Θα είναι η ΕΕ μια «μεγαλύτερη και πιο αυστηρή ένωση, που θα διαμορφώνεται – όπως πάντα – από απρόβλεπτα γεγονότα, και θα αγωνίζεται να υπερασπιστεί τα συμφέροντα και τις αξίες του σε έναν κόσμο ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων»;
«Τις περισσότερες φορές, δεν είμαστε καν σίγουροι για το πώς θα εξελιχθεί η επόμενη σύνοδος κορυφής, ή αν τα χάσματα ανατολής-δύσης και βορρά-νότου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα γεφυρωθούν. Αν μια εβδομάδα είναι μεγάλο χρονικό διάστημα στην πολιτική, 12 χρόνια είναι μια αιωνιότητα – και η κρυστάλλινη σφαίρα δεν είναι επιστημονικό όργανο» Ωστόσο, «ορισμένα χαρακτηριστικά αυτής της μελλοντικής Ευρώπης είναι ευδιάκριτα σήμερα», λεει ο αρθρογράφος του Politico και ανώτερος συνεργάτης στο think-tank Friends of Europe Πολ Τέιλορ που επιχειρεί να κάνει προβλέψεις.
Τι «χρησμούς» δίνουν λοιπόν τα σημάδια;
Περισσότεροι, αλλά χωρίς την Τουρκία
Πρώτον, η ΕΕ θα έχει περισσότερα, όχι λιγότερα, μέλη μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2030 – πιθανώς και 36 σε σύγκριση με τα σημερινά 27, σύμφωνα με τον Τέιλορ
Μετά τη μοιραία ψήφο του Ηνωμένου Βασιλείου να εγκαταλείψει την ΕΕ το 2016, καμία άλλη χώρα δεν έχει παίξει με το ενδεχόμενο αποχώρησης. Αντιθέτως, το Brexit αποτέλεσε ένα σωτήριο μάθημα για τους περισσότερους Ευρωπαίους – ακόμη και για τους λαϊκιστές, ευρωσκεπτικιστές πολιτικούς, ότι η ζωή ευημερεί περισσότερο μέσα παρά έξω – ειδικά με μια αναθεωρητική Ρωσία προ των πυλών.
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, αυξάνει την πίεση στις Βρυξέλλες για περαιτέρω διεύρυνση. Η πολιτική πίεση για να γίνουν δεκτές όλες οι χώρες δυτικά του νέου σιδηρού παραπετάσματος -συμπεριλαμβανομένων της Ουκρανίας, της Μολδαβίας και έξι υποψήφιων χωρών των Δυτικών Βαλκανίων- θα είναι πιθανότατα συντριπτική, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές θα προβούν στις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις.
Η Τουρκία, από την άλλη πλευρά, είναι απίθανο να έχει ενταχθεί μέχρι το 2035, ή μάλλον ποτέ – ακόμη και αν ο διάδοχος του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ήταν πιο φιλοευρωπαϊκός και δημοκρατικός.
Σταδιακή ένταξη
Γαλλία και Γερμανία μαζί με άλλες χώρες μέλη-συμμάχου, θα πιέσουν για μακρές μεταβατικές περιόδους προτού τα νέα μέλη μπορέσουν να αποκτήσουν τα πλήρη οφέλη της ένταξης, είτε αυτό αφορά τα κονδύλια της ΕΕ, τις αγροτικές επιδοτήσεις, την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων είτε – ενδεχομένως, τα δικαιώματα βέτο και τον δικό τους επίτροπο.
Τα think-tanks έχουν εκπονήσει σχέδια για μια πιθανή σταδιακή ένταξη σε αυτό το πνεύμα, συμπεριλαμβανομένης μιας δοκιμαστικής περιόδου κατά τη διάρκεια της οποίας οι νεοεισερχόμενοι δεν θα έχουν πλήρη δικαιώματα ψήφου – κάτι που, όπως υποστηρίζουν, θα μπορούσε να περιληφθεί στις συνθήκες προσχώρησης.
Το «βέτο» ποτέ δεν…πεθαίνει
Η ΕΕ του 2035, όπως είναι αναμενόμενο, θα εξακολουθεί να λειτουργεί βάσει της ίδιας Συνθήκης της Λισαβόνας, και πολύ πιθανόν να αντιμετωπίζει την ίδια εξουθενωτική απαίτηση για ομοφωνία στη λήψη αποφάσεων για την εξωτερική πολιτική, τη φορολογία και τον κοινό προϋπολογισμό. Με δεδομένη την προϋπόθεση δημοψηφισμάτων σε αρκετές χώρες για την επικύρωση οποιουδήποτε νέου καταστατικού χάρτη, η αλλαγή της συνθήκης είναι απλώς πολύ επικίνδυνη από πολιτική άποψη.
Βέβαια, η Γαλλία και η Γερμανία -οι ιστορικοί ηγέτες της ΕΕ- έχουν δηλώσει ότι, προκειμένου να αποτραπεί η παρακώλυση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων από όλο και περισσότερα βέτο, η μετάβαση στην ψηφοφορία με ειδική πλειοψηφία σε θέματα όπως οι κυρώσεις και η φορολογία θα αποτελέσει προϋπόθεση για την περαιτέρω διεύρυνση. Ενώ αυτό θα μπορούσε θεωρητικά να γίνει βάσει της ισχύουσας συνθήκης, ωστόσο, οι περισσότερες μικρές και μεσαίες χώρες είναι αποφασισμένες να διατηρήσουν την εξουσία του βέτο τους – είτε για να προστατεύσουν ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα όπως οι χαμηλοί εταιρικοί φόροι, είτε για να αποφύγουν την υποταγή σε αυτό που κάποιοι φοβούνται ότι θα μετατραπεί σε μια γερμανική ή γαλλογερμανική αυτοκρατορία.
Περισότερη ενοποίηση
Μεγαλύτερη ΕΕ χωρίς θεσμικές μεταρρυθμίσεις θα μπορούσε να οδηγήσει σε αδυναμία ή παράλυση, αλλά το μπλοκ έχει αποδείξει πως έχει την ευελιξία να προσαρμοστεί και να προχωρήσει, παρακάμπτοντας τους δικούς του περιοριστικούς κανόνες αν χρειαστεί. Για παράδειγμα, η αντίδρασή της στην πανδημία της COVID-19, η ΕΕ έσπασε μακροχρόνια ταμπού με κοινές αγορές εμβολίων και συλλογικό δανεισμό για τη χρηματοδότηση της οικονομικής ανάκαμψης-.
Καθώς μια “πολεμική οικονομία” θα απαιτήσει κοινή χρηματοδότηση σε καιρό πολέμου, με κοινή έκδοση χρέους για την άμυνα, τα εν λόγω παραδείγματα θα ανοίξουν το δρόμο για κοινές αγορές όπλων και πυρομαχικών για την Ουκρανία, καθώς και για κοινές προμήθειες όπλων για τις χώρες της ΕΕ, ώστε να καλυφθεί η επείγουσα ανάγκη ενίσχυσης της άμυνας του ΝΑΤΟ απέναντι σε μια οργισμένη και εκδικητική Ρωσία.
Μια τέτοια σταδιακή ενοποίηση ως απάντηση σε κρίσεις όπως ο πόλεμος του Ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν στην Ουκρανία είναι πιο πιθανή από ότι ένα ομοσπονδιακό άλμα ή -αντιθέτως- από ένα εθνικιστικό ξήλωμα μιας Ευρώπης που οικοδομήθηκε επί επτά δεκαετίες κοινής νομικής, οικονομικής και πολιτικής οικοδόμησης.
Οι ΗΠΑ, πυρηνικός προστάτης
Ωστόσο, η Ήπειρος θα εξακολουθήσει να χρειάζεται τις Ηνωμένες Πολιτείες ως την πυρηνική υπερδύναμη-προστάτη της, αλλά όταν πρόκειται να εξασφαλίσει συμβατικά όπλα, θα πρέπει να φροντίσει περισσότερο για τον εαυτό της και να αναλάβει μεγαλύτερη ευθύνη για τη γειτονιά της, καθώς η Ουάσινγκτον επικεντρώνεται στην Κίνα.
Πιο προστατευτικό οικονομικό μοντέλο
Επιπλέον, η ΕΕ θα έχει μεταβεί από το καθεστώς του ελεύθερου εμπορίου σε ένα πιο προστατευτικό και επιλεκτικό οικονομικό μοντέλο πολύ πριν από το 2035, διαφοροποιώντας τις αλυσίδες εφοδιασμού της για ενέργεια, ορυκτά και ημιαγωγούς μακριά από την Κίνα και τη Ρωσία και ελέγχοντας τις επενδύσεις για λόγους ασφαλείας.
Ωστόσο, το κατά πόσον η ΕΕ θα μπορέσει να διατηρήσει το “φαινόμενο των Βρυξελλών”, της επέκτασης της ρυθμιστικής της εμβέλειας σε παγκόσμιο επίπεδο χάρη στη δύναμη της ενιαίας αγοράς της παραμένει αβέβαιο στην επερχόμενη -λιγότερο παγκοσμιοποιημένη- εποχή των οικονομικών μπλοκ, όπου κυριαρχεί ο ανταγωνισμός ΗΠΑ-Κίνας.
Η ικανότητα της ΕΕ να επιβάλει τους κανόνες και τα πρότυπα της σε ψηφιακούς γίγαντες και νέες τεχνολογίες, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, στις οποίες κανένας από τους κορυφαίους παγκόσμιους παίκτες δεν είναι Ευρωπαίος, φαίνεται ακόμη λιγότερο πιθανή.
Τα…αιώνια προβλήματα
Τέλος, ορισμένα ζητήματα θα είναι πιθανότατα υπερβολικά δυσεπίλυτα για να μπορέσει το μπλοκ να ξεπεράσει τις διαφορές του – ακόμη και μέχρι το 2035. Για παράδειγμα, οι χώρες μέλη θα εξακολουθούν να τσακώνονται για τις πολιτικές μετανάστευσης και ασύλου σε 12 χρόνια από τώρα, ακόμη και όταν η ανάγκη τους για μετανάστες εργάτες γίνεται όλο και πιο πιεστική.