκτήματα και πλεονεκτήματα. Είναι χρήσιμη γιατί μαθαίνουμε, έχει μειονεκτήματα γιατί κάνει λάθη και γίνονται συχνά λάθη όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Τώρα ελέγχουμε αυτό το ερευνητικό προϊόν με τη δημοσίευση των αστάθμητων στοιχείων; Η απάντηση μου: κατηγορηματικά όχι. Αυτό δεν μπορεί να γίνει και δεν είναι σωστό. Η κάθε εταιρεία, η κάθε ερευνητική ομάδα κάνει τη δουλειά της με τον τρόπο που νομίζει αυτή σωστό και κρίνεται στο τέλος. Είναι τελεία και παύλα, αυτό. Έχω δυσπιστία προς τις δημοσκοπήσεις, αλλά υπάρχει ένα όριο στον τρόπο που τις αντιμετωπίζουμε. Κατά τη γνώμη μου θα προσέθετα ότι είναι λάθος του ΣΥΡΙΖΑ, έχει έχει ανθρώπους πιο έξυπνους από αυτό και ιδέες πιο καλές από αυτήν θα ήταν καλύτερο να εστιάσει στη στρατηγική του εν όψει των εκλογών θα ήταν πιο αποτελεσματικός».
Σε σχέση με το πόσο ένα ντιμπέιτ μπορεί να επηρεάσει αναποφάσιστους ψηφοφόρους ο κ. Βαρδουλάκης απάντησε «Νομίζω πως όχι. Γιατί εδώ δεν έχουμε δύο άγνωστα πρόσωπα. Έχουμε δύο πολιτικούς αρχηγούς. Ο ένας είναι 15 χρόνια πολιτικός αρχηγός, ο άλλος είναι 7 χρόνια πολιτικός αρχηγός, έχουν διατελέσει και οι δύο πρωθυπουργοί. Τα κριτήρια τα οποία θα καθορίσουν τη στάση του κόσμου απέναντί τους είναι τα γενικότερα πολιτικά και δεν είναι το πώς θα πάει μια συζήτηση μεταξύ τους. Επίσης μιλάμε για έμπειρους πολιτικούς αρχηγούς. Και οι δύο έχουν κάνει ντιμπέιτ. Είναι εκπαιδευμένοι, είναι καλοί στην αντιπαράθεση. Τα δε ντιμπέιτ γίνονται με κανόνες. Είναι σχεδόν αδύνατο να υπάρξει συντριπτική νίκη του ενός ή του άλλου και αυτό μας έχει δείξει και η διεθνής εμπειρία είναι ότι ένα ντιμπέιτ μπορεί να κρίνει το αποτέλεσμα όταν έχουμε μια συντριπτική νίκη του ενός ή του άλλου. Στη δική μας περίπτωση νομίζω δεν υπάρχουν ούτε προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο και λόγω του τρόπου που διεξάγεται το ντιμπέιτ, αλλά λόγω και της επάρκειας και των δύο πολιτικών αρχηγών. Μιλάμε για ανθρώπους οι οποίοι είναι “ψημένοι”, έχουν διατελέσει πρωθυπουργοί, δεν είναι παιδάκια».
«Σύμφωνα με τον κ. Βαρδουλάκη ότι τα ντιμπέιτ δεν έχουν καθοριστικό ρόλο. Από εκεί και πέρα τα ντιμπέιτ είναι στοιχεία της δημοκρατικής διαδικασίας και του δημοκρατικού διαλόγου και κατά τη γνώμη μου αν μου επιτρέπεται του δημοκρατικού ήθους. Συνεπώς ένα ντιμπέιτ μεταξύ όλων των αρχηγών και ενδεχομένως ένα ντιμπέιτ μεταξύ των δύο επικρατέστερων θα ήταν κάτι πολύ καλό. Το ότι σε άλλες χώρες γίνεται δεν είναι κάτι κακό» είπε από την πλευρά του ο κ. Μοσχονάς.
Σε άλλο σημείο ο καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής του Παντείου είπε ότι το νιτιμπέιτ δεν θα επηρεάσει τους αναποφάσιστους. «Απλώς θα μου επιτρέψετε να σας πω -και αυτό αφορά και την προηγούμενη κουβέντα μας για τις δημοσκοπήσεις- στις προηγούμενες εκλογές είχαμε ένα 20% τουλάχιστον ψηφοφόρων που αποφάσισαν τις τελευταίες 10 -15 ημέρες πριν την κάλπη. Τώρα είναι πιθανό το ποσοστό αυτό να είναι μεγαλύτερο γιατί έχουμε και συνθήκες απλής αναλογικής. Συνεπώς ένα ντιμπέιτ θα βοηθούσε την κουβέντα θα επαναλάβω. Θα αλλάξει ριζικά τους συσχετισμούς; Προς Θεού όχι».