Τους δρακόντειoυς -αλλά αποδεδειγμένα αναποτελεσματικούς…- κανόνες οικονομικής επιτήρησης των ευρωπαϊκών κρατών, που φέρουν εδώ και 25 χρόνια τη σφραγίδα της Γερμανίας, αρχίζει να «ξηλώνει» η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με την πολιτική υποστήριξη των περισσότερων χωρών της Ευρώπης και παρά τις αντιδράσεις του Βερολίνου.
Για πρώτη φορά στην ιστορία των ευρωπαϊκών Θεσμών, η Κομισιόν έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα τις προτάσεις της για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας, χωρίς να υιοθετεί βασικές προτάσεις που είχε περιλάβει το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών στο δικό του, ανεπίσημο, σχετικό έγγραφο, με κυριότερη την πρόταση για επιβολή νέου αυτόματου μηχανισμού μείωσης του δημοσίου χρέους, με δύο διαφορετικές ταχύτητες: τουλάχιστον 1% ετησίως για τις χώρες με υψηλό χρέος και 0,5% για τις υπόλοιπες.
Από την πλευρά του, ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Κρίστιαν Λίντνερ δήλωσε σήμερα ότι δεν θεωρεί ότι μπορεί να δώσει τη συγκατάθεσή του στις προτάσεις της Κομισιόν για τη μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες, όπως είπε, «χρειάζονται ακόμη σαφείς αναπροσαρμογές».
«Οι προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν ανταποκρίνονται ακόμη στις απαιτήσεις της γερμανικής κυβέρνησης», δήλωσε ο κ. Λίντνερ, διευκρινίζοντας ότι δεν μπορεί να δεχτεί προτάσεις «οι οποίες καταλήγουν στην αποδυνάμωση των ισχυόντων δημοσιονομικών κανόνων». Χρειάζονται ακόμη σαφείς αναπροσαρμογές, πρόσθεσε ο υπουργός και επανέλαβε τη γερμανική θέση για «σταθερά δημοσιονομικά» και «βιώσιμη διαχείριση της οικονομίας» στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το Σύμφωνο θα πρέπει να ενισχυθεί, οι κανόνες του να είναι σαφείς και η εφαρμογή τους εγγυημένη, σημείωσε.
Ο Κρίστιαν Λίντνερ ανέφερε ακόμη ότι μέχρι να εφαρμοστούν νέοι κανόνες, θα πρέπει να εφαρμόζονται οι ισχύοντες και ξεκαθάρισε ότι σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει και στο μέλλον να διατηρηθεί ο κανόνας του 3% επί του ΑΕΠ για το έλλειμμα και του 60% για το δημόσιο χρέος, όπως επίσης και οι κανόνες που αφορούν τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος.
Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Κριστιάν Λίντνερ, είχε εκφράσει εκ των προτέρων τη διαφωνία του με τη χαλάρωση κανόνων, γράφοντας στους “Financial Times” ότι «απαιτούνται διατάξεις που θα διασφαλίζουν την πραγματική μείωση των λόγων χρέους που υπερβαίνουν τις τιμές αναφοράς του Μάαστριχτ κάθε χρόνο». Ωστόσο, η Κομισιόν αγνόησε τις υποδείξεις του και παρουσίασε ένα σχέδιο που δεν διαφέρει από αυτό που είχε παρουσιάσει αρχικά και ουσιαστικά μετατρέπει την οικονομική επιτήρηση των κρατών σε μια χαλαρή και αρκετά ευέλικτη διαδικασία, μακριά από τους γερμανικούς… αυτοματισμούς.
Το κύριο χαρακτηριστικό του μοντέλου που προτείνει η Κομισιόν, για το οποίο πλέον θα δοθούν «μάχες» στο Eurogroup και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, είναι ότι η επιτήρηση θα γίνεται με βάση τετραετή προγράμματα που θα συμφωνούνται μεταξύ της Κομισιόν και των κρατών, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες των οικονομιών τους. «Οι δημοσιονομικές καταστάσεις, οι προκλήσεις και οι οικονομικές προοπτικές ποικίλλουν σημαντικά μεταξύ των 27 κρατών μελών της ΕΕ. Ως εκ τούτου, μια ενιαία προσέγγιση δεν λειτουργεί», αναφέρει χαρακτηριστικά στην ανακοίνωσή της η Κομισιόν, σαν να «απαντά» στις γερμανικές θέσεις και να εξηγεί γιατί τις αγνοεί.
Δύο θα είναι τα βασικά κριτήρια που θα αποτελέσουν τους οδηγούς αυτής της διαδικασίας επιτήρησης, χωρίς βεβαίως να αλλάζουν οι γραμμένοι στις συνθήκες κανόνες για το έλλειμμα και το χρέος (ανώτατα όρια 3% και 60% του ΑΕΠ, αντίστοιχα): Στις δαπάνες των προϋπολογισμών θα τίθεται ένα ανώτατο όριο ετήσιας αύξησης που δεν θα ξεπερνά τον εκτιμώμενο μακροχρόνιο ρυθμό ανάπτυξης κάθε χώρας. Επίσης, όσες χώρες έχουν υπερβολικό έλλειμμα (άνω του 3% του ΑΕΠ) θα πρέπει να το μειώνουν τουλάχιστον κατά 0,5% ετησίως, μέχρι να υποχωρήσει κάτω από το όριο.
Επιπλέον, «άγκυρα» αυτής της διαδικασίας επιτήρησης θα αποτελέσει η βιωσιμότητα του χρέους, την οποία υπολογίζει η Κομισιόν μέσω των αναλύσεων βιωσιμότητας χρέους που διενεργεί. Στόχος σε κάθε τετραετές πρόγραμμα θα είναι να διασφαλίζεται η βιωσιμότητα του χρέους κάθε κράτους ξεχωριστά, με βάση τα δικά του, ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και όχι με ενιαίους και άκαμπτους στόχους, όπως ο κανόνας που ίσχυε ως τώρα και επέβαλε τη μείωση του χρέους τουλάχιστον, σε ετήσια βάση, κατά 5% της διαφοράς από το όριο του 60%, ένας κανόνας γερμανικής έμπνευσης που, αν εφαρμοζόταν σήμερα, θα βούλιαζε σε λιτότητα και ύφεση την Ευρώπη.
Η πρόταση της Κομισιόν θα περάσει, βεβαίως, από… σαράντα κύματα διαπραγματεύσεων, όμως θεωρείται βέβαιο ότι αυτή τη φορά η θέση της Γερμανίας είναι σοβαρά εξασθενημένη, όπως και η βούληση του Βερολίνου να κάνει «άνω κάτω» την Ευρώπη για να επιβάλει τους κανόνες του. Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει αποδυναμώσει πολύπλευρα τη Γερμανία, ενώ είναι αμφίβολο αν ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Σολτς θα επιμείνει να στηρίζει τις ακραίες θέσεις του φιλελεύθερου υπουργού Οικονομικών Λίντνερ, με τους περισσότερους στις Βρυξέλλες να εκτιμούν ότι θα τον «αδειάσει» για να αποφευχθεί ένας κίνδυνος διχασμού της Ευρώπης εν μέσω αντιπαράθεσης με τη Ρωσία.
Τι πρότεινε η Κομισιόν
Η Επιτροπή, όπως ανακοίνωσε, υπέβαλε σήμερα νομοθετικές προτάσεις για την εφαρμογή της πιο ολοκληρωμένης μεταρρύθμισης των κανόνων οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ μετά την οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση. Κεντρικός στόχος των προτάσεων αυτών είναι η ενίσχυση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους και η προώθηση της βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης σε όλα τα κράτη μέλη μέσω μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων.
Οι προτάσεις αντιμετωπίζουν τις ελλείψεις του ισχύοντος πλαισίου. Λαμβάνουν υπόψη την ανάγκη να μειωθούν τα πολύ αυξημένα επίπεδα δημόσιου χρέους, να αξιοποιηθούν τα διδάγματα που αντλήθηκαν από την πολιτική αντίδραση της ΕΕ στην κρίση COVID-19 και να προετοιμαστεί η ΕΕ για τις μελλοντικές προκλήσεις, στηρίζοντας την πρόοδο προς μια πράσινη, ψηφιακή, χωρίς αποκλεισμούς και ανθεκτική οικονομία και καθιστώντας την ΕΕ πιο ανταγωνιστική.
Οι νέοι κανόνες θα διευκολύνουν τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις και θα συμβάλουν στη μείωση των υψηλών δεικτών δημόσιου χρέους με ρεαλιστικό, σταδιακό και διαρκή τρόπο, σύμφωνα με την ομιλία της προέδρου φον ντερ Λάιεν για την κατάσταση της Ένωσης το 2022. Η μεταρρύθμιση θα καταστήσει απλούστερη την οικονομική διακυβέρνηση, θα βελτιώσει την εθνική οικειοποίηση, θα δώσει μεγαλύτερη έμφαση μεσοπρόθεσμα και θα ενισχύσει την επιβολή, εντός ενός διαφανούς κοινού πλαισίου της ΕΕ.
Οι προτάσεις είναι αποτέλεσμα παρατεταμένης περιόδου προβληματισμού και ευρείας διαδικασίας διαβούλευσης.
Τα εθνικά μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά-διαρθρωτικά σχέδια αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο των προτάσεων της Επιτροπής. Τα κράτη μέλη θα σχεδιάσουν και θα παρουσιάσουν σχέδια που θα καθορίζουν τους δημοσιονομικούς στόχους τους, μέτρα για την αντιμετώπιση των μακροοικονομικών ανισορροπιών και μεταρρυθμίσεις προτεραιότητας και επενδύσεις για περίοδο τουλάχιστον τεσσάρων ετών. Τα σχέδια αυτά θα αξιολογηθούν από την Επιτροπή και θα εγκριθούν από το Συμβούλιο βάσει κοινών κριτηρίων της ΕΕ.
Η ενσωμάτωση δημοσιονομικών, μεταρρυθμιστικών και επενδυτικών στόχων σε ένα ενιαίο μεσοπρόθεσμο σχέδιο θα συμβάλει στη δημιουργία μιας συνεκτικής και εξορθολογισμένης διαδικασίας. Θα ενισχύσει την εθνική οικειοποίηση, παρέχοντας στα κράτη μέλη μεγαλύτερο περιθώριο ελιγμών όσον αφορά τον καθορισμό των δικών τους πορειών δημοσιονομικής προσαρμογής και των μεταρρυθμιστικών και επενδυτικών δεσμεύσεών τους. Τα κράτη μέλη θα υποβάλλουν ετήσιες εκθέσεις προόδου για να διευκολύνουν την αποτελεσματικότερη παρακολούθηση και επιβολή της εφαρμογής αυτών των δεσμεύσεων.
Η νέα διαδικασία δημοσιονομικής εποπτείας θα ενσωματωθεί στο Ευρωπαϊκό Εξάμηνο, το οποίο θα παραμείνει το κεντρικό πλαίσιο για τον συντονισμό της οικονομικής πολιτικής και της πολιτικής απασχόλησης.
Απλούστεροι κανόνες που λαμβάνουν υπόψη τις διάφορες δημοσιονομικές προκλήσεις
Οι δημοσιονομικές καταστάσεις, οι προκλήσεις και οι οικονομικές προοπτικές ποικίλλουν σημαντικά μεταξύ των 27 κρατών μελών της ΕΕ. Ως εκ τούτου, μια ενιαία προσέγγιση δεν λειτουργεί. Οι προτάσεις επιδιώκουν τη μετάβαση σε ένα πλαίσιο εποπτείας που θα βασίζεται περισσότερο στον κίνδυνο, το οποίο θα θέτει στο επίκεντρό του τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, προωθώντας παράλληλα τη βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη. Η προσέγγιση αυτή θα τηρεί ένα διαφανές κοινό πλαίσιο της ΕΕ.
Τα σχέδια των κρατών μελών θα καθορίζουν την πορεία δημοσιονομικής προσαρμογής τους. Αυτοί θα διατυπωθούν με βάση τους πολυετείς στόχους δαπανών, οι οποίοι θα αποτελέσουν τον ενιαίο επιχειρησιακό δείκτη για τη δημοσιονομική εποπτεία, απλουστεύοντας έτσι τους δημοσιονομικούς κανόνες.
Για κάθε κράτος μέλος με δημόσιο έλλειμμα άνω του 3% του ΑΕΠ ή δημόσιο χρέος άνω του 60% του ΑΕΠ, η Επιτροπή θα εκδώσει ειδική ανά χώρα «τεχνική πορεία». Η πορεία αυτή θα επιδιώξει να διασφαλίσει ότι το χρέος θα τεθεί σε εύλογα πτωτική πορεία ή θα παραμείνει σε συνετά επίπεδα και ότι το έλλειμμα θα παραμείνει ή θα μειωθεί και θα διατηρηθεί κάτω από το 3% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα.
Για τα κράτη μέλη με δημόσιο έλλειμμα κάτω του 3% του ΑΕΠ και δημόσιο χρέος κάτω του 60% του ΑΕΠ, η Επιτροπή θα παρέχει τεχνικές πληροφορίες στα κράτη μέλη ώστε να διασφαλίζεται ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα διατηρείται κάτω από την τιμή αναφοράς του 3% του ΑΕΠ και μεσοπρόθεσμα.
Αυτές οι τεχνικές πορείες και τεχνικές πληροφορίες θα καθοδηγήσουν τα κράτη μέλη κατά τον σχεδιασμό των πολυετών στόχων δαπανών που θα συμπεριλάβουν στα σχέδιά τους.
Θα εφαρμοστούν κοινές διασφαλίσεις για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους. Οι τιμές αναφοράς 3% και 60% του ΑΕΠ για το έλλειμμα και το χρέος θα παραμείνουν αμετάβλητες. Ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕγχΠ θα πρέπει να είναι χαμηλότερος στο τέλος της περιόδου που καλύπτεται από το σχέδιο από ό,τι στην αρχή της περιόδου αυτής· και θα πρέπει να εφαρμοστεί ελάχιστη δημοσιονομική προσαρμογή ύψους 0,5% του ΑΕΠ ετησίως ως σημείο αναφοράς, εφόσον το έλλειμμα παραμένει πάνω από το 3% του ΑΕΠ. Επιπλέον, τα κράτη μέλη που επωφελούνται από παρατεταμένη περίοδο δημοσιονομικής προσαρμογής θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι η δημοσιονομική προσπάθεια δεν αναβάλλεται για τα τελευταία έτη.
Οι γενικές και ειδικές ανά χώρα ρήτρες διαφυγής θα επιτρέπουν αποκλίσεις από τους στόχους δαπανών σε περίπτωση σοβαρής οικονομικής ύφεσης στην ΕΕ ή στη ζώνη του ευρώ συνολικά ή εξαιρετικών περιστάσεων εκτός του ελέγχου του κράτους μέλους με σημαντικό αντίκτυπο στα δημόσια οικονομικά. Το Συμβούλιο, βάσει σύστασης της Επιτροπής, θα αποφασίσει σχετικά με την ενεργοποίηση και απενεργοποίηση αυτών των ρητρών.
Διευκόλυνση των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων για τις προτεραιότητες της ΕΕ
Οι μεταρρυθμίσεις και οι επενδύσεις είναι και οι δύο απαραίτητες. Η πράσινη και η ψηφιακή μετάβαση, η ενίσχυση της οικονομικής και κοινωνικής ανθεκτικότητας και η ανάγκη ενίσχυσης της ικανότητας ασφάλειας της Ευρώπης θα απαιτήσουν μεγάλες και βιώσιμες δημόσιες επενδύσεις τα επόμενα χρόνια. Οι μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν τη βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη εξακολουθούν να αποτελούν ουσιαστική συνιστώσα αξιόπιστων σχεδίων μείωσης του χρέους. Η θετική αλληλεπίδραση μεταξύ μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων δείχνει ήδη τα οφέλη της στο πλαίσιο του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας του NextGenerationEU.
Ως εκ τούτου, οι προτάσεις αποσκοπούν στη διευκόλυνση και την ενθάρρυνση των κρατών μελών να εφαρμόσουν σημαντικά μεταρρυθμιστικά και επενδυτικά μέτρα. Τα κράτη μέλη θα επωφεληθούν από μια πιο σταδιακή πορεία δημοσιονομικής προσαρμογής εάν δεσμευτούν στα σχέδιά τους για μια σειρά μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων που συμμορφώνονται με συγκεκριμένα και διαφανή κριτήρια.
Πρόβλεψη αποτελεσματικής επιβολής
Οι κανόνες απαιτούν επιβολή. Ενώ οι προτάσεις παρέχουν στα κράτη μέλη μεγαλύτερο έλεγχο επί του σχεδιασμού των μεσοπρόθεσμων σχεδίων τους, θεσπίζουν επίσης αυστηρότερο καθεστώς επιβολής για να διασφαλίσουν ότι τα κράτη μέλη τηρούν τις δεσμεύσεις που αναλαμβάνουν στα μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά-διαρθρωτικά σχέδιά τους.
Για τα κράτη μέλη που αντιμετωπίζουν σημαντικές προκλήσεις όσον αφορά το δημόσιο χρέος, οι αποκλίσεις από τη συμφωνηθείσα πορεία δημοσιονομικής προσαρμογής θα οδηγήσουν εξ ορισμού στην κίνηση διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος.
Η μη υλοποίηση των μεταρρυθμιστικών και επενδυτικών δεσμεύσεων που δικαιολογούν την παράταση της περιόδου δημοσιονομικής προσαρμογής θα μπορούσε να οδηγήσει σε συντόμευση της περιόδου προσαρμογής.
Επόμενα βήματα
Η ταχεία επίτευξη συμφωνίας για την αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ και άλλων στοιχείων του πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης αποτελεί πιεστική προτεραιότητα στην τρέχουσα κρίσιμη συγκυρία για την οικονομία της ΕΕ.
Το Συμβούλιο, σε συμπεράσματα που ενέκρινε επίσης το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ζήτησε να ολοκληρωθεί το νομοθετικό έργο το 2023. Η Επιτροπή καλεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο να καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με τις νομοθετικές προτάσεις που υποβλήθηκαν σήμερα το συντομότερο δυνατόν, ώστε να ανταποκριθούν επαρκώς στις μελλοντικές προκλήσεις.