Τα πλαστά ημερολόγια του Χίτλερ ήταν το μεγαλύτερο σκάνδαλο της μεταπολεμικής γερμανικής δημοσιογραφίας. Δημοσιεύθηκαν πριν από 40 χρόνια στο Stern, που έκτοτε δεν έχει συνέλθει.
Το ημερολόγιο έγραφε 25 Απριλίου 1983. Διακόσιοι δημοσιογράφοι από όλον τον κόσμο και είκοσι επτά τηλεοπτικά συνεργεία είχαν συρρεύσει στα γραφεία του εκδοτικού οίκου Gruner + Jahr, στο κέντρο του Αμβούργου για μία ιστορική ανακοίνωση: Το περιοδικό Stern που είχε αποκτήσει παγκόσμια φήμη στη δεκαετία του ’70 με τα εκπληκτικής ποιότητας φωτορεπορτάζ του, θα άρχιζε να δημοσιεύει σε συνέχειες «τα ημερολόγια του Αδόλφου Χίτλερ». Τόμοι ολόκληροι στοιβάζονταν μπροστά στους έκπληκτους δημοσιογράφους.
Ο αρμόδιος συντάκτης Γκερντ Χάιντεμαν δεν χόρταινε τα φλας των φωτογράφων, ενώ ο αρχισυντάκτης Πέτερ Κοχ θα μείνει αξέχαστος για τη δήλωσή του: «Η ιστορία του Τρίτου Ράιχ θα πρέπει να ξαναγραφτεί από την αρχή, σε μεγάλο μέρος της». Η πρώτη δημοσίευση έγινε στις 28 Απριλίου 1983. Η διεύθυνση του Stern δεν παρέλειψε να αυξήσει το τιράζ κατά 400.000 φύλλα για να ανταποκριθεί στη ζήτηση, αλλά και να ανεβάσει την τιμή του τεύχους κατά 50 πφένιγκ (υποδιαίρεση του μάρκου, ποσό ίσο με σημερινά 25 λεπτά).
Από την έκπληξη στην καταδίκη
Όμως η πρώτη εντύπωση ήταν μάλλον απογοητευτική. Αντί βαρυσήμαντων αποκαλύψεων που θα «έγραφαν την ιστορία από την αρχή», οι αναγνώστες του Stern διάβαζαν κοινοτυπίες και κουτσομπολιά για την Εύα Μπράουν «που ζητούσε δωρεάν εισιτήρια για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936, προκαλώντας εκνευρισμό» ή κακόγουστες εξομολογήσεις του Χίτλερ για «αυτά τα καινούρια χάπια που προκαλούν ενοχλητικά αέρια» και άλλα παρόμοια. Μήπως κάτι δεν πάει καλά; Ή μήπως οι επιτελείς του Stern το πάνε σιγά-σιγά και κρατούν για αργότερα τις συγκλονιστικές εκμυστηρεύσεις;
Μόλις 12 ημέρες μετά την πρώτη δημοσίευση, η Γερμανική Εγκληματολογική Υπηρεσία (BKA) δημοσιεύει υπόμνημα, από το οποίο προκύπτει ότι τα δήθεν «ημερολόγια του Χίτλερ» είναι πλαστά. Ασφαλής ένδειξη περί αυτού είναι η ποιότητα του χαρτιού, που εμφανίστηκε στη Γερμανία στη δεκαετία του ’50 και δεν υπήρχε στην περίοδο του ναζιστικού καθεστώτος. Το σκάνδαλο δεν έχει προηγούμενο. Η Εισαγγελία αρχίζει έρευνα κατά του Γκερντ Χάιντεμαν, αλλά και κατά του πλαστογράφου Κόνραντ Κούγιαου. Και οι δύο θα καταδικαστούν σε πολυετείς ποινές φυλάκισης. Σήμερα ο Χάιντεμαν ζει πάμπτωχος στο Αμβούργο, ενώ ο Κούγιαου πέθανε από καρκίνο το 2000. Όσο για το Stern, δεν έχει ακόμη καταφέρει να συνέλθει από το πλήγμα.
Στα όρια της …τέχνης
Ο ζωγράφος και καλλιτέχνης Κόνραντ Κούγιαου, κατ’ εξοχήν υπεύθυνος για την πλαστογραφία, ήταν ιδιαίτερη περίπτωση. Είχε διαπρέψει για χρόνια με παρόμοιες απατεωνιές καθώς επινοούσε και πουλούσε σε συλλέκτες δήθεν σπάνια κειμήλια του ναζιστικού καθεστώτος. Μέσω αυτών των κύκλων γνώρισε τον δημοσιογράφο του Stern, ο οποίος επίσης είχε μία αδυναμία για μικροαντικείμενα και αναμνηστικά του Τρίτου Ράιχ.
Μόλις η διεύθυνση του Stern έμαθε για τα «ημερολόγια» του Χίτλερ, δήλωσε διατεθειμένη να πληρώσει το ποσό των δύο εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων για να τα αποκτήσει. Επιφανείς ιστορικοί, εγκληματολόγοι και γραφολόγοι των κρατικών αρχείων συνέκριναν τα ημερολόγια με άλλα «γραπτά» του Χίτλερ και απεφάνθησαν ότι είναι γνήσια. Δεν είχαν αντιληφθεί, δυστυχώς, ότι μερικά από τα «γραπτά» που αξιοποίησαν ως πρότυπο είχαν επίσης πλαστογραφηθεί από τον πολυγραφότατο Κούγιαου.
Πλαστογράφος με εγγύηση γνησιότητας
Ο σουρεαλιστικός επίλογος είναι, ότι ο Κούγιαου μετά την αποφυλάκισή του, άνοιξε γκαλερί στο Βερολίνο, στην οποία πωλούσε γνήσια έργα του, αλλά και «αυθεντικές πλαστογραφίες», του Γκούσταβ Κλιμτ για παράδειγμα. Δεν απαγορεύεται αυτό, εφόσον ο πλαστογράφος δηλώνει εξαρχής ότι είναι πλαστογράφος ή μάλλον αντιγραφέας. Όμως ο Κούγιαου απασχόλησε και πάλι τη δικαιοσύνη όταν, το 1999 βρέθηκε κατηγορούμενος για παράνομη οπλοφορία. Για την ακρίβεια διέθετε άδεια οπλοφορίας, αλλά ήταν …πλαστή.
«Αυθεντικές πλαστογραφίες» πωλούσε όμως και η μαθήτρια του Κούγιαου, Γκαμπριέλε Ζάουερ, από το 2003 σε δική της γκαλερί στη Στουτγάρδη. Αντίγραφα έργων των Κλιμτ, Σεζάν και Γκωγκέν με υπογραφή «Κόνραντ Κούγιαου» έγιναν ανάρπαστα στο E-Bay. Τί γίνεται όμως όταν υποδεέστεροι πλαστογράφοι επιχειρούν να πλαστογραφήσουν τον νόμιμο αντιγραφέα; Ακόμη και αυτό συνέβη.
Αίφνης η Γκαμπριέλε Ζάουερ ανακάλυψε ότι η Πέτρα Κούγιαου, ανηψιά του εκλιπόντος, διοχετεύει επίσης στην αγορά έργα του Κόνραντ Κούγιαου και μάλιστα σε ευτελείς τιμές που αρχίζουν από 500 ευρώ. Ήταν όμως πλαστά κακέκτυπα διότι ένας γνήσιος Κούγιαου μπορεί να είναι πλαστός Γκωγκέν, αλλά σίγουρα «πιάνει» μερικές χιλιάδες ευρώ στην αγορά. Τέλος πάντων, η κυρία Ζάουερ προσέφυγε στη δικαιοσύνη και η κυρία Κούγιαου καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης, αλλά με αναστολή και την υποχρέωση να προσφέρει 150 ώρες κοινοφελούς εργασίας.
Η υπόθεση μεταφέρθηκε και στην μεγάλη οθόνη το 1992 με την γερμανική κωμωδία “Schtonk!“. .
Η ταινία παρουσιάζει τον αμερικανό δημοσιογράφο Τζο Πόλοκ, ο οποίος έρχεται στη Γερμανία για να καλύψει την ιστορία της “αποκάλυψης” των ημερολογίων.
Όταν ο Πόλοκ ανακαλύπτει ότι η ιστορία είναι πλαστή, αποφασίζει να την αποκαλύψει. Ωστόσο, η γερμανική κυβέρνηση, η εφημερίδα και η επιχείρηση που κατασκεύασε την πλαστή ιστορία προσπαθούν να τον εμποδίσουν.
Η ταινία αποτελεί μια σάτιρα της διεθνούς δημοσιογραφίας και των μέσων μαζικής ενημέρωσης, καθώς και μια αναφορά στην ιστορία και την πολιτική της Γερμανίας. Η ταινία έχει κερδίσει πολλά βραβεία, συμπεριλαμβανομένου του Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας το 1993.
Με πληροφορίες από τη DW – Γιάννης Παπαδημητρίου (DPA, DW, Stern)