Στις συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί στη χώρα μας μετά την πανδημία και την τρέχουσα πληθωριστική κρίση παρατηρείται, μεταξύ άλλων, η μείωση των πραγματικών εισοδημάτων, η αύξηση της φτώχειας, η διεύρυνση των ανισοτήτων και η αύξηση της ανησυχίας και της αβεβαιότητας των πολιτών για το μέλλον.
Των Σάββα Γ. Ρομπόλη, Βασίλειου Γ. Μπέτση*
Συγκεκριμένα, σε πρόσφατη Έκθεση του ΟΟΣΑ (TaxWedges, 2023) επισημαίνεται ότι ο μέσος ονομαστικός μισθός αυξήθηκε μόλις 1,5% στην Ελλάδα το 2022, ενώ ο πραγματικός μισθός μειώθηκε κατά 7,4%, αφού ο πληθωρισμός για το έτος 2022 ήταν 9,7%. Επίσης, στην ίδια Έκθεση παρουσιάζεται το ποσοστό του μισθού που αναλογεί σε φόρο και ασφαλιστικές εισφορές των μισθωτών. Για τη χώρα μας το ποσοστό αυτό είναι 37,1%, σημειώνοντας μία μείωση κατά 0,02 ποσοστιαίες μονάδες. Στην σχετική κατάταξη στην πρώτη θέση βρίσκεται το Βέλγιο με τις εισφορές και το φόρο να αποτελούν το 53% του μισθού, στην δεύτερη θέση η Γερμανία με 47,8%, στην τρίτη η Γαλλία με 47% και ακολουθούν η Αυστρία με 46,8%, η Ιταλία με 45,9%, η Φιλανδία με 43,1%, η Σλοβενία με 42,8%, η Σουηδία με 42,4%. Αντίστοιχα, στην Πορτογαλία το ποσοστό αυτό είναι 41,9%, παρουσιάζοντας μία αύξηση κατά 0,06 ποσοστιαίες μονάδες, στην Ισπανία 39,5% και στην Τουρκία είναι 37,2%, ακριβώς μια θέση πάνω από την Ελλάδα. Στις τελευταίες θέσεις είναι η Κολομβία με 0% και η Χιλή με 7%. Στις επόμενες χώρες από το τέλος το αντίστοιχο ποσοστό κυμαίνεται από 20% μέχρι 33%. Ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ είναι 34,6%. Στην πραγματικότητα όμως ο μέσος όρος είναι 37% αφού αυτή η τιμή μειώνεται λόγω της Κολομβίας και της Χιλής που έχουν πολύ χαμηλά ποσοστά. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει το συμπέρασμα ότι η άποψη που διατυπώνεται στην Ελλάδα ότι το μισθολογικό κόστος είναι πολύ υψηλό επηρεάζοντας αρνητικά την επενδυτική δραστηριότητα, δεν ισχύει. Η Ελλάδα βρίσκεται ακριβώς στον μέσο όρο του ΟΟΣΑ και οι πιο ανεπτυγμένες οικονομικά χώρες ξεπερνούν κατά πολύ την χώρα μας στο ύψος του μη μισθολογικού κόστους της μισθωτής εργασίας, χωρίς να επηρεάζουν την ανάπτυξη και τις επενδύσεις, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς που παρουσιάζονται στη χώρα μας. Επιπλέον, ένα σημαντικό συμπέρασμα είναι η διεύρυνση των ανισοτήτων στη χώρα μας, όπως μετριέται αυτή με τον δείκτη Gini(Eurostat 2022). Ο δείκτης Gini μεθοδολογικά χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της εισοδηματικής ανισότητας που υπάρχει μεταξύ των πολιτών μιας χώρας. Ο δείκτης υπολογίζει τιμές μεταξύ 0 και 1 (ή 0-100), με το μηδέν να σημαίνει πως όλοι οι πολίτες έχουν το ίδιο εισόδημα (τέλεια ισότητα) και το 1 (ή 100) σημαίνει ότι το συνολικό εισόδημα μια χώρας προσανατολίζεται σε ένα μόνο άτομο (μέγιστη ανισότητα). Επομένως, όσο πιο κοντά στο μηδέν είναι ο δείκτης Gini, τόσο χαμηλότερη είναι η εισοδηματική ανισότητα σε μια χώρα.Ιστορικά στην Ελλάδα από το 1995 μέχρι και το 2021 ο δείκτης αυτός κυμαίνεται μεταξύ 31 και 35. Από το 2016 μέχρι το 2019 ο δείκτης μειώνεται κατά 3,3 μονάδες, παρουσιάζοντας τη μεγαλύτερη πτώση του τα τελευταία 25 χρόνια. Το 2019 παρατηρείται η μικρότερη εισοδηματική ανισότητα στη χώρα μας με τον δείκτη Gini να είναι ίσος με 31 μονάδες. Τα τελευταία δύο έτη, ο δείκτης Gini αυξάνεται σταθερά προσεγγίζοντας τις 32,4 μονάδες το 2021.Το 2021, η εισοδηματική ανισότητα στην Ελλάδα ήταν η 8η υψηλότερη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και μεγαλύτερη κατά 1.9 μονάδες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Επιπλέον, παρατηρείται ότι χώρες «πλουσιότερες» τείνουν να έχουν χαμηλότερη εισοδηματική ανισότητα (Διάγραμμα 1).
Διάγραμμα 1
Πηγή: Eurostat, 2021
Επίσης, η ανισότητα μπορεί να μετρηθεί και μεταξύ διαφορετικών χωρών. Όμως, για να είναι δίκαιη η σύγκριση (λόγω διαφορετικών νομισμάτων και τιμών), το μέσο διαθέσιμο εισόδημα μετατρέπεται σε αγοραστική δύναμη (PPS). Η αγοραστική δύναμη είναι ένα «τεχνητό» νόμισμα το οποίο έχει την ίδια αξία σε όλες τις χώρες. Μετά από αυτόν τον υπολογισμό, με 10.000 νομίσματα PPS αγοράζονται οι ίδιες ποσότητες αγαθών/υπηρεσιών σε όλες τις χώρες. Σύμφωνα με το διάμεσο διαθέσιμο εισόδημα του 2021, η Ελλάδα είναι 3η από το τέλος στη μέση αγοραστική δύναμη (Διάγραμμα 2).
Διάγραμμα 2: Διαθέσιμο Εισόδημα μετά από φόρους εκφρασμένο σε αγοραστική δύναμη (PPS)
Πηγή: Eurostat, 2022
Συγκρίνοντας τα στοιχεία της έρευνας του ΟΟΣΑ για την φορολογική επιβάρυνση και τις ασφαλιστικές εισφορές των μισθωτών με τα στοιχεία της Eurostatγια την ανισότητα και την αγοραστική δύναμη διαπιστώνεται ότι οι πιο ανεπτυγμένες οικονομικά χώρες ενώ παρουσιάζουν μεγαλύτερη επιβάρυνση στο μη μισθολογικό κόστος είναι αυτές που έχουν και μικρότερες ανισότητες και μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη από την Ελλάδα, η οποία με τις ασκούμενες πολιτικές απορρύθμισης της αγοράς εργασίας έχει οδηγήσει στην αύξηση των ανισοτήτων, στην μείωση των πραγματικών εισοδημάτων, στην μείωση της αγοραστικής δύναμης των πολιτών και στην αύξηση των κερδών. Κι’ αυτό γιατί, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat(2020), το 10% των πλουσιότερων πολιτών κατέχουν το 41% του πλούτου και την περίοδο 2009 – 2019, ο πλούτος των νοικοκυριών (πλούτος νοικοκυριού και όχι ατομικός) μειώθηκε σχεδόν στο ήμισυ (Διάγραμμα 3).
Διάγραμμα 3: Διάμεσος πλούτος νοικοκυριών εκφρασμένος σε τιμές 2022.
Πηγή: Eurostat, 2022
Επίσης, από έρευνα που διεξήγαγε ο ΟΟΣΑ για τους κινδύνους για τους οποίους ανησυχούν περισσότερο οι πολίτες (RisksthatMattersSurvey, 2018) προκύπτει ότι σε όλες τις χώρεςσε μακροπρόθεσμο ορίζοντα οι πολίτες ως βασικό κίνδυνο θεωρούν και ανησυχούν για τη συνταξιοδότηση και την επάρκεια του εισοδήματος. Ειδικότερα, στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό ήταν το υψηλότερο από όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ (70,5%), μετά το Μεξικό με 60% και την Ιταλία με 56%. Αυτό αναδεικνύει τον σημαντικό ρόλο που αποδίδουν οι πολίτες τόσο στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης (ΣΚΑ) και στην συνταξιοδοτική παροχή, όσο και στο επίπεδο χρηματοδότησης και στην αναγκαιότητα εύρεσης νέων πόρων χρηματοδότησης του ΣΚΑ στην χώρα μας. Όμως, νέες μειώσεις στις ασφαλιστικές εισφορές στο μέλλον θα επιδεινώσουν το μελλοντικό επίπεδο διαβίωσης των εργαζομένων όταν συνταξιοδοτηθούν, ιδιαίτερα όταν οι απώλειες εσόδων εξ’ αυτού του λόγου δεν αναπληρωθούν με την θεσμοθέτηση της κρατικής ενίσχυσης των συνταξιοδοτικών και των κοινωνικών παροχών.
*Ομότ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου, Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου