Η διεθνής και η ευρωπαϊκή οικονομία δοκιμάζονται σήμερα από βραχυπρόθεσμες αναταράξεις στις χρηματαγορές και από μεσοπρόθεσμες κρίσεις προσφοράς οι οποίες υπονομεύουν σοβαρά την ανάπτυξη και διατηρούν σε υψηλό επίπεδο τόσο τις τιμές των ενεργειακών προϊόντων, των τροφίμων, των μεταφορών, του εφοδιασμού, κ.λ.π., όσο και το κόστος παραγωγής. Στις συνθήκες αυτές οι Κεντρικές Τράπεζες σε ΗΠΑ και Ευρωπαϊκή Ένωση προέβησαν και προβαίνουν σε πολιτικές αύξησης των επιτοκίων προκειμένου να επιτύχουν τον Καταστατικό στόχο της σταθερότητας των τιμών.
Των Σάββα Γ. Ρομπόλη, Βασίλειου Γ. Μπέτση*
Όταν όμως ο πληθωρισμός των ημερών μας είναι πληθωρισμός της προσφοράς και όχι πληθωρισμός της ζήτησης, τότε επαληθεύεται η εκτίμηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) ότι το πληθωριστικό φαινόμενο στην ευρωζώνη θα είναι προσωρινά διατηρούμενο για κάποιο χρονικό (Chr.Lagarde,2022), όχι όμως, όπως εξελίσσεται, μικρό διάστημα.
Καθοριστικό ρόλο στην ραγδαία αύξηση των τιμών, ιδιαίτερα των ενεργειακών προϊόντων και των τροφίμων αποτέλεσαν και αποτελούν, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, οι πολεμικές συγκρούσεις της Ρωσίας στην Ουκρανία (24/2/2022).
- Έτσι, σε σύντομο χρονικό διάστημα η ΕΚΤ οδηγήθηκε στην εγκατάλειψη, μετά από αρκετά χρόνια, της πολιτικής των χαμηλών επιτοκίων και της επιλογής μετά από διαδοχικές αυξήσεις των επιτοκίων στο σημερινό επίπεδο του 3,25%, προκειμένου, σύμφωνα με την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, να διασφαλισθεί η επιστροφή του επιπέδου του πληθωρισμού στον στόχο του 2%.
Όμως, στις συνθήκες αυτές η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) με την πέμπτη επιτοκιακή αύξηση από τον Ιούλιο του 2022 μέχρι σήμερα (Απρίλιος 2023) συμβάλλει στην μείωση της κατανάλωσης και των επενδύσεων, κινούμενη στον άξονα του πληθωρισμού ενάντια στον πληθωρισμό, με τίμημα, μεταξύ άλλων, την αποκλιμάκωση των πληθωριστικών πιέσεων διαμέσου της ύφεσης, της μείωσης της ζήτησης, της κρίσης του κόστους διαβίωσης και της επιδείνωσης της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών, της συρρίκνωσης της παραγωγής των επιχειρήσεων, της αύξησης της ανεργίας και της παράτασης της λιτότητας.
- Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι μία τέτοια προοπτική απομακρύνει, μεταξύ άλλων, την ευρωζώνη και τα κράτη-μέλη από έναν σύντομο χρόνο επιστροφής στα ουδέτερα επίπεδα (1%-2%) πληθωρισμού, υψηλού ρυθμού ανάκαμψης, αύξησης της βιομηχανικής και της αγροτικής παραγωγής, αύξησης της απασχόλησης, των εισοδημάτων, της αγοραστικής δύναμης, των κοινωνικών δαπανών, κ.λ.π.
Έτσι, στην πορεία αυτή καθυστερεί στην ευρωζώνη και τα κράτη-μέλη η έγκαιρη αποκατάσταση της εφοδιαστικής αλυσίδας, των μεταφορών, του ελέγχου του πληθωρισμού, της αντιμετώπισης της κρίσης του κόστους διαβίωσης των πολιτών, της κοινωνικής συνοχής και των ανισοτήτων.
Η προοπτική αυτή διαπερνά τις αντίστοιχες εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Φεβρουάριος 2023) σύμφωνα με τις οποίες ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ στην ζώνη του ευρώ το 2023 θα είναι 0,9% και το 2024 θα είναι 1,5%.
- Παράλληλα, ο πληθωρισμός στην ζώνη του ευρώ το 2023 θα είναι 5,6% (6,9% τον Μάρτιο του 2023) και το 2024 θα είναι 2,5%, δηλαδή σε υψηλότερα επίπεδα από τον στόχο 2% της ΕΚΤ. Στο περιβάλλον αυτό, σύμφωνα με τις ίδιες εκτιμήσεις, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ στην Ελλάδα το 2023 θα είναι 1,2% και το 2024 θα είναι 2,2%.
- Παράλληλα, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα το 2023 θα είναι 4,5% (5,4% τον Μάρτιο του 2023) και το 2024 θα είναι 2,4%. Με άλλα λόγια, αναδεικνύεται με τον πιο εύληπτο τρόπο ότι η επιστροφή στα επίπεδα του πληθωρισμού του 2020 τόσο στην ευρωζώνη, όσο και στην Ελλάδα εκτιμάται ότι δεν θα επιτευχθεί πριν από την δεύτερη πενταετία της δεκαετίας του 2020.
- Παράλληλα, εξειδικεύοντας στον πληθωρισμό των τροφίμων στην ευρωζώνη διαπιστώνεται ότι τον Μάρτιο του 2023 ήταν 15,4% και στην Ελλάδα ο πληθωρισμός τροφίμων ήταν 14,3% και της ένδυσης ήταν 14,4%, δηλαδή ποσοστό τριπλάσιο απ΄αυτό του μέσου επιπέδου πληθωρισμού.
Επιπλέον, η υπο-τιμαριθμοποίηση της αύξησης των μισθών στην ευρωζώνη και στα κράτη-μέλη διευρύνει τις απώλειες της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών και επιδεινώνει, διαμέσου της αύξησης του κόστους διαβίωσης, το βιοτικό επίπεδο των νοικοκυριών. Για παράδειγμα στην Ελλάδα ο μέσος πληθωρισμός το 2022 αυξήθηκε 4,9% και το επίπεδο του πληθωρισμού ήταν 9,4%.
Παράλληλα, η ωριαία αμοιβή το 2022 ήταν 11,5 ευρώ έναντι των 25,5 ευρώ στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με αποτέλεσμα τα φτωχότερα τμήματα του πληθυσμού να πλήττονται ιδιαίτερα από την αύξηση των τιμών των τροφίμων, της ένδυσης, κ.λ.π. Έτσι, στις συνθήκες αυτές μείωσης του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος στην Ελλάδα κατά -7,4% το 2022 (ΟΟΣΑ, 2023), η άποψη που διατυπώνεται στην ευρωζώνη και στα κράτη-μέλη για «μισθολογική αυτοσυγκράτηση» προκειμένου να αποτραπεί το πληθωριστικό σπιράλ μισθού-τιμής και η περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων, στερείται τεχνικής τεκμηρίωσης και επιστημονικής ειλικρίνειας.
Κι΄αυτό γιατί οι μισθοί δεν συνέβαλαν στην αλματώδη αύξηση των τιμών. Αντίθετα, οι συντελούμενες πληθωριστικές πιέσεις των πρώτων τριμήνων του 2022 οφείλονται, κατά βάση, στο ενεργειακό κόστος και από το τελευταίο τρίμηνο του 2022 οφείλονται και στον πληθωρισμό κερδών των επιχειρήσεων.( P. Briancon, o.t.gr-8/4/2023). Αυτό σημαίνει ότι ο πληθωρισμός σε μακρο-επίπεδο βρίσκεται, μεταξύ άλλων, στο επίκεντρο μίας πραγματικής διανεμητικής σύγκρουσης τόσο σε διεθνές επίπεδο μεταξύ των χωρών, όσο και μεταξύ των παραγωγικών δυνάμεων κεφαλαίου-εργασίας.
Παράλληλα, σε μικρο-επίπεδο ο πληθωρισμός αφορά τρείς συνιστώσες: το κόστος εργασίας, το κόστος εισροών και το ποσοστό κέρδους των επιχειρήσεων ( A.Martin, Alternatives Economiques, 22/8/2022). Στην ανάλυση αυτή των τριών συνιστωσών ο πληθωρισμός δεν δημιουργείται από το σπιράλ μισθού-τιμής αλλά από το σπιράλ κέρδους-τιμής. Πράγματι, σύμφωνα με σχετική μελέτη ( Sylvain Billot, 2023) το τελευταίο τρίμηνο του 2022 στην Γαλλία η αύξηση των κερδών, σε τομείς που συνδέονται με την ενέργεια, τις διεθνείς εμπορευματικές μεταφορές και την βιομηχανία αγροδιατροφής, ευθύνεται για το 60% του πληθωρισμού σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο (Chr.Chavagneux, Alternatives Economiques, 7/4/2023).
- Αυτό σημαίνει ότι οι αυξήσεις των τιμών στην βιομηχανία τροφίμων στην Γαλλία αλλά και σε άλλα κράτη-μέλη της ευρωπαϊκής ένωσης ήταν και είναι πολλαπλάσιες από το κόστος παραγωγής τους σε βαθμό που διαμέσου της αύξησης του περιθωρίου του κέρδους των επιχειρήσεων να τροφοδοτείται η σοβαρή αύξηση των τιμών στα τρόφιμα, την ένδυση, τα καπνικά προϊόντα, κ.λ.π.
Από την άποψη αυτή αξίζει να σημειωθεί ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα( ΕΚΤ) τον Μάρτιο του 2023 είχε επισημάνει ότι η κινητήρια δύναμη της αύξησης των τιμών στην Ευρώπη είναι πλέον η στρατηγική αύξησης του περιθωρίου κέρδους των επιχειρήσεων.
*Ομότ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου, Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου