Πώς σκέφτονται οι εικοσάρηδες και τριαντάρηδες; Ποια κίνητρα και ποιες αξίες τούς κινητοποιούν; Γιατί η γενιά μου δυσκολεύεται να τους καταλάβει;
Κάθε γενιά, βεβαίως, χάνει σημεία επαφής από την επόμενη. Κι αυτό δεν έχει να κάνει τόσο με τα χρόνια που απέχουν οι γονείς από τα παιδιά τους, σχετίζεται κυρίως με τις κοινωνικές, οικονομικές, τεχνολογικές και πολιτικές μεταβολές που συντελούνται σε αυτά τα χρόνια. Πάντως, για σήμερα, πρέπει να εστιάσουμε σε δύο μεγάλες διαφοροποιήσεις: στις συνθήκες ζωής και στην πολιτική.
Οι συνθήκες επιβίωσης χειροτέρεψαν για τους σημερινούς νέους. Στη δεκαετία του ’60 έως τις αρχές του ’90 όποιος αποφοιτούσε από το πανεπιστήμιο είχε ένα «σίγουρο μέλλον»: καλύτερη δουλειά από αυτή των γονιών του, σε καλύτερο περιβάλλον και με καλύτερες αμοιβές˙ κι επίσης καλύτερες προοπτικές. Ειδικά όσοι έφθαναν από την ύπαιθρο στην Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη έβλεπαν τη ζωή τους να αλλάζει με ιλιγγιώδη ταχύτητα, όπως οι νέες κοπέλες, φέρ’ ειπείν, που γλίτωναν από το ασφυκτικό περιβάλλον της ελληνικής επαρχίας και κέρδιζαν τη χειραφέτησή τους.
Σήμερα, αντιθέτως, οι νέοι αν και διαθέτουν, κατά μέσον όρο, περισσότερα προσόντα από την προηγούμενη γενιά, δίνουν μάχη για να βρουν μια δουλειά που στοιχειωδώς να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες τους και να μπορεί να τους συντηρήσει. Στις μέρες μας, ακόμη κι οι απόφοιτοι των «ελίτ» σχολών του ελληνικού πανεπιστημίου αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες. Τριάντα – σαράντα χρόνια νωρίτερα, ένας απόφοιτος της νομικής σχολής μπορούσε αμέσως να ανοίξει δικό του δικηγορικό γραφείο, να βρει πελάτες, να συντηρήσει τον εαυτό του και να κάνει οικογένεια.
Σήμερα, αντίθετα, οι νέοι δικηγόροι δεν συνιστούν μια εκκολαπτόμενη ελίτ προορισμένη να στελεχώσει την ανώτερη γραφειοκρατία, τον κόσμο της πολιτικής και των επιχειρήσεων. Οι νέοι δικηγόροι αποτελούν έναν στρατό προλεταρίων που προσπαθούν απλώς να ζήσουν με αξιοπρέπεια. Το ίδιο κι οι νέοι γιατροί ή μηχανικοί, γι’ αυτό και πολλοί μεταναστεύουν, εκτός κι αν έχουν γονείς γιατρούς ή δικηγόρους που προετοιμάζουν τη διαδοχή – αυτό μερικοί με κακή γνώση ελληνικών το αποκαλούν «αριστεία».
Και στο πεδίο της πολιτικής, οι αλλαγές υπήρξαν κρίσιμες. Η «γενιά του Πολυτεχνείου» και η «γενιά της Μεταπολίτευσης» ενηλικιώθηκαν σε ένα περιβάλλον που προσδιορίστηκε από το άγος της δικτατορίας, τη δημοκρατική φόρτιση του
«Εδώ Πολυτεχνείο», τις προσδοκίες της μετάβασης στη Δημοκρατία και τα τραύματα του παρελθόντος (Εμφύλιος).
Η γενιά μου κοινωνικοποιήθηκε μέσα σε συνθήκες όπου η πολιτική μετρούσε βαριά στη ζωή των ανθρώπων. Μεγαλώσαμε ακούγοντας για τους φακέλους και τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων και το «πέρνα απ’ το τμήμα για υπόθεσή σου». Μάθαμε να διπλώνουμε από μέσα την «Αυγή» όταν την αγοράζαμε από το περίπτερο για να μη βλέπουν οι ξένοι τι διαβάζουμε, ενώ η χαμηλωμένη φωνή των γονιών στο σπίτι όταν η συζήτηση πήγαινε στα πολιτικά μάς υπενθύμιζε διαρκώς μια αόρατη απειλή. Για τη γενιά μου, αυτή της Μεταπολίτευσης, τα κόμματα δεν υπήρξαν απλώς το σχολείο που δεν είχαμε. Ηταν, επιπλέον, η ελευθερία που μας είχε στερηθεί και αυτή που είχε στερηθεί από τους γονείς μας.
Αντίθετα για τους νέους σήμερα, η πολιτική έχει χάσει τη μαγεία της. Οι πολιτικές ελευθερίες θεωρούνται αυτονόητες, που συχνά μάλιστα παραβιάζονται κυνικά και ατιμώρητα από τους ισχυρούς και τις κυβερνήσεις. Η δημοκρατία για τους νεότερους σημαίνει αδιάφορη εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία, σημαίνει «όλοι τα ίδια κάνουν» και καμιά φορά «όλοι το ίδιο είναι». Ιδιαίτερα όσοι ενηλικιώθηκαν στην κρίση βίωσαν εντονότερα το αίσθημα της δημοκρατικής ματαίωσης.
Οι διαφορετικές συνθήκες ζωής παράγουν διαφορετικό είδος πολιτικοποίησης. Για τους boomers τα φοιτητικά χρόνια σήμαιναν χειραφέτηση και ριζοσπαστισμό. Αργότερα, όμως, καθώς αυτοί εντάσσονταν στην αγορά εργασίας και ανέβαιναν κοινωνικά συντηρητικοποιούνταν. Τώρα τα πράγματα αντιστράφηκαν. Οι νέοι έρχονται στα πανεπιστήμια μάλλον αδιάφοροι για την πολιτική μεγαλώνοντας συνήθως σε ένα προστατευτικό οικογενειακό περιβάλλον. Μετά την αποφοίτησή τους, όμως, καθώς η ζωή όχι μόνο δεν τους χαρίζεται, αλλά τους πιέζει ανελέητα, ριζοσπαστικοποιούνται απότομα. Οι νέοι βλέπουν το μέλλον με δυσοίωνους όρους, γι’ αυτό μιλούν θυμωμένα, αλλά απολύτως ευκρινώς και συγκεκριμένα.
Στα νιάτα μου, οι γενιές των πεθαμένων ζύγιζαν βαριά στα κεφάλια μας. Οι παρελθοντικές φωνές τάραζαν το μυαλό μας. Σήμερα είναι ένα ζοφερό παρόν κι ένα αβέβαιο μέλλον που ταράζει αυτά τα παιδιά.
(Ο Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας-Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την «Καθημερινή» της Κυριακής)